.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Όταν η ζάχαρη ήταν... χρυσάφι


Η Ρόδος, κέντρο της παραγωγής κατά τους Μεσαιωνικούς Χρόνους
Το μετάξι, η μαστίχα, το αλάτι και η ζάχαρη από τους μεσαιωνικούς χρόνους είναι προϊόντα που συνέδεσαν πολλές περιοχές του ευρύτερου Ελλαδικού χώρου. Η εμπορική διακίνησή τους ξεκινούσε από τη Θράκη, περνούσε τα νησιά του Αιγαίου και κατέληγε στην Κύπρο, και από εκεί κατέκλυζε τα λιμάνια της Ανατολής, της Αιγύπτου, αλλά και της σημερινής δυτικής Ευρώπης.

Τα συγκεκριμένα φορτία έδωσαν το όνομά τους στους εμπορικούς δρόμους της εποχής, γνωστούς ως Δρόμους του Μεταξιού, της Ζάχαρης κ.λπ.
Πόσοι από μας γνωρίζουν ότι πολύ μεγάλη ποσότητα ζάχαρης, από τα πρώτα χρόνια της Λατινοκρατίας (1309-1522), παραγόταν στη Ρόδο και διακινείτο στα σημαντικότερα λιμάνια της νοτιοανατολικής.... Μεσογείου, της Ανατολής και της Αιγύπτου; Τη ζάχαρη, αυτό το σπάνιο προϊόν, τότε οι σημερινοί Δυτικοευρωπαίοι χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο, ως βάλσαμο!

Η έρευνα


Απαντήσεις για το γοητευτικό αυτό θέμα δίνουν σήμερα: η 15χρονη έρευνα του αείμνηστου αρχαιολόγου Ηλία Κόλλια (πέθανε ξαφνικά πριν από δύο χρόνια) πρώην εφόρου αρχαιοτήτων και προϊσταμένου της 4ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, της συνεργάτιδάς του στην ιδία Εφορεία κ. Μάνιας Μηχαηλίδου, αλλά και τα στοιχεία της δρος Αικατερίνης Αριστείδου ανώτερης ερευνήτριας στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου.

Το ζαχαροκάλαμο έγινε γνωστό στον Eλληνικό κόσμο από τον ναύαρχο του Μ. Αλεξάνδρου Νέαρχο, αναφέρεται από τον Στράβωνα, τον Πλίνιο, τον Γαληνό, τον Διοσκουρίδη κ.ά. και χρησιμοποιούταν για φαρμακευτικούς σκοπούς.

Οι Βυζαντινοί γνώριζαν το «ζαχάρ» ή «σαχάρ» ή «σακχάρ» και έφτιαχναν με τους «σαχαροπλακούντες» και αναψυκτικά. Στην Ευρώπη η ζάχαρη, ως προϊόν, ήταν άγνωστο. Οι Ιωαννίτες ιππότες έφεραν φυτά ζαχαροκάλαμου από τις Aραβικές χώρες, τη Σύρια και την Παλαιστίνη. Δημιούργησαν φυτείες στη Σικελία, στη Ρόδο και στην Κύπρο. Στις ίδιες περιοχές δημιουργήθηκαν φυτείες και εργαστήρια παραγωγής ζάχαρης.

Δύο εργαστήρια

Η πρώτη αναφορά για τη Ροδιακή ζάχαρη γίνεται από τον Francesco Balducci Pegolotti (γράφτηκε το 1335-1343). Στη Ρόδο υπήρχαν δύο εργαστήρια ζάχαρης, αναφέρει, στο βιβλίο του ο Pegolotti και ανέδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη του Ηλία Κόλλια. Αυτά βρίσκονται και με τα τοπωνύμια Ζαχαρόμυλος και (τα) Μάσαρη.
Ο Ζαχαρόμυλος βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού στην περιοχή Χαράκι. Εκεί στα νότιά της, σε έναν βραχώδη λόφο, ορθώνονται τα ερείπια του μεσαιωνικού κάστρου του Φαρακλού.

