Η θυγατέρα της οργής, όπως την ονόμασε καταλλήλως ο Ινδικός Τύπος, ήταν μια πάμφτωχη κοπέλα της χαμηλότερης κοινωνικής κάστας που....
ξεκίνησε τη ζωή της όπως και κάθε άλλη συγχωριανή της.
Στα 11 της την πάντρεψαν με έναν άντρα στα τριπλάσια χρόνια της, ο οποίος την κακοποιούσε ασύστολα και κατ’ εξακολούθηση. Η κοπέλα τον παράτησε, αν και όλες οι οικογενειακές πόρτες ήταν πια κλειστές, καθώς επέστρεψε στο χωριό της ατιμασμένη.
Μετά ακολουθούν βιασμοί και σεξουαλικές κακοποιήσεις και κάποια στιγμή θα απαχθεί από ληστρική συμμορία, όταν και θα της χαμογελάσει για πρώτη φορά η μοίρα.
Η αιχμάλωτη Φουλάν γίνεται γυναίκα του αρχηγού και με την πρωτόγνωρη δύναμη που είχε πια, επιστρέφει το 1981 στο χωριό του ομαδικού βιασμού της διψασμένη για εκδίκηση: η σπείρα λεηλατεί την κοινότητα και η Φουλάν στήνει στον τοίχο 22 άντρες, τους οποίους και εκτέλεσε.
Πριν φύγει, προειδοποιεί τους άρρενες κατοίκους να μην κακομεταχειρίζονται τις συζύγους τους γιατί θα επιστρέψει!
Βίος και πολιτεία, η Φουλάν μετατρέπεται στην ινδική εκδοχή του Ρομπέν του Δασών κλέβοντας από τους πλούσιους για να τα δίνει στους φτωχούς. Οι ανώτερες τάξεις την τρέμουν και οι τσιφλικάδες απάγονται σωρηδόν πληρώνοντας τσουχτερά λίτρα.
Η κινηματογραφική ζωή της θα τη φέρει δεκαπέντε χρόνια αργότερα -από τα οποία τα περισσότερα τα πέρασε στη φυλακή- στην ινδική Βουλή, καθώς μέχρι τότε ήταν σωστή λαϊκή ηρωίδα.
Παρά το γεγονός ότι ήταν παράνομη, η Φουλάν επέδειξε ανωτερότητα ζηλευτή και πνεύμα δικαίου, αν και δεν θα ζούσε να απολαύσει τη δεύτερη καριέρα της στα έδρανα του κοινοβουλευτισμού, καθώς το 2001 δολοφονήθηκε από τρεις μασκοφόρους στο Δελχί.
Ήταν σαφές ότι κάποιοι δεν είχαν ξεχάσει τις ληστρικές επιδρομές της ούτε την εκδίκηση που έψαχνε απ’ όποιον κακοποιούσε γυναίκες.
Πρώτα χρόνια
Η Φουλάν Ντέβι γεννιέται πιθανότατα στις 10 Αυγούστου 1963 (δεν υπάρχουν μητρώα για τη γέννησή της καθώς η πάμφτωχη οικογένεια δεν μπορούσε να πληρώσει για να μπει στα δημοτολόγια) σε μια μικρή κοινότητα της εξαθλιωμένης επαρχίας Ούταρ Πραντές ως ένα από τα έξι παιδιά μιας οικογένειας της κατώτατης κοινωνικής τάξης.
Μόνο αυτή και η μεγαλύτερη αδερφή της θα έφταναν στην εφηβεία, καθώς τα αδέρφια της πέθαναν από τη φτώχεια και τις αρρώστιες.
Η μικρή Φουλάν μεγαλώνει λοιπόν σε μια περιοχή που τα κορίτσια θεωρούνται βάρος, κι έτσι η οικογένεια έπρεπε να απαλλαγεί από αυτή πάση θυσία.
Έχοντας ήδη διδαχθεί ότι οι διαταγές των ανώτερων καστών είναι νόμος, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους έπρεπε να υπομένει στωικά τη μοίρα της, πριν καλά καλά φτάσει στην εφηβεία θα πουληθεί σε ηλικία 11 ετών σε έναν τριαντάχρονο άντρα. Όσο για την προίκα που έλαβε η φαμίλια της, ήταν μια αγελάδα και ένα ποδήλατο.
