Τα περισσότερα αλλά και τα βασικότερα στοιχεία της καταγωγής του μυθολογικού συμβόλου της Λίλιθ βρίσκονται στο Ζοχάρ, τη Βίβλο της Λαμπρότητας, ένα παλιό εβραϊκό καβαλιστικό έργο του δέκατου τρίτου αιώνα....
Ωστόσο, με τα αρχέγονα χαρακτηριστικά του, τα χαρακτηριστικά, δηλαδή του θηλυκού όμορφου δαίμονα με τα μακριά μαύρα μαλλιά, ενυπάρχει, έστω και εν σπέρματι, στη σουμεριακή, βαβυλωνιακή, ασσυριακή, περσική, αραβική, τευτονική και φυσικά, εβραϊκή μυθολογία.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΛΙΛΙΘ
Τα περισσότερα αλλά και τα βασικότερα στοιχεία της καταγωγής του μυθολογικού συμβόλου της Λίλιθ βρίσκονται στο Ζοχάρ, τη Βίβλο της Λαμπρότητας, ένα παλιό εβραϊκό καβαλιστικό έργο του δέκατου τρίτου αιώνα. Ωστόσο, με τα αρχέγονα χαρακτηριστικά του, τα χαρακτηριστικά, δηλαδή του θηλυκού όμορφου δαίμονα με τα μακριά μαύρα μαλλιά, ενυπάρχει, έστω και εν σπέρματι, στη σουμεριακή, βαβυλωνιακή, ασσυριακή, περσική, αραβική, τευτονική και φυσικά, εβραϊκή μυθολογία.
Στη Σουμερία, γύρω στην Τρίτη χιλιετηρίδα π.Χ., αναφέρεται ως Λιλ, πνεύμα του αγέρα αλλά και καταστροφικός άνεμος. Στους Σημίτες της Μεσοποταμίας κατονομάζεται σαφώς ως Λίλιθ. Αργότερα η ονομασία αυτή θα συνενωθεί με την εβραϊκή λέξη Layil (Λαγίλ), που σημαίνει νύχτα, και θ’ αποκτήσει τα οριστικά πλέον χαρακτηριστικά της.
Γίνεται ο συγκεκριμένος προαναφερθείς θηλυκός δαίμονας της νύχτας, ο οποίος υποδουλώνει άντρες και γυναίκες που κοιμούνται μόνοι τους’ τους προκαλεί σεξουαλικά όνειρα, νυχτερινούς οργασμούς και βασανιστικές ονειρώξεις.
Ο βασικός μύθος ωστόσο της Λίλιθ ξεκινά από τη γραφή. Στη Γένεση Α 27 αναφέρεται: Και εποίησεν ο θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα θεού εποίησεν αυτόν, άρρεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. Όπως διαπιστώνει εύκολα κανείς, ο Αδάμ ή Άνθρωπος, αλλά και ο θεός επίσης, παρουσιάζονται εδώ ως ανδρόγυνοι. Γι’ αυτό και οι καβαλιστές υποστηρίζουν πως την ώρα που ο Ευλογημένος δημιούργησε-έπλασε τον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο, τον έπλασε ανδρόγυνο.
Το πλάσμα αυτό είχε δύο φύλα και δύο όψεις, μία προς κάθε κατεύθυνση. Αργότερα ο ευλογημένος διαχώρισε τον Αδάμ σε δύο όντα, δίνοντας στο καθένα από μία πλάτη. Η Λίλιθ, είναι λοιπόν, το θηλυκό μέρος του Αδάμ ή Αδαμάχ, η θηλυκή εβραϊκή λέξη για τη γη και το χώμα, μία και το αρχικό αυτό πλάσμα φτιάχτηκε απ’ αυτά τα υλικά.
Ο διαχωρισμός του ανδρόγυνου Αδάμ έγινε για να του δοθεί μία σύντροφος, γιατί η εμπειρία του από την ενστικτώδη συμπεριφορά των ζώων του Παραδείσου, δηλαδή τη συνεύρεση του καθενός με το ταίρι του, τον έκαναν να συνειδητοποιήσει τη μοναξιά του. Έτσι, ο θεός απέσπασε από τον Αδάμ το θηλυκό μέρος του για να του γίνει η σύντροφός του.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, και αφού είχε πραγματοποιηθεί ο διαχωρισμός, το ατελές προς ώρας πλάσμα Λίλιθ δέχτηκε την εωσφορική, δαιμονική επίδραση του ΣΑΤΑΝΑ, με αποτέλεσμα τα όντα που γεννούσε στη συνέχεια η Λίλιθ, μετά την ένωσή της με τον Αδάμ, να είναι διαβολικά -τερατόμορφα. Στο Ζοχάρ πάντα ο ραβίνος Συμεών δηλώνει:” Βρήκα γραμμένο σ’ ένα παλιό βιβλίο πως αυτό το θηλυκό δεν ήταν άλλο από την αρχική Λίλιθ που έμεινε μαζί του και συνέλαβε απ’ αυτόν”. (Ζοχάρ I, 34Β)
Στη συνέχεια, κάποια στιγμή η Λίλιθ εγκατέλειψε τον Αδάμ και κατέφυγε στις ερημιές της Ερυθράς Θάλασσας κι εκεί παντρεύτηκε με τον Διάβολο. Και τότε ο Ιεχωβά δημιούργησε, με τον γνωστό τρόπο, δηλαδή απ’ την πλευρά του Αδάμ, τη δεύτερη σύζυγο του, την υποτακτική Εύα.
«Η Λίλιθ, για να εκδικηθεί την ανθρώπινη σύζυγο του Αδάμ, παρότρυνε την Εύα να δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό και να συλλάβει τον Κάιν, αδερφό και φονιά του Άβελ», σημειώνει ο Μπόρχες. Ο θεός την τιμώρησε για την εξαπάτηση της αθώας Εύας κόβοντας τα πόδια του ερπετού, τη μορφή του οποίου είχε πάρει. Γι’ αυτό, κατά μία εκδοχή, η Λίλιθ δεν έχει χέρια και πόδια για περιπτύξεις και εναγκαλισμούς.
