Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Ο επιμελημένα άγνωστος ηρωισμός των αρχαίων Ελληνίδων

Οι αρχαίες Ελληνίδες ηρωίδες όπως μνημονεύονται από τον Πλούταρχο αλλά και τον μεταγενέστερό του ιστορικό, Πολύαινο, που έζησε κατά την εποχή....
των αυτοκρατόρων Μ. Αυρηλίου και Λ. Ουήρου (162 μ.Χ.)…

Στα Στρατηγήματά του ο Πολύαινος, πέραν των άλλων, κάνει μια σημαντική αναφορά στις αρχαίες Ελληνίδες ηρωΐδες συλλέγοντας μέσα από την αρχαία Ελληνική ιστορία δεκάδες συγκλονιστικά παραδείγματα κατορθωμάτων, ηρωϊσμού και γενναιότητος πολλών Ελληνίδων της αρχαιότητος, που αλιεύει μέσα από το έργο του Πλουτάρχου, παραλλάσσοντας διάφορα θέματα είτε λόγω διαφορετικής εκτιμήσεως είτε λόγω διαφορετικών πηγών.

Σε συνολικό και ατομικό επίπεδο, οι γυναίκες – ηρωΐδες, που μνημονεύουν οι προαναφερόμενοι ιστορικοί, ανεξαρτήτως εθνικότητος, είναι οι εξής : Τρωϊάδες, Φωκίδες, Χίαι, Αργείαι, Περσίδες, Κελταί, Μηλίαι, Τυρρηνίδες, Λυκίαι, Σαλματίδες, Μιλήσιαι, Κίαι, Φωκίδες, Ουαλερία και Κλοιλία, Μίκκα και Μεγιστώ, Πιερία, Πολυκρίτη, Λαμψάκη, Αρεταφίλα, Κάμμα, Στρατονίκη, Χιομάρα, Γύναιον Περγαμηνόν, Τιμόκλεια, Ερυξώ, Ξενοκρίτη, Πύθεω γυνή.

Δεν ξέρω πόσοι εκ των Ελλήνων είναι εις θέσιν να γνωρίζουν πόσες και πόσες αρχαίες Ελληνίδες μανάδες μας επέδειξαν έναν πρωτοφανή ηρωϊσμό όχι μόνον σε καιρούς πολέμου, αλλά και σε ημέρες ειρήνης.

Η Λέαινα η άγλωττος ονομάστηκε έτσι, διότι είχε την τόλμη να κόψη με τα ίδια της τα δόντια την γλώσσάν της και να την φτύση κατάμουτρα στον βασανιστή της, που ζητούσε απ’ αυτήν να πληροφορηθή τούς συνωμότες κατά του Ιππάρχου, πέριξ του Αρμοδίου, που ήτο φίλος της!

Η Τιμάνδρα, φίλη του Αλκιβιάδου, μόλις εδολοφόνησαν τον αγαπημένο της, δεν εδίστασε να πάρη το σώμά του, να το ενδύση και να το κηδέψη «λαμπρώς και φιλοτίμως», όπως γράφει ο Πλούταρχος.

Η Θαΐς η εταίρα, φίλη του Μ. Αλεξάνδρου, πέραν του αν κάποιοι συμφωνούν η διαφωνούν με την ενέργειάν της, για να εκδικηθή τους Πέρσες που κατέστρεψαν την Ελλάδα, δεν εδίστασε ν’ αρπάξη πρώτη τον πυρσόν και να βάλη φωτιά στην Περσέπολη, συμπαρασύρουσα κι αυτόν ακόμη τον Μέγα Στρατηλάτη.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο Πλούταρχος αναφέρει , πως η Θαΐς, ως και τα άλλα γύναια του Μεγάλου Αλεξάνδρου εξεδικήθησαν τας κατά της Ελλάδος επιδρομάς των Περσών καλύτερον παντός ναυμάχου η στρατηγού!!