Η ζωή της μετατρέπεται σε κόλαση στα χέρια του συζύγου, ο οποίος την κακοποιεί σεξουαλικά και την ξυλοκοπεί σε καθημερινή βάση. Η Φουλάν το σκάει συχνά-πυκνά από την κόλαση που ζει και επιστρέφει στη φαμίλια της, μόνο και μόνο για να αντικρίζει πάντα τις κλειστές πόρτες.
Σε ηλικία 16 ετών, θα εμπλακεί σε μια διαμάχη για την ευρύτερη οικογενειακή περιουσία και θα κατηγορηθεί από τον θείο της για κλοπή, όταν και θα κλειστεί στα μπουντρούμια του χωριού Μπεχμάι το 1979, όπου και θα βιάζεται καθημερινά από ομάδα αντρών μέχρι να πέφτει αναίσθητη.
Αυτός ο τραγικός μήνας στις φυλακές Μπεχμάι θα αλλάξει τη μοίρα της ζωής της…
Η δίψα για εκδίκηση που θα γεννούσε τη «Βασίλισσα των Ληστών»
Μετά την αποφυλάκισή της, η κοινωνική της θέση έπεσε ακόμα περισσότερο. Πλέον οι γονείς της ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν αμοιβή στον σύζυγό της για να την κρατάει, την ίδια στιγμή που δεν μπορούσε καν να πιει νερό από τα ίδια πηγάδια με τους συγχωριανούς της, καθώς η αστυνομία τους έλεγε ότι θα μόλυνε το νερό με τη βρόμα που έκρυψε στην ψυχή της. Ήταν σαφές ότι η ομαλή κοινωνική ζωή είχε πάρει τέλος για την ίδια.
Δεν είναι ακριβώς σαφές πώς κατέληξε η Φουλάν στα χέρια της ληστρικής συμμορίας που λυμαινόταν την περιοχή. Άλλοι λένε πως την πούλησε η οικογένειά της, άλλοι πως την απήγαγαν οι παράνομοι και άλλοι τέλος πως τους προσέγγισε η ίδια εθελοντικά για να ξεφύγει από την τραγικότητα του βίου της.
Όπως κι αν έχει, η φτωχή κοπέλα θα συνδεθεί ερωτικά με τον υπαρχηγό της συμμορίας, ο οποίος θα σκοτώσει τον αρχηγό όταν ο τελευταίος προσπάθησε να βιάσει την καλή του.
Οι δυο τους ήταν τώρα τα αφεντικά της συμμορίας των φτωχοδιάβολων που όργωναν τις επαρχίες ντυμένοι σαν αστυνομικοί κλέβοντας από γαιοκτήμονες και εμπορικά καραβάνια. Οι ληστές κρύβονταν στα βουνά και την πυκνή βλάστηση της περιοχής, αποκτώντας διαβόητη φήμη στις ανώτερες κοινωνικά τάξεις. Αν και η τραγωδία θα καραδοκούσε στη γωνιά.
Ένα βράδυ αντίπαλη συμμορία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στη σπείρα της 18χρονης Φουλάν (1981), την οποία έπιασε αιχμάλωτη και μετέφερε στο Μπεχμάι, παραδίδοντάς τη στον οργισμένο όχλο, ο οποίος την κακοποίησε βαρύτατα και τη βίασε ομαδικά.
Το μαρτύριό της θα λάβει τέλος έπειτα από τρεις βδομάδες, όταν ένας τοπικός ιερέας θα τη λυπηθεί και θα της αφήσει κρυφά μια καραμπίνα στο κελί του μαρτυρίου της.
Η Φουλάν το σκάει, καταφεύγει στα βουνά και σχηματίζει τη δική της πια συμμορία με κάποιους από τους παλιούς της συντρόφους.
Η νέα σπείρα εκτελεί κοινωνικές ληστείες διαμοιράζοντας τη λεία στους εξαθλιωμένους της Ούταρ Πραντές και της γειτονικής Μαντία Πραντές και η Φουλάν αναγνωρίζεται πια απ’ όλους ως «Ρομπέν των Δασών της Ινδίας»!
Η αστυνομία την κυνηγά λυσσασμένα, αν και η ίδια απολαμβάνει τώρα καθεστώς λαϊκής ηρωίδας, βρίσκοντας κρησφύγετο στα σπίτια των φτωχών.
