Ἡ Ἀθανασία τῶν Ἑλλήνων
Ἦταν βαρὺ τὸ φορτίο τῶν αἰώνων καὶ δὲν ἀνάσαινε λεύτερα ἡ χώρα, νὰ ξαλαφρώσῃ. Πολύχρωμα λεφούσια σαΐτεψαν τὸ γένος καὶ θρονιάστηκαν σ’αὐτὴν τὴν Φωτεινὴ Χώρα ποὺ οἱ πρόγονοι ὀνόμασαν Ἑλλάδα.
Καὶ καρπώθηκαν οἱ βάρβαροι
τὴν μοῑρα τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ τόπου.
Τρύγησαν ἂγουρα κορμιὰ καὶ κλέψανε ἀνάσες….
Ἦταν βαρὺ τὸ φορτίο τῶν αἰώνων·
κάλυψε ἡ ἀχλὴ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ σπαθὶ τὴν σκέψη·
καὶ τὶς λευκὲς κολῶνες τὶς κάλυψε ἡ ἀγράμπελη…
Οἱ μνῆμες ἒρχονται σὰν γἐρικα φτερά,
χτυπῶντας, παλεύοντας νὰ κρατηθοῦν ψηλὰ
στὸν στρόβιλο τοῦ χρόνου.
Πέταξε πρὸς τὴ λάμψη τοῦ πρωινοῦ ἣλιου
καὶ τὴ μυρωδιὰ τοῦ θυμαριοῦ,
στὶς πλαγιὲς μὲ τὰ σπασμένα μὰρμαρα.
Πέταξε πρὸς τὰ ἀθέατα σημάδια
τῶν ἀλλοτινῶν καιρῶν, ποὺ ἀναπαύονται
κάτω ἀπὸ τὴν ἀγράμπελη.
Μύρισε στὴ γῆ, αὐτὴ τὴ μυρωδιὰ τῆς ἀρχέγονης
γονιμότητας, ποὺ γενιὲς ἀχάλκευτων
δὲν κατάφεραν νὰ ἀφανὶσουν.
Καὶ εἶναι τὸ μυαλὸ ποὺ παλεύει νὰ ἀναδείξῃ
μέσα ἀπὸ τὶς ρωγμές, τὸ μεγαλεῖο
ποὺ ἀναχαραζει ἡ σκέψη.
Καὶ τότε, οἱ ξένοι φίλοι μας οἱ πολιτισμένοι, ἦρθαν φορτωμένοι μὲ γραφὲς ἑλληνικὲς, ἀρχαῖες· καὶ πάτησαν στ’ ἀχνάρια τῶν θεῶν καὶ βρῆκαν τὶς κρυψῶνες, ποὺ λούφαζε παραδομένο, τὸ πνεῦμα τὸ παλαιό, τὸ Ἑλληνικό.
«Ὢ τὶ χαρά!» ἀναφώνησαν ἐκστασιασμένοι οἱ πολιτισμένοι φίλοι…
«Ἡ Ἀθανασία ἑνὸς Λαοῦ αἰῶνες σκλαβωμένου, δικιά μας!»
Ἀθηνᾶ, ἀρ. φύλ. 889, 04.02.1842
«Ἂν ἔχῃ τι ἡ Ἑλλὰς μὲ τὸ ὁποῖον νὰ δεικνύῃ τὴν παλαιάν της λαμπρότητα διὰ τὴν ὁποίαν καὶ τὴν ἐσεβάσθησαν καὶ τὴν σέβονται τὰ φωτισμένα ἔθνη, εἶναι τὰ λείψανα τῶν ἀρχαιολογιῶν της.
Κατὰ δυστυχίαν ὅμως καὶ αὐτὰ ἀπὸ διαφόρους κατὰ διαφόρους καιροὺς ὑπεξαιροῦνται καὶ στέλλονται ἔξω τῆς Ἑλλάδος. Κατ’ αὐτὰς συνέλαβαν ἄνθρωποι τῆς ἀστυνομίας τοῦ Πειραιῶς ξένους οἵτινες μετέφεραν ἓν δοχεῖον ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἵστατο ἄγαλμά τι, κεκρυμμένον ὑπὸ χόρτων, ἐπροσπάθησαν δὲ νὰ τὸ ἐμποδίσουν, ἀλλ’ ὄντες οἱ ξένοι πολλοὶ καὶ εὑρισκόμενοι εἰς παράμερον τόπον δὲν ἐδυνήθησαν· τὴν ἀρχαιότητα ταύτην μετέφερον εἰς ἓν Ἀγγλικὸν πλοῖον καὶ μέχρι τῆς σήμερον τὴν κρατοῦν ἐκεῖ.»
Καὶ γύμνωσαν τὸν τὸπο τὸν ἱερὸ, τὸν βασανισμένο. Καραβιὲς Ἀθανασίας ταξίδεψαν, ἐξαναγκασμένοι πολιτισμικοὶ μετανᾶστες σὲ χῶρες ποὺ καυχιῶνται γιὰ πολιτισμὸ, ἂλλὰ πολιτισμὸ δὲν ἒχουν…
Οἱ εἰκόνες εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο «VIEWS IN GREECE», Edward Dodwell, London 1821
Ἡ ἐφημερίς Ἀθηνᾶ εἶναι ἀπὸ τὴν ψηφιοθήκη τοῦ Ἀριστετελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
"Ανιχνευτές"
Το είδαμε εδώ