Η Ειρήνη, φίλη του Πτολεμαίου, μη διστάσασα ν’ ακολουθήση τον καταδιωκόμενον εραστήν της, όστις κατέφυγε εις το ιερόν της Αρτέμιδος, προτίμησε ν’ αποθάνη ηρωϊκώς μαζί του, δια να τον ακολουθήση μέχρι του θανάτου του. Λέγεται μάλιστα ότι κρατούσα δια των χειρών της τούς κρίκους των θυρών του ιερού, έραινε δια του αίματος του προσφιλούς νεκρού τούς βωμούς μέχρις ότου την κατέσφαξαν!!

Τι άλλο να θυμηθούμε; Μήπως την Αλκιθέα, μητέρα του Παυσανίου, που πρώτη έβαλε τον λίθον για τον εντειχισμόν του ναού, μέσα εις τον οποίον είχαν κλείσει τον πολυθρύλητο γιο της, τον νικητή των Πλαταιών, μόλις πληροφορήθηκε ότι κατηγορείται για προδοσία;
Πάμπολλα τα ιστορικά στοιχεία…

Ας δούμε, όμως, ορισμένα παραδείγματα Ελληνίδων ηρωΐδων, που μνημονεύει ο Πλούταρχος μέσα στο έργο του Γυναικών αρεταί:


ΤΡΩΪΑΔΕΣ: Μετά την άλωσιν της Τροίας, όσοι κατάφεραν να διαφύγουν μέσα στα καράβια μαζί με τις γυναίκες τους, φθάνοντας στην Ιταλία, τούς έπιασε τρικυμία. Άπειροι και αδαείς, που ήσαν οι άνδρες, κατέφυγαν στ’ αγκυροβόλια και τα λιμάνια, που είχαν ανάγκη, κοντά στον Τιβεριν ποταμόν, περιπλανώμενοι ανά την χώραν, δια να συλλέξουν τις όποιες πληροφορίες εχρειάζοντο.

Οι γυναίκες τους, ταλαιπωρημένες όπως ήσαν και ζητώντας οπωσδήποτε πατρίδα, έλαβαν απόφαση να πυρπολήσουν τα πλοία, για ν’ αναγκάσουν τούς άνδρες τους να μείνουν εκεί. Μάλιστα, η πρώτη, που έβαλε φωτιά, ελέγετο Ρώμη.

Μόλις έβαλαν την φωτιά, πήγαν να συναντήσουν τούς άνδρες τους, οι οποίοι έτρεχαν προς την θάλασσα για να σώσουν τα πλοία. Φοβούμενες, όμως, την οργή τους, άλλες μεν αγκάλιαζαν τούς άνδρες των, άλλες δε φιλούσαν θωπευτικώς τούς συγγενείς των, με αποτέλεσμα, δια του τρόπου αυτού, να τους καταπραΰνουν!

Από τότε έμεινε και η συνήθεια στις γυναίκες των Ρωμαίων να χαιρετίζουν με φιλήματα τούς συγγενείς των…

ΦΩΚΙΔΕΣ: Κάποτε ξέσπασε ένας άσπονδος πόλεμος μεταξύ Θεσσαλών και Φωκέων, διότι αυτοί μεν εντός μίας ημέρας εφόνευσαν όλους τούς άρχοντες και τυράννους αυτών, οι δε Θεσσαλοί κατακομμάτιασαν διακοσίους πενήντα ομήρους εκείνων. Κατόπιν εισέβαλαν δια πανστρατιάς στην χώρα των Λοκρών, αποφασίσαντες να μη χαρίσουν την ζωή σε κανένα ενήλικα και να αιχμαλωτίσουν τα παιδιά και τις γυναίκες.

Τότε ο Δαΐφαντος, ο γιος του Βαθυλλίου, άρχοντας με δύο άλλους, κατέπεισε τούς Φωκείς να εξέλθουν αυτοί εις συνάντησιν και να συνάψουν μάχην με τούς Θεσσαλούς, συναθροίζοντας γυναίκες και παιδιά από όλη την Φωκίδα σε ένα μέρος και, αφού συγκεντρώσουν γύρω τους ξύλα, στην περίπτωση που νικηθούν, να δοθή προσταγή να κάψουν τα σώματά τους!