Η «Βασίλισσα των Ληστών» συνηθίζει τώρα να λεηλατεί τις περιουσίες των πλουσίων, ακόμα και τις υπαίθριες αγορές, μοιράζοντας χρήματα και τρόφιμα στους ρακένδυτους.
Στα παζάρια της χώρας κυκλοφορούν κούκλες «Φούλαν Ντέβι», παρουσιάζοντάς τη σαν ηρωίδα των κατατρεγμένων και μετενσάρκωση θεάς του ινδουισμού.
Η αστυνομία την επικηρύσσει με παχυλότατη αμοιβή, αλλά η λαϊκή υποστήριξη που απολαμβάνει τη γλιτώνει από μπελάδες με τον νόμο.
Η Φουλάν δεν ξέχασε βέβαια ποτέ τον ατιμασμό της στο Μπεχμάι και σύντομα θα επέστρεφε για να εκδικηθεί…
Η Σφαγή του Μπεχμάι
Λίγο μετά την απόδρασή της από το κολαστήριο του Μπεχμάι, η Φουλάν Ντεβί και τα πρωτοπαλίκαρά της επέστρεψαν στο χωριό με αιμοβόρες διαθέσεις. Ο σκοπός τους ήταν να βρουν τους ληστές που είχαν επιτεθεί στη συμμορία τους και να τιμωρήσουν τους κατοίκους που είχαν επιδοθεί σε φρικαλεότητες στο ταλαίπωρο σώμα της αρχηγού.
Στις 14 Φεβρουαρίου 1981, την ώρα που η ανώτερη τάξη του χωριού ετοιμαζόταν για έναν γάμο, η Φουλάν και οι άντρες της ορμούν στο χωριό έχοντας σχεδιάσει προσεκτικά την επίθεση.
Η συμμορία χωρίστηκε σε τρεις ομάδες και κατάφερε να περικυκλώσει τον οικισμό συλλαμβάνοντας ακόμα και αυτούς που έτρεχαν να γλιτώσουν. Μεταξύ των κατοίκων αναγνώρισε όσους την είχαν βιάσει, στήνοντας 22 εξ αυτών στο απόσπασμα της αυτοδικίας.
Η ινδική «Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου» είχε μόλις γεννηθεί ως το πλέον πολύνεκρο εγκληματικό λουτρό αίματος που λάμβανε ποτέ χώρα στην Ινδία.
Η Φουλάν επικηρύσσεται εκ νέου με ακόμα μεγαλύτερη αμοιβή (στα 10.400 δολάρια!), αν και οι Αρχές ξέρουν ότι κανείς δεν επρόκειτο να την καταδώσει. Για το αιματοβαμμένο μακελειό μίλησε ακόμα και η Ίντιρα Γκάντι…
Σύλληψη και φυλάκιση
Παρά το ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσε η Αστυνομία για τη σύλληψή της με 2.000 άντρες και ένα ελικόπτερο, η τεράστια δημοτικότητα που απολάμβανε η Φουλάν στις φτωχές τάξεις σήμαινε κάλυψη και κρησφύγετα σε κάθε σπίτι που συναντούσε στο διάβα της.
Έπειτα από δυο άκαρπα χρόνια, η ινδική κυβέρνηση της πρότεινε έναν συμβιβασμό. Η Ντέβι, που είχε στο μεταξύ αρρωστήσει βαριά και είχε χάσει τους περισσότερους συντρόφους της, δέχτηκε, βάζοντας όμως τους δικούς της όρους για τις συνθήκες της κράτησής της.
Παραδόθηκε τελικά τον Φεβρουάριο του 1983 στην αστυνομία της Μαντία Πραντές, διαφεύγοντας τη σύλληψη από το μεγαλύτερο ανθρωποκυνηγητό που είχε στήσει ποτέ το ινδικό κράτος για δύο ολόκληρα χρόνια.
Οι όροι που έβαλε ήταν να πέσουν οι δικοί της στα μαλακά, καθώς στη συμφωνία προβλεπόταν πως κανένας ληστής δεν θα έμενε στη φυλακή για περισσότερο από 8 χρόνια (και δεν θα καταδικαζόταν σε θάνατο).
Η συμφωνία με την ομοσπονδιακή εισαγγελία προέβλεπε επίσης επιστροφή της πατρικής περιουσίας, που είχε υφαρπαχθεί παράνομα από την ανώτερη τάξη του χωριού της, αλλά και θέσεις εργασίας στο Δημόσιο για τους συγγενείς της.
