.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Λεξιστορείν: Δεν τον χωνεύω!

Το ρήμα χωνεύω σημαίνει «ολοκληρώνω στο στομάχι την πέψη» αλλά και «ανέχομαι την συμπεριφορά κάποιου» (π.χ. δεν με χωνεύεις....
καθόλου) ή «αντιλαμβάνομαι, κατανοώ» (π.χ δεν μπορώ να χωνέψω καλά αυτό το μάθημα).

Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη χοάνη, ένα είδος δοχείου για την τήξη των μετάλλων...

Για συνέχεια ΕΔΩ

Οι απόψεις του ιστολογίου μας δεν συμπίπτουν απαραίτητα με το περιεχόμενο των άρθρων που δημοσιεύουμε