Όταν ένας άγνωστος εχθρός της βόρειας βαλκανικής θα περνούσε για άλλη μια φορά τις Θερμοπύλες, το όνομα του ηγέτη του θα γινόταν γνωστό σε....
Ανατολική και Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως το νέο συνώνυμο του τρόμου.
Ο Αλάριχος Α’ ενσάρκωσε το αποκαλούμενο «γερμανικό πρόβλημα» της διαιρημένης Ρώμης, φέρνοντας αναταραχή στους διαδόχους του Μεγάλου Θεοδόσιου σε Ανατολή (Αρκάδιος) και Δύση (Ονώριος).
Όταν το Γοτθικό φύλο του, που είχε ήδη εγκατασταθεί στη σημερινή βόρεια Βουλγαρία με φιρμάνι του Θεοδόσιου και υπηρετούσε μισθοφορικά στον στρατό της αυτοκρατορίας, απέκτησε για αρχηγό τον στρατηγό Αλάριχο, τότε οι τρομακτικοί Βησιγότθοι θα έβαζαν σκοπό να φέρουν την καταστροφή και τον όλεθρο τόσο στην Ελλάδα όσο και την Ιταλία, εκμεταλλευόμενοι ιδανικά τις έριδες των δύο τμημάτων της αυτοκρατορίας.
Λέγεται ότι ο Αρκάδιος έδιωξε τον στρατό που του έστειλε ο Ονώριος επειδή τον φοβόταν, ο δε Ονώριος κλείστηκε στη Ραβέννα για να τον προστατεύσουν τα γύρω έλη, αφήνοντας ανενόχλητο τον Αλάριχο να λεηλατεί την Πελοπόννησο και (κάποια χρόνια αργότερα) να λαφυραγωγεί τη Ρώμη ως επιδρομέας.
Ο Αλάριχος, που θα αποκτούσε τελικά το προσωνύμιο «Μέγας», εκστράτευσε εναντίον της Θράκης και της Μακεδονίας, απειλώντας ακόμα και τη Βασιλεύουσα, αν και άλλαξε τελικά σχέδια και στράφηκε προς την Ελλάδα: Διέσχισε τη Θεσσαλία και έφτασε διαμέσου των Θερμοπυλών στην Κεντρική Ελλάδα, λεηλατώντας και καταστρέφοντας Αττική και Βοιωτία.
Αν και αυτή που υπέφερε περισσότερο από την επιδρομική μανία των Βησιγότθων ήταν η Πελοπόννησος, με την Κόρινθο, το Άργος, τη Σπάρτη και άλλες πόλεις και οικισμούς να μετατρέπονται σε ερείπια.
Κατόπιν ο Αλάριχος στράφηκε στην Ήπειρο, κυνηγημένος πια από τον Στηλίχωνα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αν και ο αυτοκράτορας Αρκάδιος έστεψε με στρατιωτικούς τίτλους και τίμησε εκτεταμένα τον άνθρωπο που είχε λεηλατήσει τις Ελληνικές επαρχίες της αυτοκρατορίας!
Ο Αλάριχος έπαψε να απειλεί λοιπόν την Βυζαντινή πλευρά και στράφηκε τώρα στη δυτική, πολιορκώντας τελικά τη Ρώμη και λεηλατώντας τη για τρεις ημέρες.
Η εισβολή στην αιώνια πόλη τον Αύγουστο του 410 μ.Χ. θα προοιώνιζε την ηχηρή πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όντας το πρώτο βάρβαρο πόδι που πατούσε κατακτητικά τη Ρώμη εδώ και 800 χρόνια!