Ενώ, λοιπόν, συμφώνησαν όλοι για την παραπάνω ενέργεια, σηκώθηκε ένας και είπε πως πρέπει να έχουν και την συγκατάθεση των γυναικών τους, διαφορετικά να μη χρησιμοποιήσουν βία.

Μόλις το άκουσαν αυτό οι γυναίκες, έκαμαν συνεδρίασιν και όχι μόνον συμφώνησαν με τούς άνδρες των, αλλά εστεφάνωσαν κιόλας τον Δαΐφαντο για την απόφασή του!

Το ίδιο ακριβώς έγινε και με τα παιδιά, που συνηθροίσθησαν και έλαβαν την ίδια απόφαση με αυτήν των μανάδων τους!!

Τελικώς, οι Φωκείς, συμπλακέντες στις Κλεωνές της Υαμπόλιδος ενίκησαν τους Θεσσαλούς, για να τελούνται έκτοτε ειδικές εορτές, οι οποίες εκαλούντο Ελαφηβόλια, προς τιμήν της Αρτέμιδος και της Υαμπόλεως, ενώ το ψήφισμα των Φωκέων οι Έλληνες ωνόμασαν Απόνοιαν.

ΧΙΑΙ: Κάποτε στην Χίο ενυμφεύετο ένας επίσημος κι ενώ η νύφη εφέρετο επί αμάξης εις την οικίαν του γαμπρού, ο βασιλεύς Ίπποκλος, φίλος και παρευρισκόμενος στον γάμο, χάριν αστεϊσμού, επήδησε πάνω στην άμαξα, με αποτέλεσμα να βρη τον θάνατον από τούς φίλους του γαμπρού.

Λέγεται ότι, τότε, εξεδηλώθη θεία αγανάκτησις και πως εζητήθη από τον θεόν να σκοτώσουν τους φονείς του Ιππόκλου. Αυτό, όμως, δεν έγινε διότι συμφώνησαν ότι όλοι είναι φονείς του βασιλέως. Τότε ο θεός διέταξε να εγκαταλείψουν όλοι την πόλιν, αφού οι πάντες (άνδρες και γυναίκες) είναι φονείς.

Έτσι, λοιπόν, τους αιτίους και τους λαβόντες μέρος στον φόνο τους έστειλαν ως αποίκους στην Λευκωνία, την οποίαν, προηγουμένως, είχαν αφαιρέσει οι Κορωνείς, που κατείχαν μαζί με τούς Ερυθραίους.

Αργότερον, όταν εξερράγη πόλεμος μεταξύ αυτών και των Ερυθραίων, οι οποίοι, μεταξύ των Ιώνων είχαν μεγάλη δύναμη, εξεστράτευσαν εναντίων των Χίων της Λευκωνίας, οι οποίοι, μη δυνάμενοι ν’ αντισταθούν, συμφώνησαν, μετά από σπονδές, να εξέλθουν φορώντας μόνον μία χλαμύδα, ένα ιμάτιο και τίποτε άλλο, με αποτέλεσμα οι γυναίκες τους να τους χαρακτηρίζουν δειλούς.

Επειδή δε εκείνοι έλεγαν ότι είχαν ορκισθή, τους προέτρεπαν να μην αφήσουν τα όπλα, αλλά να λέγουν στους εχθρούς των, ότι χλαμύς είναι το δόρυ, χιτώνιον δε η ασπίς!

Αφού δε επείσθησαν οι Χίοι, παρουσιάσθηκαν αμέσως στους Ερυθραίους με τα όπλα τους, αναγκάζοντάς τους να φοβηθούν δια την τόλμην των και μάλιστα να ικανοποιηθούν από την αναχώρησίν των.

Έτσι, λοιπόν, εδιδάχθησαν από τις γυναίκες των να έχουν θάρρος και να σωθούν.

