Ολόκληρη η περιοχή του Έβρου είχε το προνόμιο κατά την Βυζαντινή εποχή να είναι μια από τις κοντινότερες επαρχίες στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη. Οι σπουδαίες πόλεις της εποχής, το Διδυμότειχο και το Πύθιο ήταν στρατηγικά τοποθετημένες στα....
περάσματα που οδηγούσαν από τα Βαλκάνια στη Βασιλεύουσα.
Έτσι, οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου φρόντισαν να τις οχυρώσουν κατά τον καλύτερο τρόπο, χτίζοντας απόρθητα κάστρα που στέκουν ακλόνητα εκατοντάδες χρόνια αργότερα.
Μια επίσκεψη στα κάστρα του Έβρου αρκεί για να πειστείτε για την σπουδαιότητα και τη μεγαλοπρέπεια που είχαν κατά την ακμή τους. Οι παλιές βυζαντινές καστροπολιτείες με τις εκκλησίες, τους πύργους και τα πανύψηλα τείχη τους δέχονται επισκέπτες κατά χιλιάδες, καθώς ακόμα και σήμερα αποπνέουν την αίγλη του παρελθόντος.
Το Κάστρο του Καλέ στο Διδυμότειχο: Είναι η πιο γνωστή καστροπολιτεία της Θράκης. Στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το Διδυμότειχο ήταν σημαντικό κέντρο, εμπορικό, διοικητικό και στρατιωτικό.
Το Κάστρο του Καλέ ήταν μια ισχυρότατη οχυρωμένη πόλη – κάστρο για πολλούς αιώνες. Υπολογίζεται πως δημιουργήθηκε τον 6ο αιώνα, ενώ στο απόγειό του έγινε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας δύο φορές, τον 14ο αιώνα. Σήμερα το τείχος του Κάστρου σώζεται σε μήκος ενός χιλιομέτρου σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, ενώ σε πολλά σημεία το ύψος του φτάνει τα δώδεκα μέτρα.
Οι 24 πύργοι στέκουν αγέρωχοι για περισσότερα από 1000 χρόνια. Όλοι φέρουν μονογράμματα, επιγραφές ή σύμβολα από τους άρχοντες που τους κατασκεύασαν. Το Κάστρο του Καλέ είναι χτισμένο πάνω σε λόφο και ξεχωρίζει από μακριά. Για να το προσεγγίσει ο επισκέπτης, ξεκινά από την κεντρική πλατεία του Διδυμοτείχου και ακολουθεί τον λιθόστρωτο ανηφορικό δρόμο, προς την είσοδό του. Μια μικρή πλατεία που μοιάζει με εξώστη είναι η αφετηρία της διαδρομής στο Κάστρο.
Ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αθανασίου που συναντάμε στην συνέχεια είναι κτίσμα του 1843, κατασκευασμένο όμως σε παλαιότερη βυζαντινή εκκλησία, που διακρίνεται ακόμη στο βόρειο τμήμα του. Οι εικόνες του ξυλόγλυπτου τέμπλου είναι αφιερώματα των συντεχνιών της πόλης. Το φιδίσιο δρομάκι που περνάει ανάμεσα από τα κτίσματα και μας μεταφέρει στην «καρδιά» του κάστρου και ταυτόχρονα σε μια άλλη εποχή.
Ένα ναΰδριο που μοιάζει με αρχαίο βωμό και φέρει μια μαρμάρινη εικόνα του Αγίου Δημητρίου – με χαρακτηριστικά που θυμίζουν τον Θράκα Ιππέα – ξεχωρίζει, όπως επίσης και η επιγραφή με το όνομα του Ραούλ Ασάνη Παλαιολόγου, Βυζαντινού Πρίγκιπα. Ο στρογγυλός πύργος, ο «Κουλάς της Βασιλοπούλας», που βλέπουμε, φέρει το μονόγραμμα του Χριστού και συνοδεύεται από τον θρύλο της βασιλοπούλας:
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το Κάστρο του Καλέ, η κόρη του βασιλιά έπεσε από εδώ και αυτοκτόνησε, μη μπορώντας να το αντέξει – είναι η μία εκδοχή, ενώ σύμφωνα με μια άλλη, η ίδια βασιλοπούλα ήταν υπεύθυνη που έπεσε το απόρθητο κάστρο με «μπαμπεσιά», καθώς δεν υπήρχε άλλος τρόπος και τότε αυτοκτόνησε, πηδώντας από τον πύργο πάνω στο άσπρο άλογό της.