Όσο για την εκδικητική μανία του Αλάριχου κατά των μέχρι πρότινος Ρωμαίων συμμάχων του, δεν ήταν παρά η απροθυμία του Θεοδόσιου να του αναγνωρίσει δικαιώματα γης, παρά το γεγονός ότι ο Αλάριχος θυσίασε τους μισούς από τους 20.000 Βησιγότθους του για να υπερασπιστεί τα εδάφη της αυτοκρατορίας από τις επιδρομές των Φράγκων…
Πρώτα χρόνια
Ο Αλάριχος Α’ γεννιέται περί το 370 μ.Χ. μέσα σε ισχυρή οικογένεια της γερμανικής νομαδικής Φυλής των Βάλτων της Βόρειας Ευρώπης, η οποία είχε ήδη αποκτήσει εθνική συνείδηση και ονομαζόταν πλέον Γοτθική Φυλή.
Οι Βησιγότθοι (οι Γότθοι της Δύσης δηλαδή, σε αντιδιαστολή με τους Γότθους της Ανατολής, τους Οστρογότθους), κατέβηκαν στα νότια της Ευρώπης για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των Ούννων και ήρθαν έτσι σε επαφή με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αν και όχι ειρηνικά.
Η μετακίνηση των Γότθων θα διαρκέσει για περισσότερο από ενάμιση αιώνα («Επιδρομές των Βαρβάρων») και θα μετρήσει πολλές μάχες με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αν και στην εποχή που μας ενδιαφέρει ο Μέγας Θεοδόσιος είχε καταφέρει να συνάψει ειρήνη με τους Βησιγότθους (382 μ.Χ.), μετά την πετυχημένη εκστρατεία των τελευταίων στην Αδριανούπολη, δίνοντάς τους εδάφη στον Βόσπορο, τη Φρυγία και τη Θράκη.
Οι ειρηνικοί πια Γότθοι λειτουργούσαν τώρα ως ομόσπονδοι (σύμμαχοι δηλαδή) της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οφείλοντας στρατιωτική υπηρεσία στον αυτοκράτορα για την άμυνα των συνόρων του κράτους από τους άλλους βαρβάρους.
Εκχριστιανισμένοι και σε επαφή με το μεγαλείο Ρώμης και Βυζαντίου, οι Βησιγότθοι ζούσαν με τις δικές του συνήθειες στη σημερινή βόρεια Βουλγαρία από το 376 μ.Χ. και μέσα στο πλαίσιο αυτό γεννιέται ο Αλάριχος, πιθανότατα στις εκβολές του Δούναβη, ως γιος τοπικού αφέντη της φυλής.
Ο Αλάριχος ήταν έτσι κληρονομικός ηγεμόνας των Βησιγότθων και παράλληλα με τα καθήκοντά του ως κύριος της φυλής υπηρετεί στις ρωμαϊκές λεγεώνες κάτω από τις διαταγές αρκετών Ρωμαίων στρατηγών, πριν γίνει έμπιστος του σπουδαίου Γότθου στρατηγού Γαϊνά.
Γρήγορα θα διακριθεί για τα στρατιωτικά του χαρίσματα και θα μετατραπεί σε αρχηγό όλων των Φοιδεράτων (βάρβαρων συμμάχων), ενώ αργότερα θα γίνει και στρατιωτικός διοικητής του Ιλλυρικού.
Ο Αλάριχος και οι βάρβαροι σύμμαχοί του (Οστρογότθοι, Βησιγότθοι και άλλοι Φοιδεράτοι) υπερασπίστηκαν με ανδρεία τα σύνορα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας στη Συρία κατά των Ούννων (386-387) παρέχοντας τεράστια βοήθεια στον Θεοδόσιο.
Λέγεται ότι σε εκείνες τις μάχες ο Αλάριχος έπιασε αιχμάλωτο έναν νεαρό ευγενή των Ούννων, κάποιον Αττίλα, τον οποίο κράτησε κοντά του και εκπαίδευσε προσωπικά συμβάλλοντας τα μέγιστα στη γέννηση της «Μάστιγας του Θεού»!