Μετά πολλού χρόνου δε, κι αφού οι γυναίκες απέδειξαν την αρετή τους, ο Φίλιππος, γιος του Δημητρίου, πολιόρκησε την πόλι καλώντας με βάρβαρο και υβριστικό κήρυγμα τους δούλους να αποστατήσουν προς αυτόν, με την υπόσχεσιν ελευθερίας και γάμου με τις κυρίες των, με στόχο να τους συγκατοικήση με τις γυναίκες των δεσποτών τους.

Επειδή δε οι γυναίκες κατελήφθησαν από φοβερόν και άγριον θυμόν, οι δε δούλοι είχαν αγανακτήσει κι αυτοί, όρμησαν αμέσως προς τα τείχη προσφέροντας λίθους και βέλη, παρακαλώντας και προτρέποντας τους πολεμούντες άνδρες των, ενώ οι ίδιες έγιναν πολεμίστριες αποκρούοντας τελικώς τον Φίλιππο, χωρίς κανείς δούλος ν’ αποστατήση προς αυτόν!!


ΑΡΓΕΙΑΙ: Ο αγών περί του Άργους κατά του Κλεομένους, κατά προτροπήν της ποιητρίας Τελεσίλλης, είναι το επόμενο θέμα μας.

Η Τελέσιλλα (ίδε όνομα) κατήγετο από ένδοξον οικογένειαν, αλλ’ ήτο φιλάσθενος. Αυτός και ο λόγος, που έστειλε να ρωτήση το Μαντείο για την σωματική της υγεία. Μόλις έλαβε την απάντησιν, ότι δια των Μουσών θα γίνη καλά, άρχισε να υπηρετή την ποίησιν και την μουσικήν με αποτέλεσμα ν’ απαλλαγή της ασθενείας της και να θαυμάζεται από τις Αργείες δια την ποιητικήν τέχνην της.

Όταν, λοιπόν, ο βασιλεύς των Σπαρτιατών Κλεομένης εσκότωσε αρκετούς (όχι όμως 7.777 άτομα (!), όπως ψευδώς ισχυρίζονται μερικοί) και εισήρχετο στην πόλη, ορμή και θεία τόλμη κατέλαβε τις γυναίκες, που ευρίσκοντο εις την ακμήν της ηλικίας των, να αντιταχθούν κατά των εχθρών υπέρ της πατρίδος των.

Υπό την αρχηγίαν, λοιπόν, της Τελεσίλλης, έλαβαν τα όπλα, εστάθησαν κοντά στις επάλξεις και περιέβαλαν σαν στέφανος γύρω τα τείχη, ώστε να τις θαυμάζουν οι εχθροί. Απέκρουσαν, λοιπόν, τον Κλεομένη, αφού πολλοί εφονεύθησαν, ενώ τον άλλον βασιλέα, τον Δημάρατον, που εισήλθε εις την πόλιν και κατέλαβε το Παμφυλιακόν, εξεδίωξαν, σύμφωνα με τον Σωκράτην.

Έτσι, λοιπόν, αφού εσώθη η πόλις, τις μεν γυναίκες που σκοτώθηκαν στην μάχη τις έθαψαν στην οδόν της Αργείας, ενώ στις σωθείσες επέτρεψαν να ιδρύσουν τον Ενυάλιον ναόν ως ενθύμιον της ανδρείας των!!

Έκτοτε υπήρχε μία εορτή, που γινόταν εις ανάμνησιν της μάχης εκείνης, τα Υβριστικά, όπου τις μεν γυναίκες ενέδυαν με ανδρικούς χιτώνες και χλαμύδες, τους δε άνδρες με πέπλα και καλύπτρες γυναικών.