Μετά το αρχέγονο μυθολογικό της σχήμα, η μορφή της ποικίλλει. Μια πρώτη εκδοχή την παρουσιάζει με σώμα ερεθιστικά όμορφης γυναίκας από το κεφάλι μέχρι τη μέση, αλλά από κει και κάτω είναι πύρινη φλόγα. Μια άλλη εκδοχή, η συνηθέστερη, τη θέλει από τη μέση και πάνω πάντα σαγηνευτική, προκλητική και ακαταμάχητη γυναίκα και από τη μέση και κάτω ερπετό.
Στο Μεσαίωνα θα συναντηθεί ως Λίλι ή Λίλου δεν είναι πλέον φίδι αλλά φάντασμα της νύχτας ή τέρας ή δαίμονας «πού ρίχνεται σ΄αυτούς που κοιμούνται μονάχοι ή περπατούν στους έρημους δρόμους».
Η πιο διαδεδομένη παραλλαγή της είναι της γυναίκας με την υπνωτιστική ομορφιά, της οποίας όμως τα πόδια, παρόλο που είναι καλλίγραμμα, σκεπάζονται με πυκνές, σκληρές τρίχες, ιδιομορφία για την οποία ντρέπεται ιδιαιτέρως. Γι΄αυτό και δεν τα εκθέτει ποτέ σε κοινή θέα. Όταν, όμως, κάποιος άντρας τα δει κατά τύχη, είναι πλέον πολύ αργά γι’ αυτόν.
Όπως διαφαίνεται, ουσιαστικά η Λίλιθ είναι το πρωταρχικό, αρχέγονο πρότυπο του μετέπειτα βρικόλακα, του οποίου το μολυσμένο θανατηφόρο δάγκωμα ταξιδεύει ανάμεσα στους αιώνες. Εκτός από την επιθυμία του αίματος, η Λίλιθ έχει ακόμα την αρρωστημένη, ανίερη συνήθεια να παρακολουθεί αόρατη ζευγάρια που συνευρίσκονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, με πρόθεση να κλέψει σπέρμα απ’ αυτά προκειμένου να δημιουργήσει νέους δαίμονες.
Μισεί βαθύτατα τα παιδιά των ανθρώπων και τις μητέρες τους, επειδή τα δικά της είναι αποκρουστικά και τερατόμορφα, γι’ αυτό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να επέμβει στο μέλλον τους ή ακόμα να τα καταστρέψει.
Ο εβραϊκός μύθος της Λίλιθ παραπέμπει στον αρχαιοελληνικό μύθο του ανδρόγυνου’ επίσης δεν είναι και άσχετος με τον δαίμονα Άλην των Ελλήνων της Καππαδοκίας ή με τις πανάρχαιες εκείνες δοξασίες που θεωρούν γενικά ερμαφροδιτισμό ως πρώτη μορφή του ανθρώπου.
Μεταγενέστερες ιουδαϊκές παραδόσεις ονομάζουν Λίλιν δαίμονες της νύχτας, πλάσματα αντίστοιχα με την ελληνική στρίγκλα, λάμια, μορμώ, Αελλώ και άλλα ανάλογα σκοτεινά μυθικά όντα.
(Βλπ. σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο του Β.Α. Λαμπρόπουλου «Αγγελος Σικελιανός, ο αρχάγγελος της ποίησης» και ποίημα του Αγγελου Σικελιανού με τίτλο Λίλιθ).
Το μυθολογικό υπόστρωμα του βαμπιρισμού
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΛΙΛΙΘ Τα περισσότερα αλλά και τα βασικότερα στοιχεία της καταγωγής του μυθολογικού συμβόλου της Λίλιθ βρίσκονται στο Ζοχάρ, τη Βίβλο της Λαμπρότητας, ένα παλιό εβραϊκό καβαλιστικό έργο του δέκατου τρίτου αιώνα.
Ωστόσο, με τα αρχέγονα χαρακτηριστικά του, τα χαρακτηριστικά, δηλαδή του θηλυκού όμορφου δαίμονα με τα μακριά μαύρα μαλλιά, ενυπάρχει, έστω και εν σπέρματι, στη σουμεριακή, βαβυλωνιακή, ασσυριακή, περσική, αραβική, τευτονική και φυσικά, εβραϊκή μυθολογία.
Οι βρυκόλακες, βουρδούλακες βαμπίρ είναι αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκού θρύλου. Ένα κομμάτι που έχει το δικό του μυθολογικό υπόστρωμα πίσω από τις διακριτές εκφάνσεις της παγκόσμιας μυθολογίας. Για την Karen Thompson και τη μελέτη της για τη μυθολογία των βαμπίρ, οι βρυκόλακες αντιπροσωπεύουν ένα φάντασμα που έχει επιβληθεί μέσω του φόβου εδώ και αρκετούς αιώνες σχεδόν σε όλο τον κόσμο.
Οι δύο μύθοι που σχετίζονται με την προέλευση του βαμπίρ είναι παρόμοιοι και είναι πιθανώς, παραλλαγές στο ίδιο λαογραφικό μοτίβο. Ο πρώτος μύθος είναι η ιστορία της Λάμιας, της όμορφης βασίλισσας της Λιβύης που αγαπήθηκε από το Δία.
Ο δεύτερος μύθος αφορά στη Λίλιθ, την πρώτη σύζυγο του Αδάμ στη Βίβλο. Η Λίλιθ δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με τον Αδάμ, από τον ίδιο πηλό, και επομένως ήταν ίση του σε όλα τα πράγματα. Αρνήθηκε την υποακοή στον Αδάμ, έβγαλε φτερά και πέταξε μακριά του.
Οι άγγελοι βρήκαν την κρυψώνα της της και της είπαν ότι η τιμωρία της για την απομάκρυνσή της από τον Αδάμ ήταν πως θα πέθαιναν όλα τα παιδιά της. Βαθιά παραδομένη στη θλίψη, η Λίλιθ συλλογίστηκε την αυτοκτονία. Συγκινημένοι οι άγγελοι της έδωσαν πλήρη δικαιοδοσία πάνω στη ζωή των νεογνών, για την πρώτη εβδομάδα από γέννησή τους.
