Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Τα Καλικαντζαράκια μας

ΠΑΥΛΟΥ ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΥ ...
ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ



Σε μια προσπάθεια για ανάλυση των λαογραφικών στοιχείων μέσα από το επιστημονικό πρίσμα της αστρολογικής έρευνας, παρουσιάζουμε σήμερα, μέσα στα πλαίσια της επικαιρότητας, μια περιληπτική αναφορά εργασία πάνω στη λαϊκή πεποίθηση για τους Καλικάτζαρους. Η εργασία αυτή βασίστηκε πάνω....
σε δημοσιευμένες εργασίες διάφορων ερευνητών και αποτελεί απλώς την εισαγωγή για βαθύτερη μελέτη του θέματος, όταν οι συνθήκες επιστημονικής έρευνας το επιτρέψουν.

Τι ακριβώς είναι:

Δαιμονικά πλάσματα της λαϊκής φαντασίας, που κυκλοφορούν τις νύχτες (ποτέ μέρα) του Δωδεκάμερου (απ΄τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα) πάνω στη Γη. Κατά τη διάρκεια του υπολοίπου χρόνου βρίσκονται βαθιά κάτω απ’ τη Γη, και τρώνε το στύλο(1), που την υποβαστάζει, προσπαθώντας να την γκρεμίσουν. Όταν νομίσουν πως κοντεύει να πέσει, ανεβαίνουν επάνω στην επιφάνεια της Γης, για να μην τους πλακώσει. Τότε ο Χριστός ξαναφτιάχνει(2) το στύλο κι όταν γυρίσουν κάτω, ξαναρχίζουν απ΄την αρχή. Οι Καλικάντζαροι, με το λάλημα του 3ου πετεινού, του μαύρου (ο πρώτος είναι ο λευκός και ο δεύτερος ο κόκκινος) πρέπει να βρεθούν πάλι στον Κάτω Κόσμο. Φεύγουν οριστικά την παραμονή των Φώτων, τραγουδώντας:

Φεύγετε να φεύγουμε
Γιατ’ έρχεται ο τουρλόπαπας
Με την αγιαστούρα του
Και με τη βρεχτούρα του
Και θα μας μαγαρίσει.


Ετυμολογικά:

Η λέξη βγαίνει, κατά τον Κοραή, από το καλός + κάνθαρος, και μαζί του φαίνεται να συμφωνούν ο Κουκουλές και ο Μπολ. Κατά τον Πολίτη, από το λυκοκάνθαρος ή λευκοκάνθαρος (αρχική γνώμη) ή απ’ το καλός + τσαγγίον ή καλίκι + τσαγγίον (τελική γνώμη). Κατά τον Σβορώνο από το καλός + γάν(τ)ζος. Κατά Λώσον απ’ το καλός + Κένταυρος. Κατά Λουκά απ’ το καλός + άντζαρος (= άνδρας). Κατά το Δεινάκι απ’ το καρκάντζι + αρος. Τέλος ο Σμιθ θεωρεί τη λέξη Τουρκικής προελεύσεως και ο Βάξμουτ Αλβανικής, ενώ εγώ προσωπικά δεν μπορώ να δεχθώ τη ρίζα καλός, που στ’ Αρχαία Ελληνικά σημαίνει ωραίος, γιατί έρχεται σε σύγκρουση με την παράδοση, που θέλει τους
Καλικάντζαρους άσχημους, κακομούτσουνους, λερωμένους, σακάτηδες κλπ. Παράλληλα μπορεί κανείς να υποπτευθεί τις ρίζες άγγελος (ιδώς στο καρκάτζαλος), μια που, σαν δαιμόνια, είναι άγγελοι του σκότους, και άγγαρος, μια που, σύμφωνα με την παράδοση, υποβάλλουν σε αγγαρείες τους συλλαμβανόμενους ανθρώπους.

Συνώνυμες λέξεις:

Με την ίδια σημασία χρησιμοποιούνται σε διάφορα μέρη και οι λέξεις: Παγανά(3) (ή και παγανός, στον ενικό), παρωρίτης, κωλοβελόνης, τσιλικρωτό, καλιοντζής, κάης, καλ(λ)ισπούδης, κακανθρώπισμα, χρυσαφαντάδος, σιφώτης, λυκοκάντζαρος, σκαντζάρια κλπ. Η ίδια λέξη φέρεται και με τους εξής παρεφθαρμένους (ή παραλλαγμένους) τύπους: καρκάντζαλος – καρκάτζαλος – καρκαντσέλια – καλιτσάγγαρος – καρτσάγγαρος – καλιτσάγγαρος.