Όσο για την παράδοσή της, έγινε πολύ μεγάλο γεγονός στην Ινδία, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν να δουν τη σχεδόν μυθική ηρωίδα να καταθέτει τα όπλα της. Παρά τη συμφωνία βέβαια, η Φουλάν παρέμεινε στη φυλακή για 11 χρόνια χωρίς να δικαστεί ποτέ.
Οι 48 κατηγορίες που τη βάρυναν, μεταξύ αυτών φόνοι, λεηλασίες, εμπρησμοί και απαγωγές, αποσύρθηκαν από το τοπικό δικαστήριο της Ούταρ Πραντές το 1994, μην αφήνοντας άλλη επιλογή στις ομοσπονδιακές αρχές παρά να την αφήσουν ελεύθερη, ακυρώνοντας ταυτοχρόνως τις επικηρύξεις της που ίσχυαν ακόμα…
Η Φουλάν κατέβηκε για πρώτη φορά σε εκλογική αναμέτρηση το 1991, όντας ακόμα πίσω από τα κάγκελα, αν και δεν βγήκε γιατί είχε αντιμέτωπους γνωστότατους αστέρες του Μπόλιγουντ.
Το 1994 αποφυλακίστηκε, δήλωσε σωφρονισμένη και μετανοημένη για το στυγερό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στο Μπεχμάι και δύο χρόνια αργότερα εκλέχτηκε βουλευτής με το σοσιαλιστικό κόμμα της Ινδίας. Την ίδια εποχή παντρεύτηκε και έναν ινδό νομοθέτη.
Κανείς δεν είχε ξεχάσει βέβαια τι αντιπροσώπευε άλλοτε η θυγατέρα της οργής, η οποία διψούσε τώρα για κοινωνική ισότητα και αναγνώριση του ρόλου της γυναίκας.
Το 1999 επανεκλέχτηκε στα βουλευτικά της καθήκοντα, όντας πια ακτιβίστρια υπέρ των κατατρεγμένων και καταπιεσμένων πληθυσμών της Ινδίας.
Την ίδια εποχή συντάχθηκε και η αυτοβιογραφία της, ένα σφοδρό κατηγορώ στο σύστημα με τις κάστες, για την οποία χρειάστηκαν δύο συγγραφείς, δεκαοχτώ μήνες δουλειάς και οχτώ ταξίδια στην Ινδία: «Δεν ξέρω ούτε να διαβάζω ούτε να γράφω. Αυτή είναι η ιστορία μου», εξομολογείται η Φουλάν στον πρόλογο…
Στις 25 Ιουλίου 2001 η Φουλάν Ντέβι δολοφονήθηκε έξω από την εξώπορτα της οικίας της στο Νέο Δελχί επιστρέφοντας στο σπίτι έπειτα από την πρωινή συνεδρίαση της Βουλής. Τρεις ένοπλοι άντρες άνοιξαν πυρ εναντίον της και εξαφανίστηκαν κατόπιν μέσα στην πόλη.
Ήδη από την πρώτη στιγμή όλοι υποδείκνυαν ως ενόχους τους κατοίκους του Μπεχμάι και πιθανότατα κάποιους από τους συγγενείς των νεκρών της σφαγής.
Χρόνια αργότερα, ένας από τους δολοφόνους της ομολόγησε την πράξη του, αποκαλύπτοντας ότι ενήργησε κατ’ εντολή των εύπορων κατοίκων του Μπεχμάι, που θέλησαν να εκδικηθούν την ομαδική δολοφονία των συμπατριωτών τους.
Η μυθιστορηματική ζωή της Φουλάν Ντέβι παραμένει ένα ιδιαίτερο κράμα πραγματικότητας και μύθου: η γυναίκα που μεγάλωσε χύνοντας αίμα πέθανε βουτηγμένη στο δικό της, προλαβαίνοντας εντωμεταξύ να κάνει τόσα πολλά για τόσους πολλούς.
Όπως ισχυρίστηκε από την πρώτη στιγμή ο ινδικός Τύπος, η Φουλάν πλήρωσε πιθανότατα την τόλμη της να υψώσει το μικρό της ανάστημα κόντρα στο βαθιά ριζωμένο σύστημα των κοινωνικών τάξεων της Ινδίας…
Samina Khan
[Πηγή]
ξεκίνησε τη ζωή της όπως και κάθε άλλη συγχωριανή της.