Σε πιο πρόσφατους χρόνους συναντάμε ξόρκια που αναφέρουν τη Λίλιθ με το όνομά της, για να την κρατήσουν μακριά από τα παιδιά. Ιδιαίτερη προσοχή λαμβάνεται έτσι ώστε να αποδοθεί το μωρό στη φύλαξη των αγγέλων, έτσι ώστε να προστατευθεί από τη ζηλοτυπία και της θλίψη της Λίλιθ για τα χαμένα παιδιά της.
Η Λίλιθ έγινε αργότερα η σύζυγος, η υποτιθέμενη σύζυγος του Εωσφόρου, ο οποίος περιγράφεται επίσης συχνά ως φίδι. Τα παιδιά της ένωσής τους έζησαν και έγιναν γνωστά ως δαίμονες. Να σημειώσουμε πως και η Λίλιθ επίσης παραπλανούσε τους νεαρούς άνδρες και τους σκότωνε. Τόσο η Λάμια όσο και η Λίλιθ έχουν μια ισχυρή σχέση με το φίδι.
Σε μια από τις μεταφράσεις της Βίβλου, συγκεκριμένα τη Vulgata, η μετάφραση του ονόματος Λίλιθ είναι Λάμια. Η λέξη Λίλιθ σημαίνει επίσης κουκουβάγια που βγάζει οξύ και διαπεραστικό ήχο και φάσμα ή φάντασμα. Η Λάμια και η Λίλιθ αποπλανούσαν και οι δύο τα αρσενικά θύματά τους και και τα οδηγούσαν στο θάνατο.
Η Ιστάρ, η Μεσοποταμιακή θεά της γονιμότητας, σκότωσε τους εραστές της με τον ίδιο τρόπο, αλλά δε δαιμονοποίθηκε όπως οι προκάτοχοί της, γεγονός που υποδεικνύει θρησκευτικές συγκρούσεις σε πανάρχαιες εποχές για την επικράτηση του αρσενικού στοιχείου στη λατρεία και τη σταδιακή αντικατάσταση της θεάς μετις δαιμονοποιημένες όψεις της.
Στην ίδια μακρινή αρχαιότητα η Λάμια και ο Λάμος ήταν παιδιά του Ποσειδώνα που λατρεύτηκαν ως θεοί. Η λατρεία τους έσβησε και υποβιβάστηκαν στη θέση δαιμόνων, όταν ήρθε ο Δίας στην εξουσία.
Ο φόβος του θανάτου και ο κάτω κόσμος
Ένας παράγοντας που συμβάλλει στη διαμόρφωση της ιδέας του βαμπίρ είναι ο φόβος των πρωτόγονων ανθρώπων για το θάνατο και οτιδήποτε συνδέεται μαζί του.. Κοινή στις πεποιθήσεις των πρωτόγονων ευρωπαϊκών λαών είναι η απαίτηση για ταφή του σώματος.
Για να περάσει η ψυχή σε οποιοδήποτε είδος αστρικού κόσμου πέρα από το θάνατο, προϋποτίθεται ο ενταφιασμός του σώματος. Το σώμα κρατά το πνεύμα στη γη. Με αυτόν τον τρόπο το πνεύμα δεσμεύεται έως ότου το υλικό σώμα καλυφθεί από τη γη και πάρει δρόμο του προς τη διάλυση.
Καθολική ανάμεσα στους Σλάβους είναι η πεποίθηση ότι μετά το θάνατο η ψυχή αιωρείται στη γη, κοντά στον τάφο, κι επισκέπτεται τους τόπους που γνώριζε εν ζωή. Στο τέλος των σαράντα ημερών προσπαθεί να επανεισέλθει στο σώμα της, που αποσυντίθεται στο μεταξύ. Η ψυχή αποκρούεται από την αποσύνθεση και αφήνει τη γη για το νέο αστρικό περιβάλλον της.
Επίσης, κοινή πεποίθηση για τους Έλληνες και τους Ρωμαίους της αρχαιότητας είναι η σχέση του φιδιού με την κατάσταση του θανάτου. Το φίδι εμφανίζεται πυκνά συχνά γύρω από τα νεκροταφεία και έτσι υποτίθεται ότι είναι η ενσωμάτωση της νεκρής ψυχής. Έγινε λοιπόν στο πέρασμα των αιώνων ένα σύμβολο του τάφου. Ο Ερμής, ο περαματάρης των νεκρών στον Άδη συμβολιζόταν συχνά με φίδι.
Οι αρχέγονοι λαοί δε θεώρησαν ποτέ ότι οι νεκροί διαχωρίζονται πλήρως από τους ζωντανούς. Ανάμεσα στους δύο κόσμους παρατηρείται μια έντονη αλληλεπίδραση με κοινές σφαίρες επιρροής. Γενικά θεωρούσαν πως οι νεκροί ζούσαν σε έναν κάτω κόσμο που συνδεόταν πολύ με τον τάφο.
Αρχικά θεωρούσαν πως ο κάτω κόσμος ήταν το ακριβές αντίγραφο του κόσμου των ζώντων, μια πεποίθηση που ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο ήλιος φαινόταν να πηγαίνει στον κάτω κόσμο όταν έδυε τη νύχτα.
Αργότερα δημιουργήθηκε η ιδέα του σκοτεινού και φρικτού κάτω κόσμου βάσει του τύπου του κάτω κόσμου που αφηγείται ο σουμερο - βαβυλωνιακός μύθος της Ιστάρ και της αναζήτησης του εραστή της Ταμούζ.
Δεδομένης μάλιστα της αρχαιότητας του μύθου, είναι πολύ πιθανό οι ελληνικές και ρωμαϊκές απόψεις να αναπτύχθηκαν από τούτη τη μεσοποτάμια ιδέα της κόλασης. Για τους πρώτους Ρωμαίους, η ψυχή αναπαυόταν με το σώμα μέσα στον τάφο. Σκεύη της καθημερινότητας σχετικά με τη συντήρηση της ζωής τοποθετούνταν μέσα και γύρω από τον τάφο για να στηρίξουν την ψυχή στη μετθανάτια ζωή της.
