Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

"Sante". Η ιστορία του θρυλικού Ελληνικού τσιγάρου, η Ζωζώ Νταλμας και ο Κεμαλ

Κατά την εποχή του μεσοπολέμου το κάπνισμα δεν αποτελούσε μια ανθυγιεινή συνήθεια. Το αντίθετο μάλιστα....

Μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο το να καπνίζει κανείς πιστευόταν ότι θα μπορούσε να είναι έως και ωφέλιμο για την υγεία του, εξ’ ου και η ύπαρξη πολλών διαφημίσεων με γιατρούς να αναφέρουν το πόσο καλό κάνουν τα τσιγάρα.


Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, το όνομα Sante που επέλεξε για τα νέα τσιγάρα η εταιρεία η οποία ίδρυσε ο Χαρίλαος Κωνσταντίνου: Το όνομα Sante επιλέχθηκε για να πείσει τον κόσμο ότι επρόκειτο για ένα υγιεινό τσιγάρο, αφού προέρχεται από τη λέξη sanitas που στα λατινικά σημαίνει υγεία.

Να ήταν, άραγε, η συγκεκριμένη αφετηρία που χάρισε στο συγκεκριμένο τσιγάρο απίστευτη μακροβιότητα;

Όπως και να έχει, γεγονός παραμένει ότι τα Sante «έζησαν» ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τσιγάρο.

Η κατάργηση του θρυλικού τσιγάρου σηματοδοτεί το τέλος μιας 80χρονης ιστορίας. Το τσιγάρο – διαχρονικό σύμβολο στον χώρο του καπνεμπορίου – κυκλοφορούσαν από την εταιρεία Παπαστράτος, θυγατρική της Philip Morris.

Μα ποια ήταν η μυστηριώδης γυναίκα στο εξώφυλλο του πακέτου;

Στην αγορά βγήκαν για πρώτη φορά το 1933. Τα γραφεία της εταιρείας Κωνσταντίνου ήταν στην οδό Λυκούργου αλλά τα τσιγάρα φτιάχνονταν στο δημόσιο καπνεργοστάσιο της οδού Λένορμαν.

Το πακέτο γρήγορα έγινε η συζήτηση της Αθηναϊκής κοινωνίας και σ’ αυτό συνέβαλε η διάσημη κόκκινη κασετίνα με την ξανθιά γυναίκα που καπνίζει.

Ολοι προσπαθούσαν να μάθουν ποια ήταν η εικονιζόμενη του «ωραιότερου πακέτου της αγοράς» για την κυκλοφορία του οποίου έγινε ειδική παραγγελία σε ζωγράφο.

Ηταν μια κυρία της καλής Αθηναϊκής κοινωνίας; Τελικά δεν άργησε να γίνει γνωστό ότι η εικονιζόμενη δεν ήταν άλλη από την καλλιτέχνιδα Ζωζώ Νταλμάς.

Ζωζώ Νταλμάς: Ο έρωτας με τον Κεμάλ, το παλκοσένικο και τα πριγκιπικά παλάτια


«Εζησα τα πάντα, έκανα τα πάντα, δεν είχα φραγμούς…» Κάπως έτσι έχει μιλήσει για τη ζωή της η Ζωζώ Νταλμάς, η πρωταγωνίστρια του παλκοσένικου που χόρεψε και τραγούδησε στις σκηνές του κόσμου, σαγήνευσε ισχυρούς και έζησε έναν μεγάλο έρωτα με τον Κεμάλ Ατατούρκ.

«Γλεντώ, πίνω, αγαπώ. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς γλέντι, χωρίς έρωτα. Οι άνθρωποι τυλίγουν τη ζωή με πολλή ετικέτα, τη φορτώνουν με σοβαρότητα. Κι αυτό είναι το δράμα τους.

Ο έρωτας και το γλέντι λύνουν από τη ζωή τα δεσμά και της δίνουν έναν τόνο ελαφρότητας που είναι στη φύση της» αναφέρει στα απομνημονεύματά της.

Από τα προσφυγικά της Θεσσαλονίκης στο χαρέμι του «αράπη πρίγκιπα»

Γεννήθηκε το 1905 στην Κωνσταντινούπολη. Η οικογένεια διωγμένη από τη μανία των Νεότουρκων μαζί με χιλιάδες Ελληνες ήρθε στη Θεσσαλονίκη όπως η ίδια έλεγε, όταν ήταν δεν ήταν δέκα χρόνων.

Μεγάλωσε μαζί με τη μητέρα και τη γιαγιά της στις προσφυγικές γειτονιές του Ιπποδρομίου. Καμία πληροφορία δεν έχουμε για τον πατέρα της. Η Ζωζώ, όσο ήταν στο θέατρο, δύο πράγματα έκρυβε επιμελώς: το πότε γεννήθηκε και το πότε βγήκε στο θέατρο.

Η ίδια έχει αναφέρει ότι μετά το πρώτο βάπτισμα πυρός στο σανίδι ένας «αράπης πρίγκιπας» την πήρε μαζί στο χαρέμι του. «Χαρέμι, καφάσι, τσαρτσάφι, φερετζέ, απ’ όλα», έχει πει η ίδια. Και τι δεν ξόδευε για μένα.