Προς επανόρθωσιν δε της λειψανδρίας συνέζευξαν τις γυναίκες όχι με δούλους, όπως λέει ο Ηρόδοτος, αλλά με αρίστους γείτονές των, αφού τους επολιτογράφησαν. Αυτός και ο λόγος, που οι γυναίκες αυτές δεν τους τιμούσαν συγκοιμώμενες, αλλά τους περιφρονούσαν, κάνοντας ειδικόν νόμο, που έλεγε ότι οι έγγαμες γυναίκες θα συγκοιμώνται με τους άνδρες αυτούς φέρουσες πώγωνα!!…

ΜΗΛΙΑΙ: Οι Μήλιοι, όπως γράφει ο Πλούταρχος, κατόπιν εντολής του θεού, και με αρχηγόν τον νέον και ωραίον άνδρα Νυμφαίον, κατόπιν ταλαιπωριών, λόγω καταστροφής των πλοίων τους, όταν προσήγγισαν την Καρίαν και εξήλθον εις την ξηράν, αποίκισαν ένα χώρο δίπλα στην πόλιν Κρύασσαν, που τους παρεχώρησαν οι εκεί κάτοικοι είτε από φόβο είτε από ευσπλαχνίαν.

Μόλις, λοιπόν, διεπίστωσαν ότι οι Μήλιοι επολλαπλασιάζοντο επικινδύνως, οι Κάρες σκέφθηκαν να τούς εξοντώσουν και εμηχανεύθησαν κάποιαν ευωχίαν η κάποιο συμπόσιο.

Έτυχε τότε να έχη ερωτευθή τον Νυμφαίον μία νεαρά παρθένος, που ελέγετο Καφένη, η οποία εκμυστηρεύθηκε το μυστικό στον αγαπημένο της.

Πράγματι. Μόλις οι Κάρες προσποιήθηκαν ότι θέλουν να τούς προσκαλέσουν σε γεύμα, αλλά χωρίς τις γυναίκες τους, ο Νυμφαίος απήντησε ότι τούτο δεν είναι πρέπον και δεν μπορεί να γίνη διότι πρέπει να τούς συνοδεύουν απαραιτήτως οι γυναίκες των.

Έτσι, λοιπόν, αφού ο Νυμφαίος είπε τα πραχθέντα στους Μηλίους, τούς συμβούλευσε να πάνε μεν αυτοί άοπλοι, αλλά οι γυναίκες τους να κρύβουν μέσα στα πόδια τους από ένα ξίφος και να κάθονται κοντά στον άνδρα τους.

Όταν εις το μέσον του δείπνου εδόθη το σύνθημα εις τούς Κάρες και οι Έλληνες κατάλαβαν τι επρόκειτο να συμβή, οι γυναίκες άνοιξαν ταυτόχρονα τούς κόλπους των και οι άνδρες, λαβόντες τα ξίφη, επετέθησαν κατά των βαρβάρων για να τους φονεύσουν όλους, με αποτέλεσμα να κατακτήσουν την χώρα, να την καταστρέψουν και να κτίσουν στην θέση της παλιάς πόλεως την Νέαν Κρύασσαν!

Περιττόν να πούμε, ότι η Καφένη έλαβε σύζυγον τον Νυμφαίον και έχαιρε τιμής και ευγνωμοσύνης εκ μέρους των Ελλήνων.

ΤΥΡΡΗΝΙΔΕΣ: Από τούς Τυρρηνούς, που κατέλαβαν την Λήμνον και Ίμβρον και άρπαξαν τις γυναίκες των Αθηναίων από την Βραυρώνα, εγεννήθησαν τέκνα, που οι Αθηναίοι εξεδίωξαν ως μιγάδες από τα νησιά αυτά.

Εκείνοι τότε κατέπλευσαν στο Ταίναρο για να φανούν χρήσιμοι κατά τον ειλωτικόν πόλεμον (465 π.Χ.). Αυτός και ο λόγος, που έλαβαν διάφορα δικαιώματα και ενυμφεύθησαν γυναίκες από το μέρος αυτό.

Επειδή, όμως, οι Τυρρηνοί δεν εκρίνοντο άξιοι να μετέχουν των αξιωμάτων και της βουλής, έγιναν ύποπτοι για συμμετοχή σε πραξικόπημα και πως εσκόπευαν να ανατρέψουν το καθεστώς.