Η συνέχιση της ύπαρξης της ψυχής μετά από το θάνατο υπογραμμίστηκε λεπτομερώς. Οι Έλληνες, επίσης, πίστευαν στην αθανασία της ψυχής. Σε μια αντίληψη της μετά θάνατον ζωής, η ψυχή κατοικούσε με το σώμα στον τάφο και διατηρούσε την ύπαρξή της εκεί. Ο τάφος περιείχε επίσης "είδωλα" τη φτερωτή μορφή του νεκρού στον οποίο άνηκε ο τάφος.
Με τον τάφο σχετιζόταν και το φίδι αντιπροσωπευτικό των συλλογικών δυνάμεων των νεκρών, των δυνάμεων της ζωής, της μετενσάρκωσης και της αθανασίας της φυλής, Μέσω αυτής της τελευταίας εικόνας ότι ο τάφος έγινε ναός του φιδιού.
Μια άλλη αντίληψη για την εικόνα του κάτω κόσμου ήταν εκείνη σύμφωνα με την οποία όλες οι ψυχές συνυπήρχαν, η πιο κοινή εντύπωση της μετά θάνατον ζωής. Ο κάτω κόσμος ήταν σκοτεινός και θλιβερός και ο ήλιος ποτέ δεν έριχνε τις ακτίνες του στα δώματά του.
Οι ψυχές αποκαλούνταν " σκιές" και περιγράφονταν ως αναιμικά φάσματα, χωρίς τη δύναμη της ομιλίας ή η δυνατότητα να ικανοποιούν οποιαδήποτε από τις ανθρώπινες επιθυμίες. Στην Οδύσσεια περιγράφεται πως όταν ο Οδυσσέας επισκέφτηκε τον κάτω κόσμο, έπρεπε να αίμα για τροφή στα πνεύματα, για να μπορέσουν να μιλήσουν.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι φοβούνταν ιδιαίτερα την επιστροφή μιας κακόβουλης ψυχής και λάμβαναν μέτρα για την ανάπαυσή της. Έτσι, η κηδεία και ο τρόπος ενταφιασμού είχαν ένα διπλό σκοπό: την προστασία των ζώντων από την περιπλάνηση των θαμμένων ψυχών και την επιβεβαίωση της ανάπαυσης των ψυχών στον κάτω κόσμο.
Οι παραλλαγές που προέκυψαν στην πορεία του χρόνου, είχαν να κάνουν με τις ιδιαίτερες πτυχές αυτής πρακτικής που υπογράμμιζαν οι διαφορετικές φυλές με τα συγκεκριμένα έθιμά τους.
Προκειμένου να προστατευθούν οι ζωντανοί από τους νεκρούς, λαμβάνονταν ειδικές προφυλάξεις κατά τη διάρκεια της νεκρικής τελετής και στα μέσα του ενταφιασμού, όλες με στόχο να κρατήσουν τους νεκρούς στον τάφο.
Πριν φύγει ο νεκρός από την κατοικία, οι συγγενείς περπατούσαν γύρω της τρεις φορές, μια πρακτική γνωστή ως κύκλωσις με την οποία υπενθύμιζαν στο σώμα ότι έπρεπε να παραμείνει στον τάφο. Κατά την απομάκρυνση του σώματος από την οικία λαμβανόταν ιδιαίτερη μέριμνα έτσι ώστε ο νεκρός, ακόμη και αν όλα τα άλλα αποτύγχαναν, να μην είναι σε θέση να βρεί τον τρόπο του πίσω στο σπίτι.
Έβγαινε με τα πόδια μπροστά και τα μάτια δεμένα, έτσι ώστε δεν μπορούσε να "δει" πού πήγαινε. Δεδομένου επίσης ότι το βαμπίρ επέστρεφε πάντα για να επιτεθεί στους συγγενείς του πρώτα, αυτή η προφύλαξη ήταν ιδιαίτερα σημαντική.
Δεδομένου ότι η ψυχή μπορούσε να επιστρέψει από το ίδιο σημείο που χρησιμοποιήθηκε για την έξοδό της, συχνά το σώμα δε μεταφερόταν μέσω της πόρτας, αλλά μέσω κάποιου παραθύρου. Σε αρκετές περιπτώσεις γκρεμιζόταν ένα κομμάτι από τον τοίχο, περνούσε το σώμα και επισκευαζόταν κατόπιν. Το σκηνικό άλλαζε και το βαμπίρ δεν μπορούσε να επιστρέψει και να βλάψει την κατοικία και τους ενοίκους της.
Στον τόπο του ενταφιασμού λαμβάνονταν και άλλες προφυλάξεις. Το σώμα θαβόταν συχνά με το πρόσωπο προς τη γη για να μην μπορεί να βρει την έξοδο. Για να δεσμεύσουν το σώμα, ορισμένες πρωτόγονες φυλές της κεντρικής Ευρώπης έκοβαν τους τένοντες και τσάκιζαν τη σπονδυλική στήλη, προκειμένου να αποτρέψουν τη μετακίνηση, ενώ κάποιες άλλες προχωρούσαν σε ακρωτηριασμό του σώματος.
Μόλις θαβόταν ο νεκρός, λίθοι συσσωρεύονταν πάνω από τον τάφο κι έτσι δεν μπορούσε να διαταραχθεί ο τάφος. Μερικές φορές ο ενταφιασμός γινόταν σε κάποια προσωρινή αλλαγή της κοίτης ποταμού, καθώς το νερό θεωρείται ακόμη και σήμερα αποτελεσματικός φραγμός για την περιπλάνηση οποιουδήποτε πνεύματος.
Για τους νεκρούς που αυτοκτονούσαν οι διαδικασίες ήταν διαφορετικές. Συνήθως οι αυτόχειρες θάβονταν σε σταυροδρόμια με την καρδιά τους τρυπημένη με ένα παλούκι και με τα μέλη ακρωτηριασμένα. Με αυτόν τον τρόπο οι ζωντανοί πίστευαν ότι προστατεύονταν από τους νεκρούς που αψηφούσαν τους νόμους της φύσης και έβαζαν μόνοι τους τέλος στη ζωή τους. Μια ζωή στην οποία δικαιοδοσία έχει μόνον ο θάνατος.
