Οι προστατευόμενοι δολοφόνοι
Ήταν άνοιξη του 1870 και η παλιά Ελλάδα πάσχιζε να γίνει κράτος δικαίου. Η ληστεία όμως ήταν καθημερινό γεγονός, καθώς οι διάφορες ομάδες «αλωνίζουν» ανενόχλητες στην Αττική που ήταν ακόμα γεμάτη από πυκνά δάση. Οι Αμπελόκηποι, για παράδειγμα, ήταν μια χέρσα περιοχή και εκεί που βρίσκεται το σημερινό αεροδρόμιο.... «Ελ. Βενιζέλος» ήταν πυκνό δάσος με βελανιδιές και πεύκα που οι ντόπιοι κυνηγούσαν αγριογούρουνα.
Με τους περισσότερους κατοίκους της «πρωτεύουσας» στο χαμηλότερο μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, οι τσιφλικάδες που έχουν εμπλακεί με την πολιτική είτε κάνουν άλλοτε «τα στραβά μάτια» είτε χρησιμοποιούν κάποιες από τις ομάδες των ληστών ως τμήματα του προσωπικού στρατού τους, προκειμένου να επιβάλουν την ισχύ τους. Υπό αυτές τις συνθήκες οι ληστές κυκλοφορούν ανενόχλητοι και αρκετοί έχουν γίνει ασύδοτοι.
Ως τρανή απόδειξη της ασυδοσίας μπορεί να θεωρηθεί η περίπτωση των λήσταρχων Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη, οι οποίοι εξέθεσαν τη χώρα διεθνώς, όταν στις 30 Μαρτίου (ή 11 Απριλίου σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο) αιχμαλώτισαν μια παρέα ξένων περιηγητών. Όταν καταλαβαίνουν ότι έπεσαν πάνω σε «χρυσωρυχείο» και ότι μπορούν να εκβιάσουν για την πολυπόθητη για τους περισσότερους ληστές αμνηστία, ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για την τραγωδία που πρόκειται να ακολουθήσει.
Η «παρέα» αποτελούνταν από το λόρδο και τη λαίδη Μάνκαστερ, τον Άγγλο Βάινερ, το γραμματέα της Βρετανικής πρεσβείας Χέρμπερτ, τον Ιταλό γραμματέα της Ιταλικής πρεσβείας κόμη Μπόιλ, τον Άγγλο δικηγόρο της Εταιρείας των Σιδηροδρόμων Λόιντ, τη σύζυγό του και την κόρη τους. Μετά την απαγωγή τους, οδηγούν τους ομήρους σε μια σπηλιά βορειονατολικά της Πεντέλης και απελευθερώνουν τις γυναίκες μαζί με τους χωροφύλακες που συνόδευαν του ξένους. Το μήνυμα που μεταφέρουν είναι το ακόλουθο: «25.000 χρυσές λίρες και αμνηστία, αλλιώς οι λόρδοι θα αφήσουν τα κοκαλάκια τους στο βουνό». Στο άκουσμα του γεγονότος και των αιτημάτων γίνεται πασχαλιάτικα στην Αθήνα μέγας χαμός. Η κυβέρνηση Ζαΐμη βρίσκεται ξαφνικά σε δύσκολη θέση και ξεκινά διαπραγματεύσεις.
Στην αρχή τηρεί σκληρή στάση, αλλά μετά κατόπιν πιέσεων από την Αγγλική πρεσβεία δέχεται να δώσει τα χρήματα. Όμως για αμνηστία δεν το συζητά. Οι μέρες περνούν, οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και οι ληστές τριγυρνούν ελεύθεροι στην ευρύτερη περιοχή. Μια Κυριακή μάλιστα πάνε και στην εκκλησία του Ωρωπού να παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία.
Καθώς η αμνηστία καθυστερεί, ο βαρόνος Μάνκαστερ, σοφά ποιών, ζητά από τους ληστές να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αθήνα, να τους στείλει το ποσό των 25.000 λιρών και να φροντίσει για τη χορήγηση της αμνηστίας τους.
Στις 9-21 Απριλίου 1870 η κυβέρνηση αναθέτει στον ταγματάρχη Θεαγένη να πάρει δύο λόχους στρατού και να πάει να ελευθερώσει τους ομήρους. Οι «επίλεκτες δυνάμεις» του Θεαγένη φτάνουν στη θέση Άγιος Γεώργιος Ωρωπού και κάνουν γιουρούσι στους ληστές. Ακολουθεί τρίωρη μάχη, όπου ένας ληστής πέφτει νεκρός και ο Χρήστος Αρβανιτάκης σκοτώνει τον Λόιντ. Οι ληστές υποχωρούν και ο στρατός στο κατόπι τους σκοτώνει άλλους τέσσερις. Η συμμορία φτάνει στο Δήλεσι και οι Αρβανιτάκηδες εξαγριωμένοι σφάζουν τους άλλους τρεις ομήρους: τους Μπόιλ, Βάινερ και Χέρμπερτ. Η αποτρόπαια πράξη τους πρόκειται να μείνει στην ιστορία ως «Η σφαγή στο Δήλεσι».
Οι επιζώντες από τους ληστές σκορπίζονται στα βουνά και η καταδίωξή τους θα κρατήσει μήνες. Όσοι συλλαμβάνονται εκτελούνται κοινή θέα στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα. Ελάχιστοι από αυτούς περνούν στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, που και εκεί τους συλλαμβάνουν και τους κρεμάνε οι Τούρκοι. Ο διεθνής αντίκτυπος του γεγονότος υπήρξε τρομερός. Στον Ευρωπαϊκό Τύπο η Ελλάδα αναφερόταν ως «φωλεά ληστών και πειρατών», «χώρα ημιβαρβάρων», «εντροπή διά τον πολιτισμόν». Σε επίσημα κείμενα διατυπωνόταν η άποψη ότι η Ελλάδα «τίθεται εκτός του κύκλου των εξευγενισμένων κρατών» και ότι «αι ληστείαι συμφωνούνται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα». Η Αγγλική κυβέρνηση, μάλιστα, χαρακτήριζε την Ελληνική κοινωνία ανάξια για οποιαδήποτε υποστήριξη.
Όταν μαθεύεται ότι στα απέραντα κτήματα του υπουργού Στρατιωτικών Σκαρλάτου Σούτσου στο Τατόι οι Αρβανιτάκηδες έβρισκαν προστασία, ο τελευταίος παραιτείται και αργότερα το ίδιο κάνει όλη η κυβέρνηση Ζαΐμη.
Το είδαμε εδώ