Τότε, οι Λακεδαιμόνιοι τους συνέλαβαν, τους εφυλάκισαν και τους εφύλαττον αυστηρώς, με σκοπό να βρουν αποδεικτικά στοιχεία προς καταδίκην των.

Πλην, όμως, οι γυναίκες των φυλακισμένων ήλθαν σ’ επαφή με τους φύλακες και τους ικέτευαν να τις αφήσουν να δουν τους άντρες των μόνες των, μόνον και μόνον για να τους χαιρετίσουν.

Οι φύλακες επείσθησαν και μόλις οι γυναίκες μπήκαν μέσα, προέτρεψαν τους άντρες τους ν’ αλλάξουν τα ρούχα τους με αυτά των γυναικών και να εξέλθουν της φυλακής σκεπασμένοι με τις καλύπτρες των, ενώ αυτές θα έμεναν μέσα δια παν ενδεχόμενον.

Έτσι και έγινε. Οι φύλακες εξηπατήθησαν και οι Τυρρηνοί κατέλαβαν τον Ταΰγετον με αποτέλεσμα να κινήσουν εις αποστασίαν τους Είλωτες, που εδέχοντο εις την τάξιν των.

Οι Σπαρτιάτες εφοβήθησαν πολύ και έστειλαν κήρυκα προς συμφιλίωσιν, με τον όρον να λάβουν τις γυναίκες των και, αφού δοθούν εις αυτούς χρήματα και πλοία, να αποπλεύσουν και μάλιστα να χαρακτηρίζονται φίλοι και συγγενείς των Λακεδαιμονίων, όπου και όταν βρουν την χώρα, που θέλουν να κατοικήσουν.

Όπερ και εγένετο, αφού, τελικώς, οι Τυρρηνοί, άλλοι μεν εξ αυτών εγκατεστάθησαν στην Μήλο και άλλοι δε εξ αυτών (οι περισσότεροι) εγκατεστάθησαν στην Κρήτη (Χερρόνησον και Λύκτον)…


ΛΥΚΙΑΙ: Κάτι μυθικό, αλλά που η παράδοσις πιστοποιεί, είναι η παρακάτω ιστορία: Ο Αμισώδαρος, που οι Λύκιοι ονομάζουν Ισάραν, ήλθε από την αποικία των Λυκίων περί την Ζέλειαν με πλοία ληστρικά, των οποίων ηγεμών ήτο ο Χίμαρρος, πολεμικός μεν άνθρωπος, αλλά σκληρός και θηριώδης.

Έπλεε δε με πλοίον, το οποίον έφερε διακριτικόν σημείον από το μέρος μεν της πρώρας λέοντα, από το μέρος δε της πρύμνης δράκοντα και προξενούσε πολλές συμφορές στους Λυκίους, σε σημείο που να μην μπορούν να πλεύσουν την θάλασσα ούτε να κατοικούν στις παράλιες πόλεις.

Αυτόν, λοιπόν, τον άνθρωπο εφόνευσε ο Βελλερεφόντης, που κατεδίωξε μαζί με τον Πήγασον. Εκδιώξας δε και τις Αμαζόνες δεν ελάμβανε καμίαν αμοιβήν, αλλ’ ήτο πολύ άδικος ο Ιοβάτης προς αυτόν, με αποτέλεσμα να εισέλθη εις την θάλασσαν και να ευχηθή εναντίον του στον Ποσειδώνα να καταστή η χώρα άκαρπος και ανωφελής.

Μετά την ευχήν απήλθε και το κύμα υψώθηκε πολύ και κατέκλυσε την χώραν, μ’ ένα θέαμα τόσο φοβερό, αφού η θάλασσα έμενε μετέωρη και τον ακολουθούσε αποκρύπτουσα την πεδιάδα!

Επειδή δε οι άνδρες παρακαλούσαν τον Βελλερεφόντην να σταματήση την θάλασσα και δεν τον έπειθαν, οι γυναίκες εσήκωσαν τους χιτώνες των και ήλθαν προς συνάντησίν του.

