Στις 8 Μαΐου εορτάζεται το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που σηματοδοτείται από την άνευ όρων παράδοση της Ναζιστικής Γερμανίας, η οποία....
και υπεγράφη από τον στρατάρχη Κάιτελ, το ναύαρχο Φρίντερμπουργκ και το στρατηγό της αεροπορίας Στουμπφ, τις πρώτες ώρες της 9ης Μαΐου 1945.
Ωστόσο, ο αιματηρός πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμη. Η Ιαπωνία αρνούνταν πεισματικά να παραδοθεί, έχοντας περάσει ήδη από το φθινόπωρο του 1944 σε μάχη μέχρις εσχάτων. Στις 20 Οκτωβρίου του 1944, στη μάχη των Φιλιππίνων, την εμφάνισή τους κάνουν και οι πρώτοι πιλότοι αυτοκτονίας, που έμελε να γίνουν γνωστοί ως καμικάζι, οι οποίοι οδηγούν τα αεροπλάνα τους, γεμάτα εκρηκτικές ύλες, κατευθείαν πάνω στα εχθρικά πλοία.
Έκτοτε και μέχρι τη ρίψη των δύο ατομικών βομβών και την παράδοση της χώρας, χιλιάδες στρατιώτες επιβιβάστηκαν σε αεροπλάνα για την τελευταία πτήση της ζωής τους, με στόχο να πάρουν μαζί τους στο θάνατο όσους περισσότερους εχθρούς μπορούσαν.
Επρόκειτο ουσιαστικά για πιλότους-αυτοκτονίας που έδιναν τη ζωή τους σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γυρίσει η τύχη του πολέμου υπέρ της Ιαπωνίας. Είναι μια σκέψη που ο σύγχρονος δυτικός νους δυσκολεύεται να συλλάβει: το άτομο, ο ένας αυτός στρατιώτης που απλά γίνεται ένα ακόμη γρανάζι στην καλό(;) κουρδισμένη μηχανή του ιαπωνικού στρατού.
Ακόμη και οι εξτρεμιστές Μουσουλμάνοι που αναλαμβάνουν αποστολές αυτοκτονίας σήμερα, δύσκολα μπορούν να συγκριθούν με τις οργανωμένες και μαζικές επιθέσεις των ιπτάμενων βομβιστών αυτοκτονίας του '44-'45.
Πώς όμως επιλέγονταν οι άνθρωποι που θα έδιναν τη ζωή τους για την πατρίδα τους; Ήταν εθελοντές ή επιλέγονταν από τους ανωτέρους τους και διατάσσονταν να σκοτωθούν; Ήταν αγνοί πατριώτες ή εξαναγκάζονταν σε μια τέτοια κίνηση;
Οι νεκροί μίας ημέρας περισσότεροι από την ετήσια «φουρνιά» πιλότων
Για να δοθεί μια απάντηση στα παραπάνω, πρέπει να αναφερθούμε εν συντομία στην κατάσταση που αντιμετώπιζε η Ιαπωνία, πριν την εμφάνιση των πρώτων καμικάζι. Ήδη από το 1942, σε μία και μόνο μέρα η Ιαπωνία έχασε περισσότερους πιλότους από όσους μπορούσε να εκπαιδεύσει σε έναν ολόκληρο χρόνο πριν βέβαια την έναρξη του πολέμου.
Συνεπώς, η εκπαίδευση νέων πιλότων σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα ώστε να ριχτούν στη μάχη, ήταν απλά αδύνατη. Έτσι, η χώρα αναγκαζόταν να στέλνει άπειρους πιλότους σε πτήσεις με ξεπερασμένα αεροσκάφη.
Παράλληλα, η πεποίθηση ότι ο θάνατος ήταν προτιμότερος από την ήττα, ήταν βαθιά ριζωμένη στην ιαπωνική στρατιωτική κουλτούρα της εποχής. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μάθαινε άλλωστε ένας νεαρός στρατιώτης ήταν πώς να χρησιμοποιήσει το δάχτυλό του για να τραβήξει τη σκανδάλη, ενώ το όπλο στόχευε ακριβώς σε ένα συγκεκριμένο σημείο κάτω από το πηγούνι του, ώστε η σφαίρα να τον σκότωσε αμέσως.
Υποτίθεται ότι θα χρησιμοποιούσε την τεχνική αυτή εάν αιχμαλωτίζονταν σε μια σπηλιά ή σε ένα χαράκωμα, εγκλωβισμένος από τον εχθρό. Εάν δεν αυτοκτονούσε, αλλά επιχειρούσε να αποδράσει, μπορεί να πυροβολούνταν από πίσω επειδή οι ανώτεροί του και ορισμένοι σύντροφοι πίστευαν ότι δεν πρέπει ποτέ να αιχμαλωτιστείς από τον εχθρό, όπως περιγράφει ο Emiko Ohnuki-Tierney, στο «Ημερολόγια ενός Καμικάζι».