Όπως κι αν έχει, η κατάσταση άλλαξε δραματικά για τους γότθους συμμάχους του Βυζαντίου μετά τον θάνατο του Θεοδόσιου το 395 μ.Χ., όταν ο Αλάριχος αναλαμβάνει την ηγεσία των Βησιγότθων και αξιώνει πια περισσότερα για τον λαό του, μιας και ο Θεοδόσιος είχε ξεχάσει βολικά να τον ευχαριστήσει για τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι Γότθοι στην υπεράσπιση των συνόρων του Βυζαντίου.
Οι Βησιγότθοι εξεγείρονται και ξεκινούν επιδρομές και λεηλασίες πιστεύοντας πως έτσι θα αποσπούσαν δικαιώματα γης και χρυσό.
Αφού είδε τις περιπέτειες των εξεγέρσεων του Γαϊνά και του επίσης Γότθου Φραβίττα και τη διχαλωτή γλώσσα του νέου αυτοκράτορα Αρκάδιου, ο Αλάριχος ανακαλεί τη συμμαχία με το Βυζάντιο και είναι έτοιμος να ζητήσει εκδίκηση…
Η αιματοβαμμένη εκστρατεία στην Ελλάδα
Ο Αλάριχος εκστράτευσε λοιπόν εναντίον της Θράκης και της Μακεδονίας επιφέροντας έναν ληστρικό ανταρτοπόλεμο που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά ο οργανωμένος βυζαντινός στρατός.
Αφού λεηλάτησε και έκαψε τη Θράκη, ο Αλάριχος έφτασε να απειλεί ακόμα και την πρωτεύουσα, όταν επενέβη διπλωματικά ο Ρουφίνος και του άλλαξε τα σχέδια.
Ο Γαλάτης Ρουφίνος, επίτροπος του 17χρονου Αρκάδιου και διορισμένος από τον ίδιο τον Θεοδόσιο, καθυστέρησε τον Αλάριχο με δήθεν διαβουλεύσεις ώστε να καταφτάσει στη Θράκη ο επίσης βάρβαρος επίτροπος του Ονόριου, Στηλίχωνας, που ήταν εκτός των άλλων και τρομερός στρατηγός.
Όταν αποβιβάστηκε ο Στηλίχων με τις ρωμαϊκές λεγεώνες του στη Θεσσαλονίκη, ο Αλάριχος ξεκίνησε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, αν και μέχρι τότε η διπλωματία του Ρουφίνου θα απέδιδε καρπούς: ο αυτοκρατορικός επίτροπος πείθει τον βάρβαρο ηγέτη να στραφεί στην εύκολη στην προέλασή του Ελλάδα, αφήνοντας ανέγγιχτη τη Βασιλεύουσα.
Την ίδια ώρα, ο Στηλίχωνας ανακαλείται στη Ρώμη, αφήνοντας έτσι τον δρόμο διάπλατα ανοιχτό για το Βησιγοτθικό πλιάτσικο και τις σφαγές στον Ελληνικό χώρο.
Ο Ρουφίνος ήξερε το σχέδιο της Δυτικής Αυτοκρατορίας για προσάρτηση της Ελλάδας στη Ρώμη, κι έτσι αποφάσισε να τους παραδώσει ερείπια, σώζοντας ταυτοχρόνως την πρωτεύουσα του Βυζαντίου.
Ανενόχλητος λοιπόν ο Αλάριχος, περνά από τη Θεσσαλία και καταφτάνει στην Κεντρική Ελλάδα καταστρέφοντας, καίγοντας και λεηλατώντας τα πάντα στο πέρασμά του και δίνοντας λίγο πολύ τέλος στο μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας.
Ο ιστορικός Ζώσιμος γράφει ότι η καταστροφή που επέφεραν οι χριστιανοί Βησιγότθοι στους ναούς των Εθνικών ήταν κίνηση προμελετημένη και έτυχε μεγάλης συνδρομής από τους χριστιανούς αρειανούς μοναχούς (στην αίρεση του Αρείου ανήκαν και οι Βησιγότθοι).