Κάστρο του Πυθίου: Ο κεντρικός πύργος του διατηρείται ως σήμερα μεγαλοπρεπέστατος και αποτελεί σημαντικό δείγμα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής στον ελλαδικό χώρο. Το Κάστρο του Πυθίου είναι χτισμένο σε χαμηλό γήλοφο στις παρυφές του σύγχρονου οικισμού, 14 χλμ από το Διδυμότειχο.
Ιδρύθηκε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, με αφορμή τις εσωτερικές έριδες για τον βυζαντινό θρόνο: ο Ιωάννης ΣΤ’ Κατακουζηνός διεκδικούσε την αυτοκρατορία από τον νόμιμο διάδοχο Ιωάννη Γ’ Παλαιολόγο και προχώρησε στην κατασκευή του φρουρίου στο σημείο αυτό για να ελέγχει την κοιλάδα του Έβρου.
Όταν χτίστηκε αποτελούταν από δύο περιβόλους, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό, με πύργους σε κάθε γωνία τους, ενώ στο σημείο που ενώνονταν υπήρχαν οι δύο κεντρικοί πύργοι που σώζονται ως σήμερα.
Ο μεγαλύτερος από τους πύργους ήταν η κατοικία του επίδοξου αυτοκράτορα και της συνοδείας του και είναι τριώροφος, σχεδόν τετράγωνος, με μήκος πλευράς 15 μέτρα. Μια κτιστή σκάλα στην ανατολική πλευρά οδηγεί στους ορόφους και το δώμα. Ο δεύτερος, μικρότερος πύργος του Κάστρο, είναι επίσης σχεδόν τετράγωνος, με μήκος πλευράς περίπου 7,5 μέτρα, ενώ διατηρείται σε ύψος 20 μέτρων. Οι τέσσερις όροφοι που τον αποτελούν στεγάζονται με θόλους.
Κάστρο Άβαντα: Βρίσκεται έξω από το χωριό Άβαντας, δέκα χιλιόμετρα από την Αλεξανδρούπολη. Ολόκληρη η περιοχή έχει διάσπαρτα κάστρα σε λοφίσκους και βράχους που επιτρέπουν την επόπτευση της πεδιάδας και του περάσματος από την Ροδόπη και την Κομοτηνή.
Το Κάστρο του Άβαντα λέγεται αλλιώς Μποζ-Τεπέ, από το ομώνυμο ύψωμα που είναι χτισμένο. Τα ερείπιά του δεν φαίνονται καθόλου, παρά μόνο αφού τα προσεγγίσει κανείς.
Η ανάβαση γίνεται από την δυτική πλευρά του λόφου και διαρκεί περίπου 20 λεπτά. Σώζεται μια μεγαλοπρεπής πύλη, με δύο ψηλούς πύργους εκατέρωθεν και οι επάλξεις του κάστρου, με τα σκαλοπάτια που οδηγούν ως εκεί.
Η θέα όλης της πεδιάδας από τις πολεμίστρες δικαιολογεί απόλυτα την κατασκευή του στο σημείο αυτό. Τα ερείπια που βλέπει ο επισκέπτης σήμερα χρονολογούνται του 13ου αιώνα, αν και στο σημείο υπάρχουν ευρήματα ήδη από την μυκηναϊκή περίοδο.
Κάστρο Ποτάμου: Βρίσκεται επίσης στον επαρχιακό δρόμο που ενώνει την Αλεξανδρούπολη με τον Άβαντα. Από μακριά μπορεί κανείς να δει τους τρεις εντυπωσιακούς μεσαιωνικούς πύργους του, που είναι τετράγωνοι και περιβάλλονται από διπλό τείχος.
Υπολογίζεται πως κατασκευάστηκε από τους Γατελούζους, τους Γενουάτες κατακτητές της περιοχής, τον 13ο αιώνα, πάνω σε αρχαία λείψανα της προϊστορικής περιόδου, με συνέχεια κατά την αρχαϊκή, αλλά και την πρώτη βυζαντινή περίοδο.