Στα 11 της την πάντρεψαν με έναν άντρα στα τριπλάσια χρόνια της, ο οποίος την κακοποιούσε ασύστολα και κατ’ εξακολούθηση. Η κοπέλα τον παράτησε, αν και όλες οι οικογενειακές πόρτες ήταν πια κλειστές, καθώς επέστρεψε στο χωριό της ατιμασμένη.
Μετά ακολουθούν βιασμοί και σεξουαλικές κακοποιήσεις και κάποια στιγμή θα απαχθεί από ληστρική συμμορία, όταν και θα της χαμογελάσει για πρώτη φορά η μοίρα.
Η αιχμάλωτη Φουλάν γίνεται γυναίκα του αρχηγού και με την πρωτόγνωρη δύναμη που είχε πια, επιστρέφει το 1981 στο χωριό του ομαδικού βιασμού της διψασμένη για εκδίκηση: η σπείρα λεηλατεί την κοινότητα και η Φουλάν στήνει στον τοίχο 22 άντρες, τους οποίους και εκτέλεσε.
Πριν φύγει, προειδοποιεί τους άρρενες κατοίκους να μην κακομεταχειρίζονται τις συζύγους τους γιατί θα επιστρέψει!
Βίος και πολιτεία, η Φουλάν μετατρέπεται στην ινδική εκδοχή του Ρομπέν του Δασών κλέβοντας από τους πλούσιους για να τα δίνει στους φτωχούς. Οι ανώτερες τάξεις την τρέμουν και οι τσιφλικάδες απάγονται σωρηδόν πληρώνοντας τσουχτερά λίτρα.
Η κινηματογραφική ζωή της θα τη φέρει δεκαπέντε χρόνια αργότερα -από τα οποία τα περισσότερα τα πέρασε στη φυλακή- στην ινδική Βουλή, καθώς μέχρι τότε ήταν σωστή λαϊκή ηρωίδα.
Παρά το γεγονός ότι ήταν παράνομη, η Φουλάν επέδειξε ανωτερότητα ζηλευτή και πνεύμα δικαίου, αν και δεν θα ζούσε να απολαύσει τη δεύτερη καριέρα της στα έδρανα του κοινοβουλευτισμού, καθώς το 2001 δολοφονήθηκε από τρεις μασκοφόρους στο Δελχί.
Ήταν σαφές ότι κάποιοι δεν είχαν ξεχάσει τις ληστρικές επιδρομές της ούτε την εκδίκηση που έψαχνε απ’ όποιον κακοποιούσε γυναίκες.
Πρώτα χρόνια
Η Φουλάν Ντέβι γεννιέται πιθανότατα στις 10 Αυγούστου 1963 (δεν υπάρχουν μητρώα για τη γέννησή της καθώς η πάμφτωχη οικογένεια δεν μπορούσε να πληρώσει για να μπει στα δημοτολόγια) σε μια μικρή κοινότητα της εξαθλιωμένης επαρχίας Ούταρ Πραντές ως ένα από τα έξι παιδιά μιας οικογένειας της κατώτατης κοινωνικής τάξης.
Μόνο αυτή και η μεγαλύτερη αδερφή της θα έφταναν στην εφηβεία, καθώς τα αδέρφια της πέθαναν από τη φτώχεια και τις αρρώστιες.
Η μικρή Φουλάν μεγαλώνει λοιπόν σε μια περιοχή που τα κορίτσια θεωρούνται βάρος, κι έτσι η οικογένεια έπρεπε να απαλλαγεί από αυτή πάση θυσία.
Έχοντας ήδη διδαχθεί ότι οι διαταγές των ανώτερων καστών είναι νόμος, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους έπρεπε να υπομένει στωικά τη μοίρα της, πριν καλά καλά φτάσει στην εφηβεία θα πουληθεί σε ηλικία 11 ετών σε έναν τριαντάχρονο άντρα. Όσο για την προίκα που έλαβε η φαμίλια της, ήταν μια αγελάδα και ένα ποδήλατο.