Όπως κι αν έχει η ιστορική αλήθεια, η επιδρομική μανία του Αλάριχου στον ελλαδικό χώρο έλεος δεν γνώριζε: ο Πειραιάς έπεσε στα χέρια των βαρβάρων και γνώρισε εκτεταμένες καταστροφές, αν και εντελώς αναπάντεχα ο Αλάριχος δεν κινήθηκε κατά της Αθήνας.
Όπως αναφέρει ο ειδωλολάτρης ιστορικός Ζώσιμος, ο Αλάριχος, πολιορκώντας τα τείχη των Αθηνών με τον στρατό του, είδε τη θεά Αθηνά οπλισμένη και τον ήρωα της Τροίας Αχιλλέα να στέκονται μπροστά στα τείχη.
Η έκπληξη που προκάλεσε στον Αλάριχο αυτή η υπερφυσική εμφάνιση υπήρξε τέτοια που είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί η ιδέα της εισβολής στην Αθήνα.
Παρά την υπερβολή του ενθουσιώδη Εθνικού Ζώσιμου όμως, η αλήθεια είναι ότι ο Αλάριχος δεν πείραξε τα έργα τέχνης των Αθηνών πιθανότατα από τον θαυμασμό του. Τα αθάνατα μνημεία της Κλασικής Εποχής λέγεται ότι τα αποκάλεσε «έργα των θεών» και δεν θέλησε να τα αγγίξει.
Ασφαλέστερο βέβαια για τη χάρη που έδειξε ο Αλάριχος στην Αθήνα είναι η άμεση συνθηκολόγηση της πόλης, κάτι που επέφερε την εκτόνωση του μένους του.
Δεν έδειξε βέβαια την ίδια αβρότητα στη ληστρική του λαίλαπα κατά της Αττικής, της Βοιωτίας και της Πελοποννήσου, καθώς Κόρινθος, Μέγαρα, Άργος, Σπάρτη και πολλές ακόμα πόλεις έζησαν την καταστρεπτική του μανία.
Ο Αλάριχος δεν ήθελε να κατακτήσει την Ελλάδα, αλλά να επιφέρει εκτεταμένες φθορές ώστε να πετύχει τον βασικό του στόχο: την πίεση στον Αρκάδιο για αναγνώριση κυριαρχικών και εδαφικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας του.
Γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας τον έστεψε στρατιωτικό γενικό διοικητή του Ιλλυρικού (magister militum per Illyricum) το 397, για να κατευνάσει πιθανότατα το φονικό του μένος.
Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Αρκάδιος προσέφερε αξιώματα στον Αλάριχο για να ανακόψει τη νέα απόπειρα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να αποβιβαστεί στην Ελλάδα και να ανακόψει την επέλαση των Βησιγότθων.
Πράγματι, το 397 μ.Χ. ο Στηλίχωνας αποβιβάστηκε και πάλι στον ελλαδικό χώρο (Κορινθιακό Κόλπο) και εγκλώβισε τον Αλάριχο στα βουνά μεταξύ Ηλείας και Αρκαδίας, όταν ανακλήθηκε και πάλι πίσω!
Η απροσδόκητη μεταβολή του ώστε να εγκαταλείψει τα εδάφη της Ανατολικής Αυτοκρατορίας θα άφηνε για άλλη μια φορά τον Βησιγότθο ηγεμόνα ανενόχλητο να συνεχίσει τη βαρβαρική επιδρομή του στην Ήπειρο, παρά το γεγονός ότι ο Στηλίχων ήταν ο μόνος που διείδε το μέλλον: όταν ο Αλάριχος δεν θα είχε τι άλλο να καταστρέψει στο Βυζάντιο, θα στρεφόταν κατά της Ρώμης…
Η λεηλασία της Ρώμης και το τέλος
Την ώρα που οι Δυτικοί προετοιμάζονταν για την επίθεση του Αλάριχου, εκείνος έφτιαχνε νέα όπλα στις πόλεις του Ιλλυρικού που πλέον έλεγχε με τις αυτοκρατορικές ευλογίες του Αρκάδιου.