«Δώστε μου 300 αεροπλάνα και θα αντιστρέψω τη μοίρα του πολέμου»
Η ιδέα των Καμικάζι δεν προέκυψε ξαφνικά, καθότι υπήρχαν ήδη αναφορές για ιάπωνες πιλότους που εσκεμμένα έπεφταν με τα αεροπλάνα τους πάνω στον εχθρό, όταν οι καταστροφές ήταν τόσο εκτεταμένες ώστε να μην μπορούν να επιστρέψουν στη βάση τους. Ωστόσο, πολλοί θέλουν τον λοχαγό Motoharu Okamura να είναι ο ιθύνων νους πίσω από τους «Tokubetsu Kōgekitai» (θα μπορούσε να αποδοθεί ως «Ειδικές Μονάδες Επίθεσης»), τα μέλη των οποίων έγιναν γνωστά ως καμικάζι.
O Κamura ήταν ο πρώτος υψηλόβαθμος αξιωματούχος που έριξε την ιδέα για τις αποστολές αυτοκτονίας. Ο ίδιος φέρεται να δηλώνει: «Στη σημερινή μας κατάσταση πιστεύω ακράδαντα ότι ο μόνος τρόπος να γυρίσουμε τον πόλεμο υπέρ μας είναι να καταφύγουμε σε επιθέσεις με βουτιές-συντριβής με τα αεροπλάνα μας.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Θα υπάρχουν παραπάνω από αρκετοί εθελοντές για την ευκαιρία αυτή να σώσουν τη χώρα μας και θα ήθελα να διευθύνω μια τέτοια επιχείρηση. Δώστε μου 300 αεροπλάνα και θα αντιστρέψω τη μοίρα του πολέμου».
«Πράσινο φως» για τους καμικάζι με προϋπόθεση την εθελοντική στρατολόγηση
Παρόλα αυτά, δεν είναι ο Okamura, αλλά ο αντιναύαρχος Takijiro Onishi που έχει κατοχυρωθεί σαν το δημιουργό της πρώτης μοίρας πιλότων καμικάζι. Η ιστορία θέλει τον Onishi να πλησιάζει τους ανωτέρους του για να λάβει την άδεια δημιουργίας της μοίρας. Η άδεια τελικά του δόθηκε με μια μόνο προϋπόθεση: να στρατολογεί αποκλειστικά εθελοντές!
Αποφασισμένος να κάνει πραγματικότητα την ιδέα του, ο Onishi έκανε ο ίδιος προσωπικά την πρώτη ανακοίνωση, ζητώντας εθελοντές για την ειδική μονάδα στη Βάση Μαμπαλακάτ, στις Φιλιππίνες. Και οι 23 πιλότοι ζήτησαν να συμμετάσχουν καθαρά εθελοντικά.
«Οι μέλισσες πεθαίνουν αφού τσιμπήσουν...»
Από κει και ύστερα, η ιστορία μπερδεύεται. Υπάρχουν αναφορές που θέλουν περισσότερους πιλότους από τα διαθέσιμα αεροπλάνα να δηλώνουν συμμετοχή. Οι αναφορές θέλουν μάλιστα την αναλογία να διαμορφώνεται σε 3 πιλότοι προς 1 διαθέσιμο αεροπλάνο!
«Υπήρχαν τόσοι πολλοί εθελοντές για αποστολές αυτοκτονίας που τους αναφέραμε σαν σμήνος μελισσών… Οι μέλισσες πεθαίνουν αφού τσιμπήσουν», φέρεται να δηλώνει ο Motoharu Okamura.
Κακοποιήσεις, ψυχολογικός εκβιασμός και ψέματα
Ωστόσο, πολλοί είναι οι ιστορικοί που αμφισβητούν την παραπάνω επίσημη εκδοχή για τους γεμάτο ζήλο εθελοντές, βασιζόμενοι σε μαρτυρίες πιλοτών που παρουσιάστηκαν έκτοτε και οι οποίοι δίνουν ένα μάλλον λιγότερο πατριωτικό και πρόθυμο τόνο στην επιχείρηση.
Ο διακεκριμένος Saburo Sakai του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού με τουλάχιστον 28 νίκες στο ιστορικό του, που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων και την κατάρριψη ή πρόκληση σοβαρής βλάβης σε πάνω από 60 συμμαχικά αεροπλάνα, είχε δηλώσει σε συνέντευξή του: «Ακόμη και τώρα, βλέπω πολλά πρόσωπα μαθητών μου, όταν κλείνω τα μάτια μου.
Τόσοι πολλοί μαθητές χάθηκαν. Γιατί στα στρατηγεία συνέχισαν τόσο ανόητες επιθέσεις για 10 μήνες; Ανόητοι! Όλοι αυτοί οι άντρες ψεύδονταν στους εθελοντές για τις μονάδες καμικάζι. Ψεύδονταν!»
Επιπλέον, πολλοί από τα «αγόρια-στρατιώτες» που κατέληξαν να γίνουν πιλότοι καμικάζι είχαν κακοποιηθεί κατά την εκπαίδευσή τους, σε σημείο να χάσουν οποιαδήποτε αίσθηση πατριωτισμού, σύμφωνα πάλι με μαρτυρίες.
Για παράδειγμα, ο Irokawa Daikichi περιέγραψε πως χτυπήθηκε στο πρόσωπο με τέτοια συχνότητα και σκληρότητα που το πρόσωπό του «δεν ήταν πλέον αναγνωρίσιμο»: «Χτυπήθηκα τόσο σκληρά που δεν μπορούσα πλέον να δω και έπεσα στο πάτωμα.