Η ζωή της μετατρέπεται σε κόλαση στα χέρια του συζύγου, ο οποίος την κακοποιεί σεξουαλικά και την ξυλοκοπεί σε καθημερινή βάση. Η Φουλάν το σκάει συχνά-πυκνά από την κόλαση που ζει και επιστρέφει στη φαμίλια της, μόνο και μόνο για να αντικρίζει πάντα τις κλειστές πόρτες.
Σε ηλικία 16 ετών, θα εμπλακεί σε μια διαμάχη για την ευρύτερη οικογενειακή περιουσία και θα κατηγορηθεί από τον θείο της για κλοπή, όταν και θα κλειστεί στα μπουντρούμια του χωριού Μπεχμάι το 1979, όπου και θα βιάζεται καθημερινά από ομάδα αντρών μέχρι να πέφτει αναίσθητη.
Αυτός ο τραγικός μήνας στις φυλακές Μπεχμάι θα αλλάξει τη μοίρα της ζωής της…
Η δίψα για εκδίκηση που θα γεννούσε τη «Βασίλισσα των Ληστών»
Μετά την αποφυλάκισή της, η κοινωνική της θέση έπεσε ακόμα περισσότερο. Πλέον οι γονείς της ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν αμοιβή στον σύζυγό της για να την κρατάει, την ίδια στιγμή που δεν μπορούσε καν να πιει νερό από τα ίδια πηγάδια με τους συγχωριανούς της, καθώς η αστυνομία τους έλεγε ότι θα μόλυνε το νερό με τη βρόμα που έκρυψε στην ψυχή της. Ήταν σαφές ότι η ομαλή κοινωνική ζωή είχε πάρει τέλος για την ίδια.
Δεν είναι ακριβώς σαφές πώς κατέληξε η Φουλάν στα χέρια της ληστρικής συμμορίας που λυμαινόταν την περιοχή. Άλλοι λένε πως την πούλησε η οικογένειά της, άλλοι πως την απήγαγαν οι παράνομοι και άλλοι τέλος πως τους προσέγγισε η ίδια εθελοντικά για να ξεφύγει από την τραγικότητα του βίου της.
Όπως κι αν έχει, η φτωχή κοπέλα θα συνδεθεί ερωτικά με τον υπαρχηγό της συμμορίας, ο οποίος θα σκοτώσει τον αρχηγό όταν ο τελευταίος προσπάθησε να βιάσει την καλή του.
Οι δυο τους ήταν τώρα τα αφεντικά της συμμορίας των φτωχοδιάβολων που όργωναν τις επαρχίες ντυμένοι σαν αστυνομικοί κλέβοντας από γαιοκτήμονες και εμπορικά καραβάνια. Οι ληστές κρύβονταν στα βουνά και την πυκνή βλάστηση της περιοχής, αποκτώντας διαβόητη φήμη στις ανώτερες κοινωνικά τάξεις. Αν και η τραγωδία θα καραδοκούσε στη γωνιά.
Ένα βράδυ αντίπαλη συμμορία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στη σπείρα της 18χρονης Φουλάν (1981), την οποία έπιασε αιχμάλωτη και μετέφερε στο Μπεχμάι, παραδίδοντάς τη στον οργισμένο όχλο, ο οποίος την κακοποίησε βαρύτατα και τη βίασε ομαδικά.
Το μαρτύριό της θα λάβει τέλος έπειτα από τρεις βδομάδες, όταν ένας τοπικός ιερέας θα τη λυπηθεί και θα της αφήσει κρυφά μια καραμπίνα στο κελί του μαρτυρίου της.
Η Φουλάν το σκάει, καταφεύγει στα βουνά και σχηματίζει τη δική της πια συμμορία με κάποιους από τους παλιούς της συντρόφους.
Η νέα σπείρα εκτελεί κοινωνικές ληστείες διαμοιράζοντας τη λεία στους εξαθλιωμένους της Ούταρ Πραντές και της γειτονικής Μαντία Πραντές και η Φουλάν αναγνωρίζεται πια απ’ όλους ως «Ρομπέν των Δασών της Ινδίας»!
Η αστυνομία την κυνηγά λυσσασμένα, αν και η ίδια απολαμβάνει τώρα καθεστώς λαϊκής ηρωίδας, βρίσκοντας κρησφύγετο στα σπίτια των φτωχών.