Όταν, λοιπόν, εκείνος οπισθοχώρησε, λέγεται ότι και το κύμα υπεχώρησε μαζί του.

Ορισμένοι, όμως, υποστηρίζουν το μυθώδες του πράγματος και λέγουν ότι ο Βελλερεφόντης παρέσυρε την θάλασσαν όχι με τις ευχές του, αλλά διότι το ευφορώτατον μέρος της πεδιάδος ήτο χαμηλώτερον της θαλάσσης.

Μια δε λοφοσειρά, που εξετείνετο παρά την ακτήν και εμπόδιζε την θάλασσα, την άνοιξε ο Βελλερεφόντης, και όταν η θάλασσα όρμησε και κατέκλυσε την πεδιάδα, οι μεν άνδρες με τις παρακλήσεις των δεν κατόρθωσαν τίποτε, οι γυναίκες, όμως, έτρεξαν όλες γύρω του για να τύχουν του σεβασμού των και να καταπραΰνουν την οργήν του.

Άλλοι δε λέγουν ότι η λεγομένη Χίμαιρα, ήτο ένα όρος απέναντι του ηλίου και προξενούσε κατά το θέρος αντανακλάσεις επιβλαβείς και καυστικές, που διεσκορπίζοντο εις την πεδιάδα και από αυτές εμαραίνοντο οι καρποί.

Ο Βελλερεφόντης το παρετήρησε και απέκοψε το λειότατον μέρος του γκρεμού που έριχνε προ πάντων τις αντανακλάσεις του. Επειδή όμως δεν ελάμβανε αμοιβήν, οργίσθηκε και εκδικήθηκε τους Λυκίους, αλλά, τελικώς, επείσθη υπό των γυναικών και τα πράγματα ηρέμησαν.

Ο Νύμφις στο τέταρτο βιβλίο του περί Ηρακλείας λέγει, ότι ο Βελλερεφόντης εσκότωσε ένα αγριογούρουνο, που έβλαπτε ζώα και καρπούς στην χώρα των Ξανθίων και δεν ελάμβανε αμοιβήν.

Τότε αυτός καταράσθηκε τούς Ξανθίους προς τον Ποσειδώνα και ολόκληρη η πεδιάδα εκαλύφθη από άλμην και κατεστράφη εντελώς, επειδή το χώμα έγινε πικρόν, έως ότου σεβάσθηκε τις παρακλήσεις των γυναικών και ευχήθηκε στον Ποσειδώνα να παύση την οργήν του. Δια τούτο και νόμος υπήρχε εις τους Ξανθίους να λαμβάνουν το όνομα όχι από τον πατέρα, αλλά από την μητέρα τους!…

ΜΙΛΗΣΙΑΙ: Λέγεται, ότι κάποτε κατέλαβε τις Μιλήσιες παρθένες ένα φοβερό και ακατάπαυστο υστερικό πάθος, από κάποια άγνωστη αφορμή. Υποθέτουν μάλιστα ότι, ενδεχομένως, ο αέρας να ανεμείχθη με κάτι που προκαλεί έκστασιν και δηλητηρίασιν, με αποτέλεσμα να προξενήση στις εν λόγω Ελληνίδες διαστροφήν και παραφοράν του λογικού των, μιας και επήλθε σ’ αυτές έντονη επιθυμία να αυτοκτονούν με μίαν παράφρονον ορμήν προς απαγχονισμόν. Πολλές δε εξ αυτών είχαν απαγχονισθή κρυφίως.

Οι λόγοι και τα δάκρυα των γονέων τους, αλλά και οι παρηγορίες των φίλων δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Τουναντίον μάλιστα οι κοπέλες αυτές νικούσαν κάθε επινόησιν η πανουργίαν εκείνων, που τις εφύλαγαν, και αυτοκτονούσαν!