Από κείμενο του Κ. Καλογερόπουλου, (MA) in Anthropology
[Πηγή]
Το είδαμε εδώ
Ωστόσο, με τα αρχέγονα χαρακτηριστικά του, τα χαρακτηριστικά, δηλαδή του θηλυκού όμορφου δαίμονα με τα μακριά μαύρα μαλλιά, ενυπάρχει, έστω και εν σπέρματι, στη σουμεριακή, βαβυλωνιακή, ασσυριακή, περσική, αραβική, τευτονική και φυσικά, εβραϊκή μυθολογία.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΛΙΛΙΘ
Τα περισσότερα αλλά και τα βασικότερα στοιχεία της καταγωγής του μυθολογικού συμβόλου της Λίλιθ βρίσκονται στο Ζοχάρ, τη Βίβλο της Λαμπρότητας, ένα παλιό εβραϊκό καβαλιστικό έργο του δέκατου τρίτου αιώνα. Ωστόσο, με τα αρχέγονα χαρακτηριστικά του, τα χαρακτηριστικά, δηλαδή του θηλυκού όμορφου δαίμονα με τα μακριά μαύρα μαλλιά, ενυπάρχει, έστω και εν σπέρματι, στη σουμεριακή, βαβυλωνιακή, ασσυριακή, περσική, αραβική, τευτονική και φυσικά, εβραϊκή μυθολογία.
Στη Σουμερία, γύρω στην Τρίτη χιλιετηρίδα π.Χ., αναφέρεται ως Λιλ, πνεύμα του αγέρα αλλά και καταστροφικός άνεμος. Στους Σημίτες της Μεσοποταμίας κατονομάζεται σαφώς ως Λίλιθ. Αργότερα η ονομασία αυτή θα συνενωθεί με την εβραϊκή λέξη Layil (Λαγίλ), που σημαίνει νύχτα, και θ’ αποκτήσει τα οριστικά πλέον χαρακτηριστικά της.
Γίνεται ο συγκεκριμένος προαναφερθείς θηλυκός δαίμονας της νύχτας, ο οποίος υποδουλώνει άντρες και γυναίκες που κοιμούνται μόνοι τους’ τους προκαλεί σεξουαλικά όνειρα, νυχτερινούς οργασμούς και βασανιστικές ονειρώξεις.
Ο βασικός μύθος ωστόσο της Λίλιθ ξεκινά από τη γραφή. Στη Γένεση Α 27 αναφέρεται: Και εποίησεν ο θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα θεού εποίησεν αυτόν, άρρεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. Όπως διαπιστώνει εύκολα κανείς, ο Αδάμ ή Άνθρωπος, αλλά και ο θεός επίσης, παρουσιάζονται εδώ ως ανδρόγυνοι. Γι’ αυτό και οι καβαλιστές υποστηρίζουν πως την ώρα που ο Ευλογημένος δημιούργησε-έπλασε τον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο, τον έπλασε ανδρόγυνο.
Το πλάσμα αυτό είχε δύο φύλα και δύο όψεις, μία προς κάθε κατεύθυνση. Αργότερα ο ευλογημένος διαχώρισε τον Αδάμ σε δύο όντα, δίνοντας στο καθένα από μία πλάτη. Η Λίλιθ, είναι λοιπόν, το θηλυκό μέρος του Αδάμ ή Αδαμάχ, η θηλυκή εβραϊκή λέξη για τη γη και το χώμα, μία και το αρχικό αυτό πλάσμα φτιάχτηκε απ’ αυτά τα υλικά.
Ο διαχωρισμός του ανδρόγυνου Αδάμ έγινε για να του δοθεί μία σύντροφος, γιατί η εμπειρία του από την ενστικτώδη συμπεριφορά των ζώων του Παραδείσου, δηλαδή τη συνεύρεση του καθενός με το ταίρι του, τον έκαναν να συνειδητοποιήσει τη μοναξιά του. Έτσι, ο θεός απέσπασε από τον Αδάμ το θηλυκό μέρος του για να του γίνει η σύντροφός του.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, και αφού είχε πραγματοποιηθεί ο διαχωρισμός, το ατελές προς ώρας πλάσμα Λίλιθ δέχτηκε την εωσφορική, δαιμονική επίδραση του ΣΑΤΑΝΑ, με αποτέλεσμα τα όντα που γεννούσε στη συνέχεια η Λίλιθ, μετά την ένωσή της με τον Αδάμ, να είναι διαβολικά -τερατόμορφα. Στο Ζοχάρ πάντα ο ραβίνος Συμεών δηλώνει:” Βρήκα γραμμένο σ’ ένα παλιό βιβλίο πως αυτό το θηλυκό δεν ήταν άλλο από την αρχική Λίλιθ που έμεινε μαζί του και συνέλαβε απ’ αυτόν”. (Ζοχάρ I, 34Β)
Στη συνέχεια, κάποια στιγμή η Λίλιθ εγκατέλειψε τον Αδάμ και κατέφυγε στις ερημιές της Ερυθράς Θάλασσας κι εκεί παντρεύτηκε με τον Διάβολο. Και τότε ο Ιεχωβά δημιούργησε, με τον γνωστό τρόπο, δηλαδή απ’ την πλευρά του Αδάμ, τη δεύτερη σύζυγο του, την υποτακτική Εύα.
«Η Λίλιθ, για να εκδικηθεί την ανθρώπινη σύζυγο του Αδάμ, παρότρυνε την Εύα να δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό και να συλλάβει τον Κάιν, αδερφό και φονιά του Άβελ», σημειώνει ο Μπόρχες. Ο θεός την τιμώρησε για την εξαπάτηση της αθώας Εύας κόβοντας τα πόδια του ερπετού, τη μορφή του οποίου είχε πάρει. Γι’ αυτό, κατά μία εκδοχή, η Λίλιθ δεν έχει χέρια και πόδια για περιπτύξεις και εναγκαλισμούς.