Στο λεπτό που σηκώθηκα, χτυπήθηκα ξανά με ένα ρόπαλο». Επισήμως, ο σκοπός πίσω από αυτή την εξαιρετικά βίαιη εκπαίδευση ήταν η ενστάλαξη στους στρατιώτες ενός «μαχητικού πνεύματος».
«Είχε αποφασιστεί να πεθάνω για τον αυτοκράτορα»
Όπως το θέτει ο Hayashi Ichizo, «είναι εύκολο να μιλάς για το θάνατο με τρόπο αφηρημένο, όπως συζητούσαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Είναι, όμως, ο πραγματικός θάνατος που φοβάμαι, και δεν ξέρω εάν θα μπορέσω να τον ξεπεράσω. Ακόμη και σε μια μικρή ζωή, υπάρχουν πολλές μνήμες. Για κάποιον που είχε μια καλή ζωή, είναι πολύ δύσκολο να το αντιληφθεί.
Έφτασα σε ένα σημείο δίχως επιστροφή. Έπρεπε να βουτήξω σε ένα εχθρικό σκάφος. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να πω ότι η επιθυμία να πεθάνω για τον αυτοκράτορα ήταν γνήσια, πως ερχόταν από την καρδιά μου. Εντούτοις, είχε αποφασιστεί για μένα να πεθάνω για τον αυτοκράτορα».
Ανάλογες σκέψεις εξέφρασε και ο υπολοχαγός Yukio Seki, ο οποίος καθοδήγησε μία από τις 3 ομάδες της δεύτερης επίσημης επίθεση καμικάζι: «Το μέλλον της Ιαπωνίας είναι ζοφερό εάν εξαναγκαστεί να σκοτώσει έναν από τους καλύτερους πιλότους. Δεν πάω σε αυτήν την αποστολή για τον αυτοκράτορα ή για την αυτοκρατορία. Πηγαίνω επειδή διατάχθηκα».
Πώς έπειθαν τους εθελοντές
Πώς όμως έπειθαν τους εθελοντές; Όπως εξηγεί ο Mako Sasaki στο έργο του «Ποιοι έγιναν πιλότοι καμικάζι και πώς ένιωθαν για την αποστολή αυτοκτονίας», ορισμένοι άντρες στρατολογούνταν μέσω ενός απλού ερωτηματολογίου. Σε αυτό υπήρχε μία και απλή ερώτηση πολλαπλής απάντησης: «Επιθυμείτε ένθερμα/εύχεστε/απεύχεστε να εμπλακείτε σε επιθέσεις καμικάζι;»
Το μόνο που οι άντρες έπρεπε να κάνουν, ήταν να κυκλώσουν τη δήλωση με την οποία συμφωνούσαν περισσότερο. Η παγίδα ήταν όμως ότι αν και μπορούσαν ελεύθερα να δηλώσουν ότι δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν, έπρεπε να γράψουν το όνομά τους.
Όπως επισημαίνει, λοιπόν, ο Sasaki, η πίεση που δέχονταν οι νέοι άντρες να κάνουν κάτι για την πατρίδα τους ήταν μεγάλη και αντίστοιχα, υπαρκτή ήταν και η απειλή για αντίποινα σε όσους αρνούνταν, όχι μόνο προς τους ίδιους, αλλά και προς τις οικογένειές τους.
Σύμφωνα με το προαναφερθέν έργο «Ημερολόγια ενός Καμικάζι» του Ohnuki-Tierney, άλλοι μέθοδοι πειθούς των «εθελοντών» ήταν να βάζουν τους υποψηφίους σε ένα δωμάτιο όπου μετά από μια μακροσκελή ομιλία για τον πατριωτισμό, διέταζαν όσους δεν ήθελαν να γίνουν καμικάζι, να κάνουν ένα βήμα μπροστά, ώστε να εκτεθούν στα μάτια των υπολοίπων, εμφανιζόμενοι ως δειλοί που δεν θέλουν να πεθάνουν την ώρα που άλλοι στρατιώτες έδιναν τη ζωή τους για την υπεράσπιση της πατρίδας. Όσο για την τύχη όσων αρνούνταν, σύμφωνα με τον Emiko, ήταν η εξής:
«Εάν ένας στρατιώτης ήταν αρκετά θαρραλέος να αρνηθεί, θα στέλνονταν σε μια ζωντανή κόλαση. Όποιος στρατιώτης αρνούνταν, θα κατέληγε "persona non grata" ή θα στελνόταν στα πολεμικά μέτωπα του Νότου, όπου ο θάνατος ήταν βέβαιος.
Στην πραγματικότητα, ορισμένοι στρατιώτες κατόρθωσαν να πουν όχι, αλλά η άρνησή τους δεν ελήφθη υπόψη. Ο Kuroda Kenjirō αποφάσισε να μην γίνει εθελοντής, μόνο και μόνο για εκπλαγεί όταν βρήκε το όνομά του στη λίστα των εθελοντών για τα σχετικά σώματα. Ο ανώτερός του ανέφερε -όλο περηφάνια- ότι όλα τα μέλη του σώματος ήταν εθελοντές».