Τα μπριγιάντια δεν ήξερα πού να τα βάλω. Στόλιζα μ’ αυτά και τις καλτσοδέτες μου, ακόμη και τις τόκες των παπουτσιών μου. Και λίρα με ουρά! Αλλά εγώ δεν είχα ιδέα του χρήματος.

Τα τσεκ τα έχωνα μέσα στα παπούτσια μου στα ντουλάπια. Αυτή η νύχτα της Χαλιμάς κράτησε οχτώ ολόκληρους μήνες. Στο διάστημα αυτό γυρίσαμε όλο τον κόσμο. Βενετία, Μιλάνο, Παρίσι»…

Η πρώτη νύχτα με το Κεμάλ. Το μοιραίο χαρτονόμισμα…

Σε μια από τις εμφανίσεις της στο πάλκο που έτυχε να παρακολουθεί ο Κεμάλ Ατατούρκ την κάλεσε στο τραπέζι του.

Εκείνο το βράδυ ο Κεμάλ και η Ζωζώ φύγανε μαζί. Στις εξίμισι το πρωί ο Κεμάλ ήταν στο πόδι. Η Ζωζώ όμως κοιμόταν. Εκείνος ετοιμάστηκε σιγά-σιγά για να μην την ανησυχήσει κι έφυγε, αφού έδωσε εντολή στο υπηρετικό προσωπικό να την περιποιηθούν.

Οταν ξύπνησε η Ζωζώ είδε στο κομοδίνο της ένα μεγάλο χαρτονόμισμα -χίλιες λίρες- που της το είχε αφήσει εκεί ο κύριος πρόεδρος.

Η Ζωζώ προσβλήθηκε και πήρε το χαρτονόμισμα για να το σκίσει. Οταν όμως το έπιασε στο χέρι της παρατήρησε ότι στο κέντρο του υπήρχε το πορτρέτο του Κεμάλ. Πήρε λοιπόν ένα ψαλιδάκι κι έκοψε με προσοχή το πορτρέτο.


Το υπόλοιπο κομμάτι με την τρύπα στη μέση το άφησε στη θέση του μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε: «Από αυτό που μου αφήσατε πήρα μόνο αυτό που μου χρειαζόταν. Το υπόλοιπο σας το επιστρέφω γιατί μου είναι εντελώς άχρηστο».

Την άλλη μέρα της έστειλε κοσμήματα. Του τα επέστρεψε και τελικά κατάλαβε ότι αυτή η γυναίκα δεν εξαγοραζόταν με χρήματα. Ο δεσμός τους κράτησε πολλά χρόνια σχεδόν μέχρι το θάνατο του Κεμάλ.

Κατάσκοπος ή ηρωΐδα; Η συνάντηση με τον Καραμανλή και το τέλος σε έσχατη φτώχια

Η Νταλμάς – μία από τις πιο γνωστές Ελληνίδες που υιοθέτησε το κόκκινο κραγιόν ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά της στοιχεία – όταν ερχόταν στην Ελλάδα, συνήθιζε να συναντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Ηταν, άραγε, ένας «διπλός πράκτορας», που χρησιμοποιούσε τα κάλλη της για να εξάγει μυστικά της τουρκικής κυβέρνησης.

«Κατάσκοπος δεν ήμουνα, Ελληνίδα ήμουνα» έχει πει η ίδια. Στην κατοχή οι πράκτορες της Γκεστάπο την ξυλοκόπησαν άγρια, όταν αρνήθηκε να καταδώσει αντιστασιακούς, με αποτέλεσμα να αποβάλει το μωρό της.

Το τέλος της ζωής της τη βρήκε να ζει σε ένα δυάρι, δύο υπόγεια κάτω από τη γη, στην οδό Τρικάλων στους Αμπελόκηπους, όπου της πήγαιναν φαγητό οι γείτονες και κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου.

Λέγεται ότι στηριζόμενη στο μπαστούνι της αλλά πάντα κοκέτα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία». «Κωνσταντίνε, Ζωζώ Νταλμάς, 500 δρχ.!» του φώναξε.

Και εκείνος της απάντησε: «Ζουζό, ό,τι θέλεις, εδώ» (σύμφωνα με τον χορογράφο και χορευτή Δημήτρης Ιβάνοφ, στον οποίο η Ζωζώ Νταλμάς άφησε με διαθήκη το βεστιάριο και τα απομνημονεύματά της στην εφημερίδα Espresso).

Πέθανε το 1988 σε ένα γηροκομείο της Αθήνας. Μακριά από το κοινό που τη λάτρεψε και τη δημοσιότητα. Οι περισσότεροι φίλοι και συγγενείς της, άλλωστε, είχαν ήδη φύγει από τη ζωή.

[Πηγή]

Οι απόψεις του ιστολογίου μας δεν συμπίπτουν απαραίτητα με το περιεχόμενο των άρθρων που δημοσιεύουμε