Τώρα ήταν βασιλιάς όλων των Βησιγότθων (από το 400 μ.Χ.)! Οι άντρες του, μισθοφόροι των Ρωμαίων εδώ και χρόνια, ήταν καλά εκπαιδευμένοι και λυσσούσαν πλέον για νέα επιδρομή, ανοίγοντας έτσι την όρεξη του Βησιγότθου ηγεμόνα να εισβάλει στην Ιταλία το 401.
Παρά το γεγονός ότι η πρώτη του αυτή απόπειρα στέφθηκε από αποτυχία, μιας και αναχαιτίστηκε από τον Στηλίχωνα στην Πολεντία το 402 και αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την ιταλική χερσόνησο, ο Αλάριχος δεν θα καθόταν στα αυγά του.
Αφού έκανε και μια δεύτερη απόπειρα εισβολής που συνάντησε την ίδια αποτυχημένη μοίρα, αν και απέσπασε τώρα μεγάλες εισφορές εκ μέρους της Συγκλήτου, καραδοκούσε στο Ιλλυρικό για την κατάλληλη ευκαιρία, ξέροντας προφανώς ότι οι δολοπλοκίες Ανατολικών και Δυτικών δεν θα αργούσαν να του την παρέχουν. Και είχε φυσικά δίκιο.
Με εντολή του αυτοκράτορα, ο Στηλίχων δολοφονείται τον Αύγουστο του 408 και το βαρβαρικό αίσθημα της Ρώμης ξεχειλίζει. Βρίσκοντας νέους και απροσδόκητους συμμάχους εντός Ιταλίας, ο Αλάριχος εκστρατεύει και τρίτη φορά κατά της Ρώμης, έχοντας περισσότερους από 30.000 Ρωμαίους βάρβαρους (Γότθοι, Ούννοι και Αλανοί) στο πλευρό του.
Ο σφαγιασμός των οικογενειών τους από τον Ονόριο έδωσε τη χαριστική βολή, καθώς το βαρβαρικό στρατιωτικό σώμα δεν θα μπορούσε να το αφήσει αυτό αξεπλήρωτο.
Ο Φλάβιος Ονώριος απέρριψε μάλιστα τις ειρηνευτικές αποστολές του Αλάριχου στη Ραβέννα όπου είχε καταφύγει ο δυτικός αυτοκράτορας, οι οποίες ζητούσαν απλώς εδαφικά προνόμια, κι έτσι οι Βησιγότθοι συγκεντρώθηκαν έξω από τα τείχη της Αιώνιας Πόλης αποκλείοντας τις εξόδους της.
Οι Συγκλητικοί του προσέφεραν τις αξιώσεις που ζητούσε και ο Αλάριχος υποχώρησε, αν και σύντομα οι Ρωμαίοι εξέλαβαν την οπισθοχώρησή του ως αδυναμία και αθέτησαν τις υποσχέσεις τους.
Κι έτσι το 409 οι Βησιγότθοι εκστράτευσαν και πάλι κατά της Ρώμης και αυτή τη φορά ήταν ανένδοτοι στις διαβουλεύσεις. Δεν μπορούσε όμως να διαβεί τα απόρθητα για τον στρατό του τείχη της, κι έτσι έβαλε να τη νικήσει με την πείνα και τις αρρώστιες από τον οριστικό αποκλεισμό της.
Η πόλη έπεσε γιατί ο αυτοκράτορας, που είχε διαφύγει και πάλι στη Ραβέννα, αρνήθηκε να πληρώσει τα τσουχτερά λύτρα που ζητούσε ο Αλάριχος.
Στις 24 Αυγούστου του 410, οι πύλες της Ρώμης άνοιξαν από τον λαό που λιμοκτονούσε και για τρεις μέρες τα στρατεύματα του Αλάριχου λεηλάτησαν την πόλη, η οποία δεν είχε πατηθεί από ξένο εχθρό εδώ και 800 χρόνια!