«Μην ξοδέψετε ελαφρά τη ζωή σας»
Αξίζει να σημειωθεί πάντως πως δεν σκοτώθηκαν όλοι οι καμικάζι. Εάν, για παράδειγμα, ένα αεροπλάνο παρουσίαζε πρόβλημα ενώ βρισκόταν στον αέρα ή εάν ο στόχος δεν εντοπιζόταν στο προκαθορισμένο σημείο, ήταν επιτρεπτό για τον πιλότο αυτοκτονίας να επιστρέψει στη βάση του προκειμένου να προσπαθήσει ξανά αργότερα. Όπως άλλωστε σημειώνοντας στις οδηγίες των καμικάζι: «Σε περίπτωση κακών καιρικών συνθηκών όποτε και δεν μπορείτε να εντοπίσετε το στόχο ή υπό αντίξοες συνθήκες, μπορείτε να αποφασίσετε να επιστρέψετε στη βάση. Μην αποθαρρυνθείτε. Μην ξοδέψετε ελαφρά τη ζωή σας».
Στον αντίποδα των παραπάνω αφηγήσεων, υπάρχουν και αναφορές για καμικάζι που πράγματι έσπευδαν να θυσιαστούν για την πατρίδα τους. Όπως δήλωσε σε συνέντευξη ο πρώην καμικάζι Tadamasa Itatsu, ορισμένοι νέοι άντρες ήταν πρόθυμοι να σκοτωθούν καθώς γνήσια πίστευαν ότι με τις πράξεις τους «θα έσωζαν τη χώρα τους από την καταστροφή».
«Είμαι χαρούμενος που έχω την τιμή να έχω επιλεχθεί σαν μέλος των Ειδικών Δυνάμεων Επίθεσης που βρίσκονται καθ οδόν γα τη μάχη, αλλά δεν μπορώ να μην κλάψω σκεπτόμενος εσένα, Μητέρα. Όταν σκέφτομαι τις ελπίδες που είχες για το μέλλον μου… Νιώθω τόσο λυπημένος που θα πεθάνω χωρίς να κάνω τίποτε που θα σου έδινε χαρά», αναφέρει το γράμμα του Ichizo Hayashi, λίγες μέρες πριν πεθάνει, τον Απρίλιο του 1945.
Το 14% των καμικάζι έβρισκαν στόχο
Τόσο ο Hayashi, όσο και χιλιάδες άλλοι νεαροί Ιάπωνες έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αλλάξει η μοίρα της χώρας, δίχως να μάθουν ποτέ το αποτέλεσμα. Διότι στην πραγματικότητα, παρά τον αρχικό φόβο που προξένησαν οι επιθέσεις αυτές στις ΗΠΑ, εν τέλει η αποτελεσματικότητά τους ήταν μάλλον χαμηλή.
Σύμφωνα με την αμερικανική πολεμική αεροπορία, σημειώθηκαν περίπου 3.000 επιθέσεις καμικάζι, οι οποίες κατάφεραν να καταστρέψουν 368 πλοία, βυθίζοντας τα 34 εξ αυτών, σκοτώνοντας 4.900 ναύτες και τραυματίζοντας άλλους 4.800. Μόλις το 14% των καμικάζι κατόρθωσαν εν τέλει να χτυπήσουν το πλοίο-στόχο.
Παρόλα αυτά η ιαπωνική αντίληψη περί μέγιστης ατίμωσης σε περίπτωση παράδοσης στον εχθρό, έδειξε το μεγαλείο της στη μάχη για το νησί Ίβο Τζίμα, το χειμώνα του ’45: Κρυμμένοι σε σπηλιές, οι Ιάπωνες υπερασπίστηκαν το νησί μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματός τους. Το αποτέλεσμα; 21.703 βρήκαν το θάνατο, συμπαρασύροντας όμως μαζί τους 27.909 Αμερικανούς, σχεδόν τριπλάσιους από την απόβαση στη Νορμανδία!
Παρ’ όλες όμως τις πράξεις ανδρείας τον Ιαπώνων, το αποτέλεσμα του πολέμου δεν θα μπορούσε να κριθεί εκεί. Όπως το έθεσε και ο πλωτάρχης Iwatani το Μάρτιο του '45 στο περιοδικό Taiyo: «Δεν μπορώ να προβλέψω το αποτέλεσμα των αερομαχιών, όμως θα κάνετε λάθος αν θεωρήσετε τις επιχειρήσεις Ειδικών Επιθέσεων σαν φυσιολογικές μεθόδους.
Ο σωστός τρόπος είναι να επιτίθεσαι στον εχθρό με τις ικανότητές σου και να επιστρέφεις στη βάση με θετικά αποτελέσματα. Ένα αεροπλάνο θα πρέπει να χρησιμοποιείται ξανά και ξανά. Αυτός είναι ο τρόπος να παλέψεις σε έναν πόλεμο. Η τρέχουσα αντίληψη είναι διαστρεβλωμένη.
Διαφορετικά δεν μπορείς να αναμένεις βελτίωση της αεροπορίας. Δεν θα υπάρξει πρόοδος εάν οι πιλότοι συνεχίζουν να πεθαίνουν».