Προέλευση του μύθου:

Η προέλευση τους ανάγεται είτε στους σάτυρους και στον Πάνα, είτε στους Κένταυρους, είτε στους Κάνθαρους των Αιγυπτίων. Ο Δεινάκις τους χαρακτηρίζει «δαιμόνια του πυρός»(4). Ο Σβορώνος νομίζει ότι προέρχονται απ’ την εντύπωση των παραστάσεων στο δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα. Ο Πολίτης τους θεωρεί σαν γέννημα της φαντασίας του νεώτερου Ελληνικού λαού, επηρεασμένου όμως από αρχαία στοιχεία. Πιο συγκεκριμένα, ο Πολίτης τους θεωρεί σαν δαιμονοποίηση των μεταμφιεσμένων στις Καλένδες, που οπωσδήποτε ήσαν πολύ ενοχλητικοί και παράλληλα παραδέχεται και την ανάμειξη δοξασιών περί λυκανθρωπίας.

Πως ακριβώς είναι:

«Κακομούτσουνοι είναι και άσχημοι και σιχαμένοι», «με κουσούρια», «στραβομούρηδες ή στραβοκάνηδες ή στραβοχέρηδες και μονοπόδαροι και μονόματοι και καμπούρηδες». Είναι κοντοί σαν νάνοι ή «ψηλοί και ξερακιανοί» ή «μ’ ένα ποδάρι ανθρώπινο κι ένα γαϊδουρίσιο». Τα νύχια τους είναι μακριά και γαμψά, το σώμα τους «μισοσκεπασμένο με τρίχες», τα μαλιά τους είναι πυκνά, μακριά κι ατημέλητα και «τα ρούχα τους βρόμικα και σχισμένα».

Τι κάνουν πάνω στη Γη:

Είναι ευκίνητοι, σκαρφαλώνουν στους τοίχους, «περνούν από τη φούσκα του τζακιού», και όταν μπουν σ’ ένα σπίτι τρώνε ό,τι βρεθεί μπροστά τους και το υπόλοιπο «το μαγαρίζουν με ούρα, με το σάλιο τους, με τα βρομόδοντά τους, με τ’ άπλυτα τα χέρια τους» και «κάνουνε ζημιές, σκορπίζουν γύρω τους τ’ αλεύρι, χύνουν τα νερά και βρομίζουν τη στάχτη, γιατί εκεί μέσα κρύβονται» και γι’ αυτό η στάχτη του Δωδεκάμερου δεν κάνει για τίποτε, «ούτε για μπουγάδα». Τρώνε βασικά ακάθαρτα πράγματα, «σκουλίκια, βαθράκια, φίδια λουστερίτσες», αλλά αγαπούν πολύ και το χοιρινό, τις τηγανίτες, όλα τα γλυκά και ιδιαίτερα τα λουκάνικα. «Πνίγουν και δέρνουν και σκοτώνουν τους ανθρώπους που θα τύχουν μπροστά τους» ή «τους παίρνουν τη φωνή»(5). Αγαπούν ιδιαίτερα την περιοχή των μύλων.

Τρόποι προφυλάξεως:

Για να αποφύγουν τους κινδύνους από τους
Καλικάντζαρους οι άνθρωποι σκορπίζουν στις στέγες λουκάνικα και διάφορα γλυκά, «λαλαγκίτες και ξηροτήγανα, που τ’ αγαπούνε κι έτσι τους καλοπιάνουνε». Αναφέρονται τρεις βασικοί τρόποι αποτροπής των κακών απ’ τους Καλικάντζαρους:
α) με πράξεις χριστιανικής λατρείας,
β) με επωδούς και
γ) με μαγγανία.
Οι Χριστιανικές πράξεις είναι το σημείο του Σταυρού στις πόρτες, παράθυρα και βουλώματα των αγγείων, όπου φυλάγονται τρόφιμα, το σταύρωμα του μετώπου(6) των αβάπτιστων και το ράντισμα με αγιασμό των σπιτιών και των καταστημάτων, κυρίως την παραμονή και τη μέρα των Φώτων.
Στις επωδούς υπάγονται διάφοροι εξορκισμοί, όπως το «Ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά αναμμένα» ή η απαγγελία του «Πάτερ ημών» 3 φορές. Στις μαγγανίες υπάγονται το «κάπνισμα με δύσοσμες ουσίες, με κομμάτι από παλιοτσάρουχο», με βοτάνι χαμαιλέοντα, το ψάλσιμο στίχων όπως «χαμολιός μυρίζει εδώ να χαθεί τέτοιο χωριό» και η ανάρτηση (κρέμασμα) μαχαιριού ή κόκκαλου από χοίρο πίσω από την πόρτα. Τη νύχτα υπάρχει στο τζάκι ένας όρθιος δαυλός αναμμένος, και όσοι βγαίνουν τη νύχτα κρατούν δαυλί αναμμένο και όταν ζητάνε βοήθεια ενάντια στους
Καλικάντζαρους, φωνάζουν «τρεχάτε γειτόνοι με τα δέντρινα δαυλιά». (Τριφυλλία). Επίσης «τους ζεματάνε με το καυτό λάδι από τηγανίτες». Όταν πιάσουν κάποιο Καλικάντζαρο, τον «δένουνε με κόκκινο νήμα ή με ψαθόσκοινο», που δεν μπορεί να λύσει ή να σπάσει ή τον βάζουνε να μετρήσει «του κόσκινου τις τρύπες», που δεν μπορεί να το κάνει.