Η «Βασίλισσα των Ληστών» συνηθίζει τώρα να λεηλατεί τις περιουσίες των πλουσίων, ακόμα και τις υπαίθριες αγορές, μοιράζοντας χρήματα και τρόφιμα στους ρακένδυτους.
Στα παζάρια της χώρας κυκλοφορούν κούκλες «Φούλαν Ντέβι», παρουσιάζοντάς τη σαν ηρωίδα των κατατρεγμένων και μετενσάρκωση θεάς του ινδουισμού.
Η αστυνομία την επικηρύσσει με παχυλότατη αμοιβή, αλλά η λαϊκή υποστήριξη που απολαμβάνει τη γλιτώνει από μπελάδες με τον νόμο.
Η Φουλάν δεν ξέχασε βέβαια ποτέ τον ατιμασμό της στο Μπεχμάι και σύντομα θα επέστρεφε για να εκδικηθεί…
Η Σφαγή του Μπεχμάι
Λίγο μετά την απόδρασή της από το κολαστήριο του Μπεχμάι, η Φουλάν Ντεβί και τα πρωτοπαλίκαρά της επέστρεψαν στο χωριό με αιμοβόρες διαθέσεις. Ο σκοπός τους ήταν να βρουν τους ληστές που είχαν επιτεθεί στη συμμορία τους και να τιμωρήσουν τους κατοίκους που είχαν επιδοθεί σε φρικαλεότητες στο ταλαίπωρο σώμα της αρχηγού.
Στις 14 Φεβρουαρίου 1981, την ώρα που η ανώτερη τάξη του χωριού ετοιμαζόταν για έναν γάμο, η Φουλάν και οι άντρες της ορμούν στο χωριό έχοντας σχεδιάσει προσεκτικά την επίθεση.
Η συμμορία χωρίστηκε σε τρεις ομάδες και κατάφερε να περικυκλώσει τον οικισμό συλλαμβάνοντας ακόμα και αυτούς που έτρεχαν να γλιτώσουν. Μεταξύ των κατοίκων αναγνώρισε όσους την είχαν βιάσει, στήνοντας 22 εξ αυτών στο απόσπασμα της αυτοδικίας.
Η ινδική «Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου» είχε μόλις γεννηθεί ως το πλέον πολύνεκρο εγκληματικό λουτρό αίματος που λάμβανε ποτέ χώρα στην Ινδία.
Η Φουλάν επικηρύσσεται εκ νέου με ακόμα μεγαλύτερη αμοιβή (στα 10.400 δολάρια!), αν και οι Αρχές ξέρουν ότι κανείς δεν επρόκειτο να την καταδώσει. Για το αιματοβαμμένο μακελειό μίλησε ακόμα και η Ίντιρα Γκάντι…
Σύλληψη και φυλάκιση
Παρά το ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσε η Αστυνομία για τη σύλληψή της με 2.000 άντρες και ένα ελικόπτερο, η τεράστια δημοτικότητα που απολάμβανε η Φουλάν στις φτωχές τάξεις σήμαινε κάλυψη και κρησφύγετα σε κάθε σπίτι που συναντούσε στο διάβα της.
Έπειτα από δυο άκαρπα χρόνια, η ινδική κυβέρνηση της πρότεινε έναν συμβιβασμό. Η Ντέβι, που είχε στο μεταξύ αρρωστήσει βαριά και είχε χάσει τους περισσότερους συντρόφους της, δέχτηκε, βάζοντας όμως τους δικούς της όρους για τις συνθήκες της κράτησής της.
Παραδόθηκε τελικά τον Φεβρουάριο του 1983 στην αστυνομία της Μαντία Πραντές, διαφεύγοντας τη σύλληψη από το μεγαλύτερο ανθρωποκυνηγητό που είχε στήσει ποτέ το ινδικό κράτος για δύο ολόκληρα χρόνια.
Οι όροι που έβαλε ήταν να πέσουν οι δικοί της στα μαλακά, καθώς στη συμφωνία προβλεπόταν πως κανένας ληστής δεν θα έμενε στη φυλακή για περισσότερο από 8 χρόνια (και δεν θα καταδικαζόταν σε θάνατο).
Η συμφωνία με την ομοσπονδιακή εισαγγελία προέβλεπε επίσης επιστροφή της πατρικής περιουσίας, που είχε υφαρπαχθεί παράνομα από την ανώτερη τάξη του χωριού της, αλλά και θέσεις εργασίας στο Δημόσιο για τους συγγενείς της.