[Πηγή]
περάσματα που οδηγούσαν από τα Βαλκάνια στη Βασιλεύουσα.
Έτσι, οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου φρόντισαν να τις οχυρώσουν κατά τον καλύτερο τρόπο, χτίζοντας απόρθητα κάστρα που στέκουν ακλόνητα εκατοντάδες χρόνια αργότερα.
Μια επίσκεψη στα κάστρα του Έβρου αρκεί για να πειστείτε για την σπουδαιότητα και τη μεγαλοπρέπεια που είχαν κατά την ακμή τους. Οι παλιές βυζαντινές καστροπολιτείες με τις εκκλησίες, τους πύργους και τα πανύψηλα τείχη τους δέχονται επισκέπτες κατά χιλιάδες, καθώς ακόμα και σήμερα αποπνέουν την αίγλη του παρελθόντος.
Το Κάστρο του Καλέ στο Διδυμότειχο: Είναι η πιο γνωστή καστροπολιτεία της Θράκης. Στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το Διδυμότειχο ήταν σημαντικό κέντρο, εμπορικό, διοικητικό και στρατιωτικό.
Το Κάστρο του Καλέ ήταν μια ισχυρότατη οχυρωμένη πόλη – κάστρο για πολλούς αιώνες. Υπολογίζεται πως δημιουργήθηκε τον 6ο αιώνα, ενώ στο απόγειό του έγινε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας δύο φορές, τον 14ο αιώνα. Σήμερα το τείχος του Κάστρου σώζεται σε μήκος ενός χιλιομέτρου σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, ενώ σε πολλά σημεία το ύψος του φτάνει τα δώδεκα μέτρα.
Οι 24 πύργοι στέκουν αγέρωχοι για περισσότερα από 1000 χρόνια. Όλοι φέρουν μονογράμματα, επιγραφές ή σύμβολα από τους άρχοντες που τους κατασκεύασαν. Το Κάστρο του Καλέ είναι χτισμένο πάνω σε λόφο και ξεχωρίζει από μακριά. Για να το προσεγγίσει ο επισκέπτης, ξεκινά από την κεντρική πλατεία του Διδυμοτείχου και ακολουθεί τον λιθόστρωτο ανηφορικό δρόμο, προς την είσοδό του. Μια μικρή πλατεία που μοιάζει με εξώστη είναι η αφετηρία της διαδρομής στο Κάστρο.
Ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αθανασίου που συναντάμε στην συνέχεια είναι κτίσμα του 1843, κατασκευασμένο όμως σε παλαιότερη βυζαντινή εκκλησία, που διακρίνεται ακόμη στο βόρειο τμήμα του. Οι εικόνες του ξυλόγλυπτου τέμπλου είναι αφιερώματα των συντεχνιών της πόλης. Το φιδίσιο δρομάκι που περνάει ανάμεσα από τα κτίσματα και μας μεταφέρει στην «καρδιά» του κάστρου και ταυτόχρονα σε μια άλλη εποχή.
Ένα ναΰδριο που μοιάζει με αρχαίο βωμό και φέρει μια μαρμάρινη εικόνα του Αγίου Δημητρίου – με χαρακτηριστικά που θυμίζουν τον Θράκα Ιππέα – ξεχωρίζει, όπως επίσης και η επιγραφή με το όνομα του Ραούλ Ασάνη Παλαιολόγου, Βυζαντινού Πρίγκιπα. Ο στρογγυλός πύργος, ο «Κουλάς της Βασιλοπούλας», που βλέπουμε, φέρει το μονόγραμμα του Χριστού και συνοδεύεται από τον θρύλο της βασιλοπούλας:
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το Κάστρο του Καλέ, η κόρη του βασιλιά έπεσε από εδώ και αυτοκτόνησε, μη μπορώντας να το αντέξει – είναι η μία εκδοχή, ενώ σύμφωνα με μια άλλη, η ίδια βασιλοπούλα ήταν υπεύθυνη που έπεσε το απόρθητο κάστρο με «μπαμπεσιά», καθώς δεν υπήρχε άλλος τρόπος και τότε αυτοκτόνησε, πηδώντας από τον πύργο πάνω στο άσπρο άλογό της.
