Η λέξη "μάτι" προκύπτει από την αρχαία ελληνική λέξη για το μάτι "ὄμμα" (ὄμμα - ὀμμάτιον- μάτι).
Άλλωστε λέμε ακόμα "πήρα των ομματιών μου"!
Ωστόσο, εκτός από "ὄμματα" και "ὀφθαλμοί", τα μάτια λέγονται και "φάεα"....
Κι αυτό επειδή χρειάζονται "φάος" / "φῶς" για να δουν!
Γι' αυτό χρησιμοποιούμε και την λέξη "κατηφής" γι'αυτόν που έχει "κάτω τα φάεα", δηλαδή για τον κατσούφη!
Το μάτι (και γενικά η όψη) στην αρχαία ελληνική λέγεται και "ὤψ" (από τον Μέλλοντα του ρήματος "ὁράω" που είναι "ὄψομαι").
Στην γενική πτώση έχουμε: τῆς ὠπός, από όπου παίρνουμε την ρίζα "ωπ".
Δείτε πόσες λέξεις λέμε και σήμερα από αυτήν την ρίζα...
Κύκλωψ/ Κύκλωπας: αυτός που το μάτι του είναι κυκλικό.
Ευρώπη: αυτή που έχει μεγάλα μάτια (εὐρεία + ὤψ). (Πού να ήξεραν οι Ευρωπαίοι πως κάθε φορά που λένε "Europe" λένε "μεγαλομάτα" και αναφέρονται στο ταξίδι που έκανε η Ευρώπη της ελληνικής Μυθολογίας πάνω στον λευκό ταύρο Δία!)
Πρόσωπον: η πρόθεση "πρός" (μπροστά) + "ὤψ".
Μέτωπον: η πρόθεση "μετά" + "ὤψ" (βρίσκεται μετά τῆς ὠπός).
Παρωπίδες: η πρόθεση "παρά" (δίπλα) + "ὤψ" -> δίπλα από τα μάτια -> δεν βλέπω παρά μόνο έναν δρόμο, αυτόν μπροστά μου -> είμαι στενόμυαλος όταν έχω παρωπίδες.
Ἐνώπιον: η πρόθεση "ἐν" + "ὤψ" -> μπροστά σε.
Μυωπία: "μύω" (= κλείνω ελαφρώς τα μάτια) + "ὤψ" (όσοι έχουν μυωπία το κάνουν συχνά).
Πρεσβυωπία: "πρέσβυς" (μεγάλος σε ηλικία) + "ὤψ" (πρόκειται για πάθηση των ματιών που εμφανίζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες).
[Πηγή]