Όσο για την παράδοσή της, έγινε πολύ μεγάλο γεγονός στην Ινδία, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν να δουν τη σχεδόν μυθική ηρωίδα να καταθέτει τα όπλα της. Παρά τη συμφωνία βέβαια, η Φουλάν παρέμεινε στη φυλακή για 11 χρόνια χωρίς να δικαστεί ποτέ.
Οι 48 κατηγορίες που τη βάρυναν, μεταξύ αυτών φόνοι, λεηλασίες, εμπρησμοί και απαγωγές, αποσύρθηκαν από το τοπικό δικαστήριο της Ούταρ Πραντές το 1994, μην αφήνοντας άλλη επιλογή στις ομοσπονδιακές αρχές παρά να την αφήσουν ελεύθερη, ακυρώνοντας ταυτοχρόνως τις επικηρύξεις της που ίσχυαν ακόμα…
Η Φουλάν κατέβηκε για πρώτη φορά σε εκλογική αναμέτρηση το 1991, όντας ακόμα πίσω από τα κάγκελα, αν και δεν βγήκε γιατί είχε αντιμέτωπους γνωστότατους αστέρες του Μπόλιγουντ.
Το 1994 αποφυλακίστηκε, δήλωσε σωφρονισμένη και μετανοημένη για το στυγερό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στο Μπεχμάι και δύο χρόνια αργότερα εκλέχτηκε βουλευτής με το σοσιαλιστικό κόμμα της Ινδίας. Την ίδια εποχή παντρεύτηκε και έναν ινδό νομοθέτη.
Κανείς δεν είχε ξεχάσει βέβαια τι αντιπροσώπευε άλλοτε η θυγατέρα της οργής, η οποία διψούσε τώρα για κοινωνική ισότητα και αναγνώριση του ρόλου της γυναίκας.
Το 1999 επανεκλέχτηκε στα βουλευτικά της καθήκοντα, όντας πια ακτιβίστρια υπέρ των κατατρεγμένων και καταπιεσμένων πληθυσμών της Ινδίας.
Την ίδια εποχή συντάχθηκε και η αυτοβιογραφία της, ένα σφοδρό κατηγορώ στο σύστημα με τις κάστες, για την οποία χρειάστηκαν δύο συγγραφείς, δεκαοχτώ μήνες δουλειάς και οχτώ ταξίδια στην Ινδία: «Δεν ξέρω ούτε να διαβάζω ούτε να γράφω. Αυτή είναι η ιστορία μου», εξομολογείται η Φουλάν στον πρόλογο…
Στις 25 Ιουλίου 2001 η Φουλάν Ντέβι δολοφονήθηκε έξω από την εξώπορτα της οικίας της στο Νέο Δελχί επιστρέφοντας στο σπίτι έπειτα από την πρωινή συνεδρίαση της Βουλής. Τρεις ένοπλοι άντρες άνοιξαν πυρ εναντίον της και εξαφανίστηκαν κατόπιν μέσα στην πόλη.
Ήδη από την πρώτη στιγμή όλοι υποδείκνυαν ως ενόχους τους κατοίκους του Μπεχμάι και πιθανότατα κάποιους από τους συγγενείς των νεκρών της σφαγής.
Χρόνια αργότερα, ένας από τους δολοφόνους της ομολόγησε την πράξη του, αποκαλύπτοντας ότι ενήργησε κατ’ εντολή των εύπορων κατοίκων του Μπεχμάι, που θέλησαν να εκδικηθούν την ομαδική δολοφονία των συμπατριωτών τους.
Η μυθιστορηματική ζωή της Φουλάν Ντέβι παραμένει ένα ιδιαίτερο κράμα πραγματικότητας και μύθου: η γυναίκα που μεγάλωσε χύνοντας αίμα πέθανε βουτηγμένη στο δικό της, προλαβαίνοντας εντωμεταξύ να κάνει τόσα πολλά για τόσους πολλούς.
Όπως ισχυρίστηκε από την πρώτη στιγμή ο ινδικός Τύπος, η Φουλάν πλήρωσε πιθανότατα την τόλμη της να υψώσει το μικρό της ανάστημα κόντρα στο βαθιά ριζωμένο σύστημα των κοινωνικών τάξεων της Ινδίας…
[Πηγή]