Μετά το αρχέγονο μυθολογικό της σχήμα, η μορφή της ποικίλλει. Μια πρώτη εκδοχή την παρουσιάζει με σώμα ερεθιστικά όμορφης γυναίκας από το κεφάλι μέχρι τη μέση, αλλά από κει και κάτω είναι πύρινη φλόγα. Μια άλλη εκδοχή, η συνηθέστερη, τη θέλει από τη μέση και πάνω πάντα σαγηνευτική, προκλητική και ακαταμάχητη γυναίκα και από τη μέση και κάτω ερπετό.
Στο Μεσαίωνα θα συναντηθεί ως Λίλι ή Λίλου δεν είναι πλέον φίδι αλλά φάντασμα της νύχτας ή τέρας ή δαίμονας «πού ρίχνεται σ΄αυτούς που κοιμούνται μονάχοι ή περπατούν στους έρημους δρόμους».
Η πιο διαδεδομένη παραλλαγή της είναι της γυναίκας με την υπνωτιστική ομορφιά, της οποίας όμως τα πόδια, παρόλο που είναι καλλίγραμμα, σκεπάζονται με πυκνές, σκληρές τρίχες, ιδιομορφία για την οποία ντρέπεται ιδιαιτέρως. Γι΄αυτό και δεν τα εκθέτει ποτέ σε κοινή θέα. Όταν, όμως, κάποιος άντρας τα δει κατά τύχη, είναι πλέον πολύ αργά γι’ αυτόν.
Όπως διαφαίνεται, ουσιαστικά η Λίλιθ είναι το πρωταρχικό, αρχέγονο πρότυπο του μετέπειτα βρικόλακα, του οποίου το μολυσμένο θανατηφόρο δάγκωμα ταξιδεύει ανάμεσα στους αιώνες. Εκτός από την επιθυμία του αίματος, η Λίλιθ έχει ακόμα την αρρωστημένη, ανίερη συνήθεια να παρακολουθεί αόρατη ζευγάρια που συνευρίσκονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, με πρόθεση να κλέψει σπέρμα απ’ αυτά προκειμένου να δημιουργήσει νέους δαίμονες.
Μισεί βαθύτατα τα παιδιά των ανθρώπων και τις μητέρες τους, επειδή τα δικά της είναι αποκρουστικά και τερατόμορφα, γι’ αυτό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να επέμβει στο μέλλον τους ή ακόμα να τα καταστρέψει.
Ο εβραϊκός μύθος της Λίλιθ παραπέμπει στον αρχαιοελληνικό μύθο του ανδρόγυνου’ επίσης δεν είναι και άσχετος με τον δαίμονα Άλην των Ελλήνων της Καππαδοκίας ή με τις πανάρχαιες εκείνες δοξασίες που θεωρούν γενικά ερμαφροδιτισμό ως πρώτη μορφή του ανθρώπου.
Μεταγενέστερες ιουδαϊκές παραδόσεις ονομάζουν Λίλιν δαίμονες της νύχτας, πλάσματα αντίστοιχα με την ελληνική στρίγκλα, λάμια, μορμώ, Αελλώ και άλλα ανάλογα σκοτεινά μυθικά όντα.
(Βλπ. σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο του Β.Α. Λαμπρόπουλου «Αγγελος Σικελιανός, ο αρχάγγελος της ποίησης» και ποίημα του Αγγελου Σικελιανού με τίτλο Λίλιθ).
Το μυθολογικό υπόστρωμα του βαμπιρισμού
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΛΙΛΙΘ Τα περισσότερα αλλά και τα βασικότερα στοιχεία της καταγωγής του μυθολογικού συμβόλου της Λίλιθ βρίσκονται στο Ζοχάρ, τη Βίβλο της Λαμπρότητας, ένα παλιό εβραϊκό καβαλιστικό έργο του δέκατου τρίτου αιώνα.
Ωστόσο, με τα αρχέγονα χαρακτηριστικά του, τα χαρακτηριστικά, δηλαδή του θηλυκού όμορφου δαίμονα με τα μακριά μαύρα μαλλιά, ενυπάρχει, έστω και εν σπέρματι, στη σουμεριακή, βαβυλωνιακή, ασσυριακή, περσική, αραβική, τευτονική και φυσικά, εβραϊκή μυθολογία.
Οι βρυκόλακες, βουρδούλακες βαμπίρ είναι αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκού θρύλου. Ένα κομμάτι που έχει το δικό του μυθολογικό υπόστρωμα πίσω από τις διακριτές εκφάνσεις της παγκόσμιας μυθολογίας. Για την Karen Thompson και τη μελέτη της για τη μυθολογία των βαμπίρ, οι βρυκόλακες αντιπροσωπεύουν ένα φάντασμα που έχει επιβληθεί μέσω του φόβου εδώ και αρκετούς αιώνες σχεδόν σε όλο τον κόσμο.
Οι δύο μύθοι που σχετίζονται με την προέλευση του βαμπίρ είναι παρόμοιοι και είναι πιθανώς, παραλλαγές στο ίδιο λαογραφικό μοτίβο. Ο πρώτος μύθος είναι η ιστορία της Λάμιας, της όμορφης βασίλισσας της Λιβύης που αγαπήθηκε από το Δία.
Ο δεύτερος μύθος αφορά στη Λίλιθ, την πρώτη σύζυγο του Αδάμ στη Βίβλο. Η Λίλιθ δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με τον Αδάμ, από τον ίδιο πηλό, και επομένως ήταν ίση του σε όλα τα πράγματα. Αρνήθηκε την υποακοή στον Αδάμ, έβγαλε φτερά και πέταξε μακριά του.
Οι άγγελοι βρήκαν την κρυψώνα της της και της είπαν ότι η τιμωρία της για την απομάκρυνσή της από τον Αδάμ ήταν πως θα πέθαιναν όλα τα παιδιά της. Βαθιά παραδομένη στη θλίψη, η Λίλιθ συλλογίστηκε την αυτοκτονία. Συγκινημένοι οι άγγελοι της έδωσαν πλήρη δικαιοδοσία πάνω στη ζωή των νεογνών, για την πρώτη εβδομάδα από γέννησή τους.