Κάστρο του Πυθίου: Ο κεντρικός πύργος του διατηρείται ως σήμερα μεγαλοπρεπέστατος και αποτελεί σημαντικό δείγμα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής στον ελλαδικό χώρο. Το Κάστρο του Πυθίου είναι χτισμένο σε χαμηλό γήλοφο στις παρυφές του σύγχρονου οικισμού, 14 χλμ από το Διδυμότειχο.
Ιδρύθηκε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, με αφορμή τις εσωτερικές έριδες για τον βυζαντινό θρόνο: ο Ιωάννης ΣΤ’ Κατακουζηνός διεκδικούσε την αυτοκρατορία από τον νόμιμο διάδοχο Ιωάννη Γ’ Παλαιολόγο και προχώρησε στην κατασκευή του φρουρίου στο σημείο αυτό για να ελέγχει την κοιλάδα του Έβρου.
Όταν χτίστηκε αποτελούταν από δύο περιβόλους, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό, με πύργους σε κάθε γωνία τους, ενώ στο σημείο που ενώνονταν υπήρχαν οι δύο κεντρικοί πύργοι που σώζονται ως σήμερα.
Ο μεγαλύτερος από τους πύργους ήταν η κατοικία του επίδοξου αυτοκράτορα και της συνοδείας του και είναι τριώροφος, σχεδόν τετράγωνος, με μήκος πλευράς 15 μέτρα. Μια κτιστή σκάλα στην ανατολική πλευρά οδηγεί στους ορόφους και το δώμα. Ο δεύτερος, μικρότερος πύργος του Κάστρο, είναι επίσης σχεδόν τετράγωνος, με μήκος πλευράς περίπου 7,5 μέτρα, ενώ διατηρείται σε ύψος 20 μέτρων. Οι τέσσερις όροφοι που τον αποτελούν στεγάζονται με θόλους.
Κάστρο Άβαντα: Βρίσκεται έξω από το χωριό Άβαντας, δέκα χιλιόμετρα από την Αλεξανδρούπολη. Ολόκληρη η περιοχή έχει διάσπαρτα κάστρα σε λοφίσκους και βράχους που επιτρέπουν την επόπτευση της πεδιάδας και του περάσματος από την Ροδόπη και την Κομοτηνή.
Το Κάστρο του Άβαντα λέγεται αλλιώς Μποζ-Τεπέ, από το ομώνυμο ύψωμα που είναι χτισμένο. Τα ερείπιά του δεν φαίνονται καθόλου, παρά μόνο αφού τα προσεγγίσει κανείς.
Η ανάβαση γίνεται από την δυτική πλευρά του λόφου και διαρκεί περίπου 20 λεπτά. Σώζεται μια μεγαλοπρεπής πύλη, με δύο ψηλούς πύργους εκατέρωθεν και οι επάλξεις του κάστρου, με τα σκαλοπάτια που οδηγούν ως εκεί.
Η θέα όλης της πεδιάδας από τις πολεμίστρες δικαιολογεί απόλυτα την κατασκευή του στο σημείο αυτό. Τα ερείπια που βλέπει ο επισκέπτης σήμερα χρονολογούνται του 13ου αιώνα, αν και στο σημείο υπάρχουν ευρήματα ήδη από την μυκηναϊκή περίοδο.
Κάστρο Ποτάμου: Βρίσκεται επίσης στον επαρχιακό δρόμο που ενώνει την Αλεξανδρούπολη με τον Άβαντα. Από μακριά μπορεί κανείς να δει τους τρεις εντυπωσιακούς μεσαιωνικούς πύργους του, που είναι τετράγωνοι και περιβάλλονται από διπλό τείχος.
Υπολογίζεται πως κατασκευάστηκε από τους Γατελούζους, τους Γενουάτες κατακτητές της περιοχής, τον 13ο αιώνα, πάνω σε αρχαία λείψανα της προϊστορικής περιόδου, με συνέχεια κατά την αρχαϊκή, αλλά και την πρώτη βυζαντινή περίοδο.
[Πηγή]