[Πηγή]
και υπεγράφη από τον στρατάρχη Κάιτελ, το ναύαρχο Φρίντερμπουργκ και το στρατηγό της αεροπορίας Στουμπφ, τις πρώτες ώρες της 9ης Μαΐου 1945.
Ωστόσο, ο αιματηρός πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμη. Η Ιαπωνία αρνούνταν πεισματικά να παραδοθεί, έχοντας περάσει ήδη από το φθινόπωρο του 1944 σε μάχη μέχρις εσχάτων. Στις 20 Οκτωβρίου του 1944, στη μάχη των Φιλιππίνων, την εμφάνισή τους κάνουν και οι πρώτοι πιλότοι αυτοκτονίας, που έμελε να γίνουν γνωστοί ως καμικάζι, οι οποίοι οδηγούν τα αεροπλάνα τους, γεμάτα εκρηκτικές ύλες, κατευθείαν πάνω στα εχθρικά πλοία.
Έκτοτε και μέχρι τη ρίψη των δύο ατομικών βομβών και την παράδοση της χώρας, χιλιάδες στρατιώτες επιβιβάστηκαν σε αεροπλάνα για την τελευταία πτήση της ζωής τους, με στόχο να πάρουν μαζί τους στο θάνατο όσους περισσότερους εχθρούς μπορούσαν.
Επρόκειτο ουσιαστικά για πιλότους-αυτοκτονίας που έδιναν τη ζωή τους σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γυρίσει η τύχη του πολέμου υπέρ της Ιαπωνίας. Είναι μια σκέψη που ο σύγχρονος δυτικός νους δυσκολεύεται να συλλάβει: το άτομο, ο ένας αυτός στρατιώτης που απλά γίνεται ένα ακόμη γρανάζι στην καλό(;) κουρδισμένη μηχανή του ιαπωνικού στρατού.
Ακόμη και οι εξτρεμιστές Μουσουλμάνοι που αναλαμβάνουν αποστολές αυτοκτονίας σήμερα, δύσκολα μπορούν να συγκριθούν με τις οργανωμένες και μαζικές επιθέσεις των ιπτάμενων βομβιστών αυτοκτονίας του '44-'45.
Πώς όμως επιλέγονταν οι άνθρωποι που θα έδιναν τη ζωή τους για την πατρίδα τους; Ήταν εθελοντές ή επιλέγονταν από τους ανωτέρους τους και διατάσσονταν να σκοτωθούν; Ήταν αγνοί πατριώτες ή εξαναγκάζονταν σε μια τέτοια κίνηση;
Οι νεκροί μίας ημέρας περισσότεροι από την ετήσια «φουρνιά» πιλότων
Για να δοθεί μια απάντηση στα παραπάνω, πρέπει να αναφερθούμε εν συντομία στην κατάσταση που αντιμετώπιζε η Ιαπωνία, πριν την εμφάνιση των πρώτων καμικάζι. Ήδη από το 1942, σε μία και μόνο μέρα η Ιαπωνία έχασε περισσότερους πιλότους από όσους μπορούσε να εκπαιδεύσει σε έναν ολόκληρο χρόνο πριν βέβαια την έναρξη του πολέμου.
Συνεπώς, η εκπαίδευση νέων πιλότων σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα ώστε να ριχτούν στη μάχη, ήταν απλά αδύνατη. Έτσι, η χώρα αναγκαζόταν να στέλνει άπειρους πιλότους σε πτήσεις με ξεπερασμένα αεροσκάφη.
Παράλληλα, η πεποίθηση ότι ο θάνατος ήταν προτιμότερος από την ήττα, ήταν βαθιά ριζωμένη στην ιαπωνική στρατιωτική κουλτούρα της εποχής. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μάθαινε άλλωστε ένας νεαρός στρατιώτης ήταν πώς να χρησιμοποιήσει το δάχτυλό του για να τραβήξει τη σκανδάλη, ενώ το όπλο στόχευε ακριβώς σε ένα συγκεκριμένο σημείο κάτω από το πηγούνι του, ώστε η σφαίρα να τον σκότωσε αμέσως.
Υποτίθεται ότι θα χρησιμοποιούσε την τεχνική αυτή εάν αιχμαλωτίζονταν σε μια σπηλιά ή σε ένα χαράκωμα, εγκλωβισμένος από τον εχθρό. Εάν δεν αυτοκτονούσε, αλλά επιχειρούσε να αποδράσει, μπορεί να πυροβολούνταν από πίσω επειδή οι ανώτεροί του και ορισμένοι σύντροφοι πίστευαν ότι δεν πρέπει ποτέ να αιχμαλωτιστείς από τον εχθρό, όπως περιγράφει ο Emiko Ohnuki-Tierney, στο «Ημερολόγια ενός Καμικάζι».