Σε πιο πρόσφατους χρόνους συναντάμε ξόρκια που αναφέρουν τη Λίλιθ με το όνομά της, για να την κρατήσουν μακριά από τα παιδιά. Ιδιαίτερη προσοχή λαμβάνεται έτσι ώστε να αποδοθεί το μωρό στη φύλαξη των αγγέλων, έτσι ώστε να προστατευθεί από τη ζηλοτυπία και της θλίψη της Λίλιθ για τα χαμένα παιδιά της.
Η Λίλιθ έγινε αργότερα η σύζυγος, η υποτιθέμενη σύζυγος του Εωσφόρου, ο οποίος περιγράφεται επίσης συχνά ως φίδι. Τα παιδιά της ένωσής τους έζησαν και έγιναν γνωστά ως δαίμονες. Να σημειώσουμε πως και η Λίλιθ επίσης παραπλανούσε τους νεαρούς άνδρες και τους σκότωνε. Τόσο η Λάμια όσο και η Λίλιθ έχουν μια ισχυρή σχέση με το φίδι.
Σε μια από τις μεταφράσεις της Βίβλου, συγκεκριμένα τη Vulgata, η μετάφραση του ονόματος Λίλιθ είναι Λάμια. Η λέξη Λίλιθ σημαίνει επίσης κουκουβάγια που βγάζει οξύ και διαπεραστικό ήχο και φάσμα ή φάντασμα. Η Λάμια και η Λίλιθ αποπλανούσαν και οι δύο τα αρσενικά θύματά τους και και τα οδηγούσαν στο θάνατο.
Η Ιστάρ, η Μεσοποταμιακή θεά της γονιμότητας, σκότωσε τους εραστές της με τον ίδιο τρόπο, αλλά δε δαιμονοποίθηκε όπως οι προκάτοχοί της, γεγονός που υποδεικνύει θρησκευτικές συγκρούσεις σε πανάρχαιες εποχές για την επικράτηση του αρσενικού στοιχείου στη λατρεία και τη σταδιακή αντικατάσταση της θεάς μετις δαιμονοποιημένες όψεις της.
Στην ίδια μακρινή αρχαιότητα η Λάμια και ο Λάμος ήταν παιδιά του Ποσειδώνα που λατρεύτηκαν ως θεοί. Η λατρεία τους έσβησε και υποβιβάστηκαν στη θέση δαιμόνων, όταν ήρθε ο Δίας στην εξουσία.
Ο φόβος του θανάτου και ο κάτω κόσμος
Ένας παράγοντας που συμβάλλει στη διαμόρφωση της ιδέας του βαμπίρ είναι ο φόβος των πρωτόγονων ανθρώπων για το θάνατο και οτιδήποτε συνδέεται μαζί του.. Κοινή στις πεποιθήσεις των πρωτόγονων ευρωπαϊκών λαών είναι η απαίτηση για ταφή του σώματος.
Για να περάσει η ψυχή σε οποιοδήποτε είδος αστρικού κόσμου πέρα από το θάνατο, προϋποτίθεται ο ενταφιασμός του σώματος. Το σώμα κρατά το πνεύμα στη γη. Με αυτόν τον τρόπο το πνεύμα δεσμεύεται έως ότου το υλικό σώμα καλυφθεί από τη γη και πάρει δρόμο του προς τη διάλυση.
Καθολική ανάμεσα στους Σλάβους είναι η πεποίθηση ότι μετά το θάνατο η ψυχή αιωρείται στη γη, κοντά στον τάφο, κι επισκέπτεται τους τόπους που γνώριζε εν ζωή. Στο τέλος των σαράντα ημερών προσπαθεί να επανεισέλθει στο σώμα της, που αποσυντίθεται στο μεταξύ. Η ψυχή αποκρούεται από την αποσύνθεση και αφήνει τη γη για το νέο αστρικό περιβάλλον της.
Επίσης, κοινή πεποίθηση για τους Έλληνες και τους Ρωμαίους της αρχαιότητας είναι η σχέση του φιδιού με την κατάσταση του θανάτου. Το φίδι εμφανίζεται πυκνά συχνά γύρω από τα νεκροταφεία και έτσι υποτίθεται ότι είναι η ενσωμάτωση της νεκρής ψυχής. Έγινε λοιπόν στο πέρασμα των αιώνων ένα σύμβολο του τάφου. Ο Ερμής, ο περαματάρης των νεκρών στον Άδη συμβολιζόταν συχνά με φίδι.
Οι αρχέγονοι λαοί δε θεώρησαν ποτέ ότι οι νεκροί διαχωρίζονται πλήρως από τους ζωντανούς. Ανάμεσα στους δύο κόσμους παρατηρείται μια έντονη αλληλεπίδραση με κοινές σφαίρες επιρροής. Γενικά θεωρούσαν πως οι νεκροί ζούσαν σε έναν κάτω κόσμο που συνδεόταν πολύ με τον τάφο.
Αρχικά θεωρούσαν πως ο κάτω κόσμος ήταν το ακριβές αντίγραφο του κόσμου των ζώντων, μια πεποίθηση που ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο ήλιος φαινόταν να πηγαίνει στον κάτω κόσμο όταν έδυε τη νύχτα.
Αργότερα δημιουργήθηκε η ιδέα του σκοτεινού και φρικτού κάτω κόσμου βάσει του τύπου του κάτω κόσμου που αφηγείται ο σουμερο - βαβυλωνιακός μύθος της Ιστάρ και της αναζήτησης του εραστή της Ταμούζ.
Δεδομένης μάλιστα της αρχαιότητας του μύθου, είναι πολύ πιθανό οι ελληνικές και ρωμαϊκές απόψεις να αναπτύχθηκαν από τούτη τη μεσοποτάμια ιδέα της κόλασης. Για τους πρώτους Ρωμαίους, η ψυχή αναπαυόταν με το σώμα μέσα στον τάφο. Σκεύη της καθημερινότητας σχετικά με τη συντήρηση της ζωής τοποθετούνταν μέσα και γύρω από τον τάφο για να στηρίξουν την ψυχή στη μετθανάτια ζωή της.