Πως έγιναν:

Γενικά οι
Καλικάντζαροι πιστεύεται πως ήσαν άνθρωποι, «που, από την κακή τους μοίρα γίνανε Καλικάντζαροι», είτε «γιατί έτυχε να γεννηθούν το δωδεκάμερο»(7), είτε «γιατί ο παπάς δεν διάβασε σωστά τα γράμματα της βάπτισης τους» (Σίφνος), είτε «γιατί πέθαναν τα Χριστούγεννα» είτε «γιατί σκοτώθηκαν μοναχοί τους»(8) είτε «γιατί ο φύλαξ άγγελός τους είναι ελαφρός» (Μακεδονία) και επομένως αδύναμος να τους προστατεύσει από τους δαίμονες.

Τι φύλο έχουν:

Γενικά οι
Καλικάντζαροι θεωρούνται σαν αρσενικά παγανά, αλλά υπάρχουν και γυναίκες Καλικάντζαροι, «καλλικαντζαρούδες», «καλλικαντζαρίνες», «καλοκυράδες», «τζόγιες», «βερβελούδες» που χορεύουν μαζί με τους Καλικάντζαρους, που θεωρούνται θαυμάσιοι χορευτές.


-------------------------------------------------------------------------

(1)
Υποκρύπτεται εδώ η έννοια του Άξονα της Γης και η παράδοση της ανατροπής του σε μια μακρυνή εποχή, που πολλοί πιστεύουν πως βρίσκεται ξανά ante portas. (Σύνοδος πλανητών γύρω στα 1983 μ.Χ.).

(2)
Είναι γνωστό πως το επάγγελμα του Χριστού ήταν ξυλουργός, ο δε L.Douglas στο «Μεγάλο Ψαρά» τον αποκαλεί συνέχεια με το επίθετο: ο Μαραγκός.

(3)
Από το Παγά = Πηγή, που όμως αναφέρεται σε νεράιδες.

(4)
Αντίληψη ασυμβίβαστη με την έννοια του «καθαρτηρίου πυρός».

(5)
Κοινή παράδοση για τα ξωτικά, ιδιαίτερα νεράιδες.

(6)
Είναι απορίας άξιον πως παραγνωρίζεται η σημασία της προφύλαξης του τραχήλου (σπόνδυλος Άτλας), της «προβατικής πύλης», αλλ’ οπωσδήποτε εδώ προφυλάσσεται ο «τρίτος οφθαλμός», η «εκκλησία της Περγάμου».

(7)
Εδώ υπονοείται η συσχέτιση των
Καλικάντζαρων με το στοιχείο του Αιγόκερω.

(8)
Σίγουρα εδώ υποκρύπτεται χοντροκομμένη παπαδίστικη απειλή κατά των «αυτόχειρων», που άλλωστε δεν θάβονται Χριστιανικά.

(9)
Πιθανόν απ’ την αντίληψη πως ο Άρχων του Σκότους συμβολίζεται και με –ή κυβερνά- τους λύκους (Πρβλ. και Lucifer Εωσφόρος, Lux = Φως).

Βιβλιογραφία
α)Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», τ. 10.
β)Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τ. 7.
Γ)Θησαυρός Γνώσεων – Γ. Παπαϊωάννου και Χ. Μηχιώτη, τ. 3.
δ)Ιστορίες σαν παραμύθια, Φανής Παπαλουκά, σ. 39 επ.
ε)Ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής (υπό έκδ.) Παύλου Κυράγγελου.

Αφιερώνεται στήν Αταργάτιδα και τόν Κώστα Κυράγγελο...



ΠΗΓΗ