«Δώστε μου 300 αεροπλάνα και θα αντιστρέψω τη μοίρα του πολέμου»
Η ιδέα των Καμικάζι δεν προέκυψε ξαφνικά, καθότι υπήρχαν ήδη αναφορές για ιάπωνες πιλότους που εσκεμμένα έπεφταν με τα αεροπλάνα τους πάνω στον εχθρό, όταν οι καταστροφές ήταν τόσο εκτεταμένες ώστε να μην μπορούν να επιστρέψουν στη βάση τους. Ωστόσο, πολλοί θέλουν τον λοχαγό Motoharu Okamura να είναι ο ιθύνων νους πίσω από τους «Tokubetsu Kōgekitai» (θα μπορούσε να αποδοθεί ως «Ειδικές Μονάδες Επίθεσης»), τα μέλη των οποίων έγιναν γνωστά ως καμικάζι.
O Κamura ήταν ο πρώτος υψηλόβαθμος αξιωματούχος που έριξε την ιδέα για τις αποστολές αυτοκτονίας. Ο ίδιος φέρεται να δηλώνει: «Στη σημερινή μας κατάσταση πιστεύω ακράδαντα ότι ο μόνος τρόπος να γυρίσουμε τον πόλεμο υπέρ μας είναι να καταφύγουμε σε επιθέσεις με βουτιές-συντριβής με τα αεροπλάνα μας.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Θα υπάρχουν παραπάνω από αρκετοί εθελοντές για την ευκαιρία αυτή να σώσουν τη χώρα μας και θα ήθελα να διευθύνω μια τέτοια επιχείρηση. Δώστε μου 300 αεροπλάνα και θα αντιστρέψω τη μοίρα του πολέμου».
«Πράσινο φως» για τους καμικάζι με προϋπόθεση την εθελοντική στρατολόγηση
Παρόλα αυτά, δεν είναι ο Okamura, αλλά ο αντιναύαρχος Takijiro Onishi που έχει κατοχυρωθεί σαν το δημιουργό της πρώτης μοίρας πιλότων καμικάζι. Η ιστορία θέλει τον Onishi να πλησιάζει τους ανωτέρους του για να λάβει την άδεια δημιουργίας της μοίρας. Η άδεια τελικά του δόθηκε με μια μόνο προϋπόθεση: να στρατολογεί αποκλειστικά εθελοντές!
Αποφασισμένος να κάνει πραγματικότητα την ιδέα του, ο Onishi έκανε ο ίδιος προσωπικά την πρώτη ανακοίνωση, ζητώντας εθελοντές για την ειδική μονάδα στη Βάση Μαμπαλακάτ, στις Φιλιππίνες. Και οι 23 πιλότοι ζήτησαν να συμμετάσχουν καθαρά εθελοντικά.
«Οι μέλισσες πεθαίνουν αφού τσιμπήσουν...»
Από κει και ύστερα, η ιστορία μπερδεύεται. Υπάρχουν αναφορές που θέλουν περισσότερους πιλότους από τα διαθέσιμα αεροπλάνα να δηλώνουν συμμετοχή. Οι αναφορές θέλουν μάλιστα την αναλογία να διαμορφώνεται σε 3 πιλότοι προς 1 διαθέσιμο αεροπλάνο!
«Υπήρχαν τόσοι πολλοί εθελοντές για αποστολές αυτοκτονίας που τους αναφέραμε σαν σμήνος μελισσών… Οι μέλισσες πεθαίνουν αφού τσιμπήσουν», φέρεται να δηλώνει ο Motoharu Okamura.
Κακοποιήσεις, ψυχολογικός εκβιασμός και ψέματα
Ωστόσο, πολλοί είναι οι ιστορικοί που αμφισβητούν την παραπάνω επίσημη εκδοχή για τους γεμάτο ζήλο εθελοντές, βασιζόμενοι σε μαρτυρίες πιλοτών που παρουσιάστηκαν έκτοτε και οι οποίοι δίνουν ένα μάλλον λιγότερο πατριωτικό και πρόθυμο τόνο στην επιχείρηση.
Ο διακεκριμένος Saburo Sakai του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού με τουλάχιστον 28 νίκες στο ιστορικό του, που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων και την κατάρριψη ή πρόκληση σοβαρής βλάβης σε πάνω από 60 συμμαχικά αεροπλάνα, είχε δηλώσει σε συνέντευξή του: «Ακόμη και τώρα, βλέπω πολλά πρόσωπα μαθητών μου, όταν κλείνω τα μάτια μου.
Τόσοι πολλοί μαθητές χάθηκαν. Γιατί στα στρατηγεία συνέχισαν τόσο ανόητες επιθέσεις για 10 μήνες; Ανόητοι! Όλοι αυτοί οι άντρες ψεύδονταν στους εθελοντές για τις μονάδες καμικάζι. Ψεύδονταν!»
Επιπλέον, πολλοί από τα «αγόρια-στρατιώτες» που κατέληξαν να γίνουν πιλότοι καμικάζι είχαν κακοποιηθεί κατά την εκπαίδευσή τους, σε σημείο να χάσουν οποιαδήποτε αίσθηση πατριωτισμού, σύμφωνα πάλι με μαρτυρίες.
Για παράδειγμα, ο Irokawa Daikichi περιέγραψε πως χτυπήθηκε στο πρόσωπο με τέτοια συχνότητα και σκληρότητα που το πρόσωπό του «δεν ήταν πλέον αναγνωρίσιμο»: «Χτυπήθηκα τόσο σκληρά που δεν μπορούσα πλέον να δω και έπεσα στο πάτωμα.
