.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Το πρώτο λιθόκτιστο θέατρο πίσω από τη Δημοτική Αγορά

Κομψό για την εποχή του μικρό και με ιταλικό στιλ
 Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη λειτουργία του πρώτου λιθόκτιστου θεάτρου, το οποίο έμεινε γνωστό στην ιστορία ως θέατρο Μπούκουρα....

Όταν χειμερινό και ιδιαίτερα κομψό για την εποχή του. Οπως γράψαμε άλλοτε, βρισκόταν πίσω από τη Δημοτική Αγορά των Αθηνών και την πλατεία Βαρβακείου, δηλαδή στη σημερινή πλατεία Θεάτρου.

Διατηρεί ευτυχώς το όνομά της σε ανάμνηση εκείνου του πρώτου σημαντικού τεμένους της θεατρικής τέχνης. Το θέατρο αυτό ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1840 και κατεδαφίσθηκε εγκαταλελειμμένο το 1896-97. Στη θέση του ανεγέρθηκε η Διπλάρειος Σχολή της Ελληνικής Βιοτεχνικής Εταιρείας.

Το θέατρο Μπούκουρα ήταν κομψό για την εποχή του, μικρό και ιταλικού στιλ. Η πλατεία του ήταν χωρισμένη στη μέση και είχε μόνον μία είσοδο, στο κέντρο, και ακόμη μία που άνοιγε μόνον για τους βασιλιάδες. Στις πλαϊνές πλευρές του δεν είχε ανοίγματα ή πόρτες.

Τα πρώτα καθίσματά του ήταν προορισμένα για τους αξιωματικούς. Στην πλατεία υπήρχαν δύο κατηγορίες θέσεων, πρώτης και δευτέρας. Υπήρχαν επίσης τρεις σειρές θεωρείων, τα οποία αποκαλούσαν «πάλκα» και ήταν ιδιόκτητα ή ενοικιασμένα.

Μπορούσε δηλαδή όποιος είχε την οικονομική ευχέρεια να αγοράσει το «πάλκο» του, που μεταβιβαζόταν με κανονική συμβολαιογραφική πράξη. Επίσης μπορούσε να το νοικιάσει με τη σεζόν.

Υπήρχε όμως και υπερώο, η «γαλαρία», όπως τη γνωρίσαμε οι νεότεροι στις διάφορες αίθουσες, και ήταν πάντα θορυβώδης. Από εκεί ακούγονταν φωνές και το περίφημο «κο, κο, κο...» που σήμαινε ότι οι θαμώνες της «γαλαρίας» ήθελαν να ακούσουν ελληνική μουσική!

Την ορχήστρα αποτελούσαν συνήθως οι μουσικοί της Φρουράς και μερικά έγχορδα όργανα. Μεταξύ των τελευταίων διέπρεπε -ως βιολιστής- ο Ιταλός Φρειδερίκος Μπολωνίνης, ο οποίος δημιούργησε γενιά ολόκληρη μουσικών στην Αθήνα.

Επίσης, ακόμη δύο Ιταλοί, οι Φεράρα και Γουίδας, έπαιζαν βιόλα και βιολοντσέλο. Η «γαλαρία» έδινε και το σύνθημα για τα χειροκροτήματα, τα παλαμάκια όπως τα αποκαλούσαν, ή τις αποδοκιμασίες.

Οι τελευταίες περιελάμβαναν σφυρίγματα αλλά και το πέταγμα κερμάτων και λαχανικών επί της σκηνής! Καλαμπουρίζοντας στα διαλείμματα, πετούσαν από τη «γαλαρία» στη σάλα φουσκωμένα μπαλόνια.

Άλλη συνήθεια ήταν να εξαπολύονται, από τα θεωρεία προς τη σκηνή, άσπρα περιστέρια με χρωματιστές κορδελίτσες στα πόδια τους.

Αυτός ήταν ένας τρόπος θαυμασμού των θεατών, οι οποίοι πρόσφεραν και μπουκέτα με λουλούδια. Οταν έμεναν ικανοποιημένοι και ήθελαν να ακούσουν ξανά μουσικά τεμάχια, φώναζαν «μπιζ, μπιζ, μπιζ», δηλαδή μπίζαραν. Υπήρχε όμως τότε και η περίφημη συνήθεια της μπενιφιτσιάτας, της ευεργετικής, της τιμητικής παράστασης, όπως λεγόταν αργότερα.

Ο ιμπρεσάριος καθόταν στην είσοδο έχοντας μπροστά του ένα τραπέζι με δύο αναμμένα κηροπήγια και σκεπασμένο με πράσινη τσόχα. Πάνω στην τσόχα υπήρχε ασημένιος δίσκος, στον οποίο οι εισερχόμενοι έριχναν τις προσφορές τους σε χρήμα ή σε δώρα: καρφίτσες χρυσές ή σκουλαρίκια, ένα βραχιόλι, οτιδήποτε ήθελε ο καθένας.

Ο ιμπρεσάριος ευχαριστούσε με ελαφρά υπόκλιση. Εννοείται πως τα περισσότερα από αυτά τα δώρα ήταν για τις πριμαντόνες, που συνήθιζαν να έχουν πολλούς εραστές και... θύματα στην Αθήνα. Παροιμιώδες έμεινε το μπενεφίτσιο της Βιβιάνι, που μάζεψε όλο το χρήμα της πόλης, όπως έγραφε ο Στ. Στεφάνου!

Ο εντυπωσιακός πολυέλαιος

Από το μέσο του ταβανιού κρεμόταν πολυέλαιος με κεριά, αφού τα πρώτα χρόνια το θέατρο φωτιζόταν με κεριά και λάδι. Στα τέλη της βασιλείας του Οθωνα απέκτησε φωτισμό με γκάζι.

Είχε όμως και βασιλικό θεωρείο το θέατρο Μπούκουρα, το οποίο βρισκόταν κολλητά στη σκηνή και προς τα δεξιά της, ενώ στο μέσο βρισκόταν το θεωρείο της Αυλής.

Τα καθίσματα ήταν ντυμένα με κόκκινα βελούδα. Το θέατρο διέθετε βεβαίως και καφενείο, το οποίο λειτουργούσε και ως καπνιστήριο.

Ελευθέριος Σκιαδάς

[Πηγή]