Το κακό αυτό, ως φαίνεται, είχε θείαν προέλευσιν και ήτο ανώτερον πάσης ανθρωπίνης δυνατότητος, έως ότου, κατά συμβουλήν κάποιου φρονίμου ανθρώπου, συνετάχθη νομοσχέδιον κατά το οποίον οι απαγχονιζόμενες γυναίκες θα έπρεπε να περιφέρωνται προς ταφήν γυμνές δια μέσου της αγοράς!!

Όταν κατεκυρώθη αυτός ο νόμος, όχι μόνον συνεκράτησεν, αλλά κατέπαυσεν οριστικώς την επιθυμίαν των παρθένων προς αυτοκτονίαν!…

ΚΙΑΙ: Στις παρθένες των Κίων υπήρχε μία συνήθεια να πηγαίνουν στα δημόσια ιερά και να περνούν όλη την ημέρα μαζί, ενώ οι μνηστήρες των τις έβλεπαν να παίζουν και να χορεύουν. Το απόγευμα δε επήγαιναν στην οικία κάθε κοπέλας και υπηρετούσαν τούς γονείς και τούς αδελφούς των μέχρι του σημείου να τους πλένουν και τα πόδια.

Ήταν τόσο μεγάλος ο σεβασμός των αγοριών προς αυτές, ώστε ο έρωτάς των να είναι κόσμιος και μάλιστα, όταν γινόταν αρραβώνας με κάποια εξ αυτών, οι άλλοι έπαυαν να την ζητούν.

Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήτο, κατά τον Πλούταρχον, η μεγάλη απόδειξις της κοσμιότητος των γυναικών, ενώ για επτακόσια ολόκληρα χρόνια να μη παρατηρηθή ίχνος μοιχείας η διαφθοράς!..

ΦΩΚΙΔΕΣ: Όταν οι τύραννοι των Φωκέων είχαν καταλάβει τούς Δελφούς και οι Θηβαίοι πολεμούσαν εναντίον τους τον λεγόμενον Ιερόν πόλεμον, οι ιέρειες του Διονύσου, που ελέγοντο Θυιάδες, αφού κατελήφθησαν από μανίαν και περιπλανήθηκαν την νύκτα, έφθασαν χωρίς να το καταλάβουν στην Άμφισσα. Επειδή δε ήσαν κατακουρασμένες και δεν είχαν συνέλθει ακόμη, εξάπλωσαν εκεί στην αγορά και εκοιμήθησαν.

Τότε οι γυναίκες των Αμφισσέων, φοβούμενες μήπως πάθουν κάποιο κακό, διότι η πόλις ήτο σύμμαχος των Φωκέων και πολλοί στρατιώτες ευρίσκοντο σ’ αυτήν, έτρεξαν όλες από τα σπίτια τους στην αγορά, εστάθησαν γύρω τους με σιωπή και όση ώρα εκοιμώντο δεν τις επλησίαζαν. Όταν δε εξύπνησαν άλλες περιεκύκλωσαν άλλες και προσέφεραν σ’ αυτές τροφήν και περιποίησιν.

Τέλος, αφού κατέπεισαν τούς συζύγους των, συνόδευσαν αυτές και τις προέπεμψαν μέχρι των συνόρων (δείγμα, προφανώς, του μεγάλου σεβασμού, που έτρεφαν άπαντες απέναντι των ιερειών και δη των Θυιάδων)

Βεβαίως, ο Πλούταρχος αναφέρεται και στον ηρωϊσμό γυναικών άλλων εθνοτήτων, που δεν κάμνομεν, όμως, αναλυτικήν αναφοράν, μιας και το αντικείμενό μας στο βιβλίο αυτό είναι οι Ελληνίδες και όχι οι ξένες της αρχαιότητος.

Αναρτά η Χρυσαλία

Βιβλιογραφικές πηγές:
Άγγελου Π. Σακκέτου
α) «Οι Ελληνίδες της Αρχαιότητας»
β) «Η καρδιά της Ελλάδος».

[Πηγή] 

Το είδαμε εδώ 

Οι απόψεις του ιστολογίου μας δεν συμπίπτουν απαραίτητα με το περιεχόμενο των άρθρων που δημοσιεύουμε