Η συνέχιση της ύπαρξης της ψυχής μετά από το θάνατο υπογραμμίστηκε λεπτομερώς. Οι Έλληνες, επίσης, πίστευαν στην αθανασία της ψυχής. Σε μια αντίληψη της μετά θάνατον ζωής, η ψυχή κατοικούσε με το σώμα στον τάφο και διατηρούσε την ύπαρξή της εκεί. Ο τάφος περιείχε επίσης "είδωλα" τη φτερωτή μορφή του νεκρού στον οποίο άνηκε ο τάφος.
Με τον τάφο σχετιζόταν και το φίδι αντιπροσωπευτικό των συλλογικών δυνάμεων των νεκρών, των δυνάμεων της ζωής, της μετενσάρκωσης και της αθανασίας της φυλής, Μέσω αυτής της τελευταίας εικόνας ότι ο τάφος έγινε ναός του φιδιού.
Μια άλλη αντίληψη για την εικόνα του κάτω κόσμου ήταν εκείνη σύμφωνα με την οποία όλες οι ψυχές συνυπήρχαν, η πιο κοινή εντύπωση της μετά θάνατον ζωής. Ο κάτω κόσμος ήταν σκοτεινός και θλιβερός και ο ήλιος ποτέ δεν έριχνε τις ακτίνες του στα δώματά του.
Οι ψυχές αποκαλούνταν " σκιές" και περιγράφονταν ως αναιμικά φάσματα, χωρίς τη δύναμη της ομιλίας ή η δυνατότητα να ικανοποιούν οποιαδήποτε από τις ανθρώπινες επιθυμίες. Στην Οδύσσεια περιγράφεται πως όταν ο Οδυσσέας επισκέφτηκε τον κάτω κόσμο, έπρεπε να αίμα για τροφή στα πνεύματα, για να μπορέσουν να μιλήσουν.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι φοβούνταν ιδιαίτερα την επιστροφή μιας κακόβουλης ψυχής και λάμβαναν μέτρα για την ανάπαυσή της. Έτσι, η κηδεία και ο τρόπος ενταφιασμού είχαν ένα διπλό σκοπό: την προστασία των ζώντων από την περιπλάνηση των θαμμένων ψυχών και την επιβεβαίωση της ανάπαυσης των ψυχών στον κάτω κόσμο.
Οι παραλλαγές που προέκυψαν στην πορεία του χρόνου, είχαν να κάνουν με τις ιδιαίτερες πτυχές αυτής πρακτικής που υπογράμμιζαν οι διαφορετικές φυλές με τα συγκεκριμένα έθιμά τους.
Προκειμένου να προστατευθούν οι ζωντανοί από τους νεκρούς, λαμβάνονταν ειδικές προφυλάξεις κατά τη διάρκεια της νεκρικής τελετής και στα μέσα του ενταφιασμού, όλες με στόχο να κρατήσουν τους νεκρούς στον τάφο.
Πριν φύγει ο νεκρός από την κατοικία, οι συγγενείς περπατούσαν γύρω της τρεις φορές, μια πρακτική γνωστή ως κύκλωσις με την οποία υπενθύμιζαν στο σώμα ότι έπρεπε να παραμείνει στον τάφο. Κατά την απομάκρυνση του σώματος από την οικία λαμβανόταν ιδιαίτερη μέριμνα έτσι ώστε ο νεκρός, ακόμη και αν όλα τα άλλα αποτύγχαναν, να μην είναι σε θέση να βρεί τον τρόπο του πίσω στο σπίτι.
Έβγαινε με τα πόδια μπροστά και τα μάτια δεμένα, έτσι ώστε δεν μπορούσε να "δει" πού πήγαινε. Δεδομένου επίσης ότι το βαμπίρ επέστρεφε πάντα για να επιτεθεί στους συγγενείς του πρώτα, αυτή η προφύλαξη ήταν ιδιαίτερα σημαντική.
Δεδομένου ότι η ψυχή μπορούσε να επιστρέψει από το ίδιο σημείο που χρησιμοποιήθηκε για την έξοδό της, συχνά το σώμα δε μεταφερόταν μέσω της πόρτας, αλλά μέσω κάποιου παραθύρου. Σε αρκετές περιπτώσεις γκρεμιζόταν ένα κομμάτι από τον τοίχο, περνούσε το σώμα και επισκευαζόταν κατόπιν. Το σκηνικό άλλαζε και το βαμπίρ δεν μπορούσε να επιστρέψει και να βλάψει την κατοικία και τους ενοίκους της.
Στον τόπο του ενταφιασμού λαμβάνονταν και άλλες προφυλάξεις. Το σώμα θαβόταν συχνά με το πρόσωπο προς τη γη για να μην μπορεί να βρει την έξοδο. Για να δεσμεύσουν το σώμα, ορισμένες πρωτόγονες φυλές της κεντρικής Ευρώπης έκοβαν τους τένοντες και τσάκιζαν τη σπονδυλική στήλη, προκειμένου να αποτρέψουν τη μετακίνηση, ενώ κάποιες άλλες προχωρούσαν σε ακρωτηριασμό του σώματος.
Μόλις θαβόταν ο νεκρός, λίθοι συσσωρεύονταν πάνω από τον τάφο κι έτσι δεν μπορούσε να διαταραχθεί ο τάφος. Μερικές φορές ο ενταφιασμός γινόταν σε κάποια προσωρινή αλλαγή της κοίτης ποταμού, καθώς το νερό θεωρείται ακόμη και σήμερα αποτελεσματικός φραγμός για την περιπλάνηση οποιουδήποτε πνεύματος.
Για τους νεκρούς που αυτοκτονούσαν οι διαδικασίες ήταν διαφορετικές. Συνήθως οι αυτόχειρες θάβονταν σε σταυροδρόμια με την καρδιά τους τρυπημένη με ένα παλούκι και με τα μέλη ακρωτηριασμένα. Με αυτόν τον τρόπο οι ζωντανοί πίστευαν ότι προστατεύονταν από τους νεκρούς που αψηφούσαν τους νόμους της φύσης και έβαζαν μόνοι τους τέλος στη ζωή τους. Μια ζωή στην οποία δικαιοδοσία έχει μόνον ο θάνατος.
Από κείμενο του Κ. Καλογερόπουλου, (MA) in Anthropology
[Πηγή]
Το είδαμε εδώ