Στο λεπτό που σηκώθηκα, χτυπήθηκα ξανά με ένα ρόπαλο». Επισήμως, ο σκοπός πίσω από αυτή την εξαιρετικά βίαιη εκπαίδευση ήταν η ενστάλαξη στους στρατιώτες ενός «μαχητικού πνεύματος».
«Είχε αποφασιστεί να πεθάνω για τον αυτοκράτορα»
Όπως το θέτει ο Hayashi Ichizo, «είναι εύκολο να μιλάς για το θάνατο με τρόπο αφηρημένο, όπως συζητούσαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Είναι, όμως, ο πραγματικός θάνατος που φοβάμαι, και δεν ξέρω εάν θα μπορέσω να τον ξεπεράσω. Ακόμη και σε μια μικρή ζωή, υπάρχουν πολλές μνήμες. Για κάποιον που είχε μια καλή ζωή, είναι πολύ δύσκολο να το αντιληφθεί.
Έφτασα σε ένα σημείο δίχως επιστροφή. Έπρεπε να βουτήξω σε ένα εχθρικό σκάφος. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να πω ότι η επιθυμία να πεθάνω για τον αυτοκράτορα ήταν γνήσια, πως ερχόταν από την καρδιά μου. Εντούτοις, είχε αποφασιστεί για μένα να πεθάνω για τον αυτοκράτορα».
Ανάλογες σκέψεις εξέφρασε και ο υπολοχαγός Yukio Seki, ο οποίος καθοδήγησε μία από τις 3 ομάδες της δεύτερης επίσημης επίθεση καμικάζι: «Το μέλλον της Ιαπωνίας είναι ζοφερό εάν εξαναγκαστεί να σκοτώσει έναν από τους καλύτερους πιλότους. Δεν πάω σε αυτήν την αποστολή για τον αυτοκράτορα ή για την αυτοκρατορία. Πηγαίνω επειδή διατάχθηκα».
Πώς έπειθαν τους εθελοντές
Πώς όμως έπειθαν τους εθελοντές; Όπως εξηγεί ο Mako Sasaki στο έργο του «Ποιοι έγιναν πιλότοι καμικάζι και πώς ένιωθαν για την αποστολή αυτοκτονίας», ορισμένοι άντρες στρατολογούνταν μέσω ενός απλού ερωτηματολογίου. Σε αυτό υπήρχε μία και απλή ερώτηση πολλαπλής απάντησης: «Επιθυμείτε ένθερμα/εύχεστε/απεύχεστε να εμπλακείτε σε επιθέσεις καμικάζι;»
Το μόνο που οι άντρες έπρεπε να κάνουν, ήταν να κυκλώσουν τη δήλωση με την οποία συμφωνούσαν περισσότερο. Η παγίδα ήταν όμως ότι αν και μπορούσαν ελεύθερα να δηλώσουν ότι δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν, έπρεπε να γράψουν το όνομά τους.
Όπως επισημαίνει, λοιπόν, ο Sasaki, η πίεση που δέχονταν οι νέοι άντρες να κάνουν κάτι για την πατρίδα τους ήταν μεγάλη και αντίστοιχα, υπαρκτή ήταν και η απειλή για αντίποινα σε όσους αρνούνταν, όχι μόνο προς τους ίδιους, αλλά και προς τις οικογένειές τους.
Σύμφωνα με το προαναφερθέν έργο «Ημερολόγια ενός Καμικάζι» του Ohnuki-Tierney, άλλοι μέθοδοι πειθούς των «εθελοντών» ήταν να βάζουν τους υποψηφίους σε ένα δωμάτιο όπου μετά από μια μακροσκελή ομιλία για τον πατριωτισμό, διέταζαν όσους δεν ήθελαν να γίνουν καμικάζι, να κάνουν ένα βήμα μπροστά, ώστε να εκτεθούν στα μάτια των υπολοίπων, εμφανιζόμενοι ως δειλοί που δεν θέλουν να πεθάνουν την ώρα που άλλοι στρατιώτες έδιναν τη ζωή τους για την υπεράσπιση της πατρίδας. Όσο για την τύχη όσων αρνούνταν, σύμφωνα με τον Emiko, ήταν η εξής:
«Εάν ένας στρατιώτης ήταν αρκετά θαρραλέος να αρνηθεί, θα στέλνονταν σε μια ζωντανή κόλαση. Όποιος στρατιώτης αρνούνταν, θα κατέληγε "persona non grata" ή θα στελνόταν στα πολεμικά μέτωπα του Νότου, όπου ο θάνατος ήταν βέβαιος.
Στην πραγματικότητα, ορισμένοι στρατιώτες κατόρθωσαν να πουν όχι, αλλά η άρνησή τους δεν ελήφθη υπόψη. Ο Kuroda Kenjirō αποφάσισε να μην γίνει εθελοντής, μόνο και μόνο για εκπλαγεί όταν βρήκε το όνομά του στη λίστα των εθελοντών για τα σχετικά σώματα. Ο ανώτερός του ανέφερε -όλο περηφάνια- ότι όλα τα μέλη του σώματος ήταν εθελοντές».
