.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ - ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ


Ο Παρμενίδης, γεννημένος στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας, υπήρξε ο πρώτος προσωκρατικός φιλόσοφος που διατύπωσε τη σκέψη του σε ποίημα γραμμένο σε εξάμετρους στίχους. Στο σωζόμενο προοίμιο του ποιήματός του ο Παρμενίδης περιγράφει σε γλώσσα....
σχεδόν θρησκευτική ένα φανταστικό ταξίδι με αλληγορικό περιεχόμενο:

Ο ίδιος ο ποιητής ταξιδεύει πάνω σε ένα άρμα -σύμβολο της ποιητικής έμπνευσης αλλά και της φιλοσοφικής αναζήτησης της γνώσης- που το συνοδεύουν οι κόρες του Ήλιου· καταφέρνουν να περάσουν τις πύλες απ᾽ όπου ξεκινά το μονοπάτι της Ημέρας και της Νύχτας ξεγελώντας τη Δίκη, η οποία κρατάει τα κλειδιά (που σημαίνει: είναι επιφορτισμένη με την επίβλεψη του χρόνου Ημέρας και Νύχτας), και φτάνουν σε μια φανταστική χώρα, όπου τους υποδέχεται μια ανώνυμη θεά·

η θεά προσφωνεί τον ποιητή και υπόσχεται να τον ξεναγήσει στον κόσμο της αλήθειας (του ὄντος) και της φαινομενικής πραγματικότητας (της δόξης). Στους δύο αυτούς δρόμους αντιστοιχούν τα δύο μέρη του ποιήματος, τα οποία παρουσιάζονται ως συμβουλές της θεάς. Σκοπός του προοιμίου είναι να δείξει ότι ο ποιητής κατέχει μια υπερβατική γνώση, άγνωστη και δυσπρόσιτη στους κοινούς θνητούς.

(Απόσπασμα) Οι φοράδες που με πάνε όσο μακριά ποθεί η ψυχή μου μ᾽ εκτόξευσαν μπροστά, σαν μ᾽ έφεραν στου θεού το ξακουστό στρατί, που σηκώνει τον άνθρωπο τον γνώστη όλων των πόλεων.
Σ᾽ αυτόν λοιπόν βρέθηκα το δρόμο, όπου μ᾽ έφεραν τ᾽ άτια τα σοφά σέρνοντας το άρμα μου, και μπροστά μου κόρες πήγαιναν.

Ο Παρμενίδης

Κι ο άξονας στους τόρμους τσίριζε σα σφυρίχτρα, αναμμένος (γιατί ήταν στριμωγμένος ανάμεσα στις τορνευτές τις ρόδες), καθώς του Ήλιου οι θυγατέρες σπεύδαν να με συνοδέψουν, αφού άφησαν τα δώματα της Νύχτας για το φως και με τα χέρια τους έβγαλαν τα πέπλα απ᾽ τα κεφάλια τους.

Εκεί είναι οι πύλες των μονοπατιών της Νύχτας και της Μέρας, ανάμεσα σ᾽ ένα ανώφλι και ένα κατώφλι πέτρινο.

Ψηλά ορθωμένες στον αέρα, κλείνουν με μεγάλες πόρτες, κι η τιμωρός Δικαιοσύνη κρατάει τους διπλοσύρτες.

Μα οι κόρες την ξεγέλασαν με τα όμορφά τους λόγια και πονηρά την έπεισαν γρήγορα να τραβήξει το μάνταλο απ᾽ τις πύλες. Κι οι πύλες, όταν άνοιξαν, άφησαν ανάμεσά τους ένα τεράστιο χάσμα, διαδοχικά στρίβοντας μες στις θήκες τους τους χαλκόδετους ρεζέδες, τους στερεωμένους με ξυλοκάρφια και πιρτσίνια.

Κι ευθύς ανάμεσά τους, στον πλατύ τον δρόμο, πέρασε τ᾽ άρμα οδηγημένο απ᾽ τις κόρες.
Κι η θεά με καλοδέχτηκε, πήρε το χέρι το δεξί μου στο δικό της και με τούτα τα λόγια με προσφώνησε:

«Καλώς όρισες, νέε, εσύ που έρχεσαι στο σπίτι μου συνοδεμένος από αθάνατους ηνίοχους, με τ᾽ άλογα που σε κουβαλούν.

Δεν σ᾽ έβαλε μοίρα κακή σ᾽ αυτό το δρόμο, που τόσο μακριά είναι απ᾽ των ανθρώπων τα βήματα, αλλά η δικαιοσύνη. Πρέπει όλα να τα μάθεις, την ήσυχη καρδιά της στρογγυλής Αλήθειας και τις ιδέες των θνητών τις ψεύτικες.

Αλλά θα μάθεις και πώς πρέπει να ᾽ναι οι γνώμες των ανθρώπων για να έχουν βάση και να διαπερνούν τα πάντα.


(απόδοση Δ. Κούρτοβικ)

[Πηγή]

Το είδαμε εδώ