Τα Μάσαρη βρίσκονται στα νοτιοδυτικά του Ζαχαρόμυλου σε κάμπο που διασχίζει ο ποταμός Μάκαρης. Η διαδικασία γινόταν σε ειδικό μύλο που υπάρχει εκεί.
Τα ζαχαροκάλαμα κόβονταν ώριμα. Στη συνέχεια τα τεμάχιζαν, τα συνέθλιβαν σε μύλους, που κινούσαν ζώα, ο άνεμος ή το νερό. Τον ζαχαρούχο χυμό, που έβγαινε από το άλεσμά τους, τον έβραζαν αρκετές φορές σε διαδοχικές χύτρες, προσθέτοντας αλισίβα ή ασβεστόνερο για να καθαρίσει η ζάχαρη από τα οξέα και τις κολλώδεις ουσίες.
Ξαφρισμένος ο χυμός μετά την τελευταία βράση, κρύωνε σε μεγάλους κάδους και στη συνέχεια άρχιζε η διαδικασία της διύλισης, σε μεγάλα χωνιά που ήταν διάτρηπα στο κάτω μέρος και κατασκευασμένα ειδικά γι' αυτό τον σκοπό.

Η μυλόπετρα

Με τις ανασκαφές του 1981 ανακαλύφθηκε μια τεράστια μυλόπετρα, διαμέτρου 3,20 μ. Είναι κατασκευασμένη από γκρίζο ντόπιο ασβεστόλιθο και έχει πάχος 0,70 μ. Επίσης ήλθαν στο φως, σε ικανό ύψος, οι τοίχοι της θόλου πάνω στην οποία βρισκόταν η παραπάνω μυλόπετρα. Ενώ από τα έτη 1991, 1994 και 1996 βορειοδυτικά της μυλόπετρας ανακαλύφθηκαν ορθογώνιοι χώροι εργαστηρίου και αγγεία απαραίτητα για τις ανάγκες του εργαστηρίου. Επίσης ανακαλύφθηκαν 300 χωνιά και πίθοι, απαραίτητα πήλινα σκευή στη διαδικασία της διύλισης της ζάχαρης. Ανάλογα σκεύη έχουν εντοπιστεί στα εργαστήρια ζαχάρεως στην Περσία, στην Κύπρο, στη Σικελία, στο Μαρόκο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στη Βενετία.

Η Κύπρος αρχικά και η Ρόδος στη συνέχεια είχαν αναδειχθεί κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, δηλαδή τη περίοδο της Λατινοκρατίας (1192-1571), ως τα σημαντικότερα διεθνή κέντρα παραγωγής και εξαγωγής ζάχαρης. Στην Κύπρο σώζονται τέσσερις ζαχαρόμυλοι. Δύο στην Πάφο (είναι οι αρχαιότεροι και περιλαμβάνονται στο Φρούριο των Σαράντα Κολόνων), τη Λεμεσό, όπου εκεί υπήρχαν οι φυτείες του τάγματος των ιπποτών του Αγίου Ιωάννου και στην Επισκοπή της Λεμεσού (φυτείες και μύλος ανήκαν στην περίφημη ενετική οικογένεια Κορνάρο). Σχετικά έγγραφα και σχεδιαγράμματα των μύλων υπάρχουν και στο κρατικό αρχείο της Βενετίας.

Το ίδιο διάστημα η Κύπρος κρατούσε το κρατικό μονοπώλιο στο αλάτι, λόγω των αλυκών και των μεγάλων δημόσιων αποθηκών που διέθετε στη Λάρνακα και θεωρείτο ως ο βασικός προμηθευτής των χωρών της Μεσογείου. Ακόμα κρατούσε τα πρωτεία και στην εξαγωγή πλουσίων υφαντικών υλών (λινάρι, μαλλί, μετάξι και βαμβάκι). Επίσης διέθετε αφθονία και ποικιλία των χρωστικών ουσιών που παρήγαγε το νησί (ριζάρι, κρόκος κ.ά.).
Τέλος, από τη μελέτη σημαντικών εγγράφων της περιοχής της δρος Αικατερίνης Αριστείδου προκύπτει ότι η ζάχαρη τον Μεσαίωνα αποτελούσε ένα αξιόλογο και περιζήτητο προϊόν, το οποίο με μεγάλη προθυμία και ικανοποίηση γινόταν δεκτό στις συναλλαγές ως μέσο πληρωμής αντί χρήματος, αλλά και ως μέσο εξόφλησης διαφόρων οικονομικών υποχρεώσεων. *

Πηγή: Ελευθεροτυπία (Μαίρης Πινη)