«Μην ξοδέψετε ελαφρά τη ζωή σας»
Αξίζει να σημειωθεί πάντως πως δεν σκοτώθηκαν όλοι οι καμικάζι. Εάν, για παράδειγμα, ένα αεροπλάνο παρουσίαζε πρόβλημα ενώ βρισκόταν στον αέρα ή εάν ο στόχος δεν εντοπιζόταν στο προκαθορισμένο σημείο, ήταν επιτρεπτό για τον πιλότο αυτοκτονίας να επιστρέψει στη βάση του προκειμένου να προσπαθήσει ξανά αργότερα. Όπως άλλωστε σημειώνοντας στις οδηγίες των καμικάζι: «Σε περίπτωση κακών καιρικών συνθηκών όποτε και δεν μπορείτε να εντοπίσετε το στόχο ή υπό αντίξοες συνθήκες, μπορείτε να αποφασίσετε να επιστρέψετε στη βάση. Μην αποθαρρυνθείτε. Μην ξοδέψετε ελαφρά τη ζωή σας».
Στον αντίποδα των παραπάνω αφηγήσεων, υπάρχουν και αναφορές για καμικάζι που πράγματι έσπευδαν να θυσιαστούν για την πατρίδα τους. Όπως δήλωσε σε συνέντευξη ο πρώην καμικάζι Tadamasa Itatsu, ορισμένοι νέοι άντρες ήταν πρόθυμοι να σκοτωθούν καθώς γνήσια πίστευαν ότι με τις πράξεις τους «θα έσωζαν τη χώρα τους από την καταστροφή».
Μαθήτριες Λυκείου αποχαιρετούν καμικάζι
«Είμαι χαρούμενος που έχω την τιμή να έχω επιλεχθεί σαν μέλος των Ειδικών Δυνάμεων Επίθεσης που βρίσκονται καθ οδόν γα τη μάχη, αλλά δεν μπορώ να μην κλάψω σκεπτόμενος εσένα, Μητέρα. Όταν σκέφτομαι τις ελπίδες που είχες για το μέλλον μου… Νιώθω τόσο λυπημένος που θα πεθάνω χωρίς να κάνω τίποτε που θα σου έδινε χαρά», αναφέρει το γράμμα του Ichizo Hayashi, λίγες μέρες πριν πεθάνει, τον Απρίλιο του 1945.
Το 14% των καμικάζι έβρισκαν στόχο
Τόσο ο Hayashi, όσο και χιλιάδες άλλοι νεαροί Ιάπωνες έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αλλάξει η μοίρα της χώρας, δίχως να μάθουν ποτέ το αποτέλεσμα. Διότι στην πραγματικότητα, παρά τον αρχικό φόβο που προξένησαν οι επιθέσεις αυτές στις ΗΠΑ, εν τέλει η αποτελεσματικότητά τους ήταν μάλλον χαμηλή.
Σύμφωνα με την αμερικανική πολεμική αεροπορία, σημειώθηκαν περίπου 3.000 επιθέσεις καμικάζι, οι οποίες κατάφεραν να καταστρέψουν 368 πλοία, βυθίζοντας τα 34 εξ αυτών, σκοτώνοντας 4.900 ναύτες και τραυματίζοντας άλλους 4.800. Μόλις το 14% των καμικάζι κατόρθωσαν εν τέλει να χτυπήσουν το πλοίο-στόχο.
Παρόλα αυτά η ιαπωνική αντίληψη περί μέγιστης ατίμωσης σε περίπτωση παράδοσης στον εχθρό, έδειξε το μεγαλείο της στη μάχη για το νησί Ίβο Τζίμα, το χειμώνα του ’45: Κρυμμένοι σε σπηλιές, οι Ιάπωνες υπερασπίστηκαν το νησί μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματός τους. Το αποτέλεσμα; 21.703 βρήκαν το θάνατο, συμπαρασύροντας όμως μαζί τους 27.909 Αμερικανούς, σχεδόν τριπλάσιους από την απόβαση στη Νορμανδία!
Παρ’ όλες όμως τις πράξεις ανδρείας τον Ιαπώνων, το αποτέλεσμα του πολέμου δεν θα μπορούσε να κριθεί εκεί. Όπως το έθεσε και ο πλωτάρχης Iwatani το Μάρτιο του '45 στο περιοδικό Taiyo: «Δεν μπορώ να προβλέψω το αποτέλεσμα των αερομαχιών, όμως θα κάνετε λάθος αν θεωρήσετε τις επιχειρήσεις Ειδικών Επιθέσεων σαν φυσιολογικές μεθόδους.
Ο σωστός τρόπος είναι να επιτίθεσαι στον εχθρό με τις ικανότητές σου και να επιστρέφεις στη βάση με θετικά αποτελέσματα. Ένα αεροπλάνο θα πρέπει να χρησιμοποιείται ξανά και ξανά. Αυτός είναι ο τρόπος να παλέψεις σε έναν πόλεμο. Η τρέχουσα αντίληψη είναι διαστρεβλωμένη.
Διαφορετικά δεν μπορείς να αναμένεις βελτίωση της αεροπορίας. Δεν θα υπάρξει πρόοδος εάν οι πιλότοι συνεχίζουν να πεθαίνουν».
[Πηγή]