Παρά τις εκτεταμένες καταστροφές και το απίστευτο σε έκταση πλιάτσικο του Αλάριχου, οι Βησιγότθοι του έδειξαν έλεος στον πληθυσμό. Ο Βησιγότθος στρατηλάτης επέβαλε νέο αυτοκράτορα της Ρώμης τον έπαρχο Άτταλο, ο οποίος και εκπλήρωσε τον μακροχρόνιο πόθο του Αλάριχου διορίζοντάς τον τελικά γενικό αρχηγό όλων των στρατευμάτων της Δύσης!
Η ιστορία της Ρώμης θα τελείωνε εκεί αν δεν κατέφταναν μαγικά ρωμαϊκές λεγεώνες από τα νότια και αν δεν εκδηλωνόταν στάση στο εσωτερικό του πολυσυλλεκτικού βαρβαρικού στρατού του Αλάριχου.
Ο Βησιγότθος καθαιρεί τον Άτταλο και μετακινείται προς τα νότια της Ιταλίας, καίγοντας και λεηλατώντας. Τον επόμενο ενάμιση χρόνο θα τον περάσει χωρίς αντίσταση ο Αλάριχος στην κεντρική Ιταλία, έχοντας πια στο στόχαστρο τη Βόρεια Αφρική!
Τώρα οι Γότθοι και οι Ιταλοί σύμμαχοί τους έφτιαχναν πλοία για να περάσει ο Αλάριχος στη Σικελία και από κει στην πλούσια και παρθένα κατακτητικά Βόρεια Αφρική.
Η πρώτη αποστολή όμως στη νότια Ιταλία έμελλε να καταστραφεί από τα μανισμένα νερά της Μεσογείου, αν και δεύτερη δεν θα γινόταν, καθώς μέχρι τότε ο Αλάριχος ο Μέγας θα συναντούσε τον χαμό του, αφήνοντας την τελευταία του πνοή το 412 μ.Χ., πιθανότατα από κάποια χρόνια νόσο.
Οι Βησιγότθοι του τράβηξαν ξανά τον δρόμο του βορρά…
[Πηγή]
Ανατολική και Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως το νέο συνώνυμο του τρόμου.
Ο Αλάριχος Α’ ενσάρκωσε το αποκαλούμενο «γερμανικό πρόβλημα» της διαιρημένης Ρώμης, φέρνοντας αναταραχή στους διαδόχους του Μεγάλου Θεοδόσιου σε Ανατολή (Αρκάδιος) και Δύση (Ονώριος).
Όταν το Γοτθικό φύλο του, που είχε ήδη εγκατασταθεί στη σημερινή βόρεια Βουλγαρία με φιρμάνι του Θεοδόσιου και υπηρετούσε μισθοφορικά στον στρατό της αυτοκρατορίας, απέκτησε για αρχηγό τον στρατηγό Αλάριχο, τότε οι τρομακτικοί Βησιγότθοι θα έβαζαν σκοπό να φέρουν την καταστροφή και τον όλεθρο τόσο στην Ελλάδα όσο και την Ιταλία, εκμεταλλευόμενοι ιδανικά τις έριδες των δύο τμημάτων της αυτοκρατορίας.
Λέγεται ότι ο Αρκάδιος έδιωξε τον στρατό που του έστειλε ο Ονώριος επειδή τον φοβόταν, ο δε Ονώριος κλείστηκε στη Ραβέννα για να τον προστατεύσουν τα γύρω έλη, αφήνοντας ανενόχλητο τον Αλάριχο να λεηλατεί την Πελοπόννησο και (κάποια χρόνια αργότερα) να λαφυραγωγεί τη Ρώμη ως επιδρομέας.
Ο Αλάριχος, που θα αποκτούσε τελικά το προσωνύμιο «Μέγας», εκστράτευσε εναντίον της Θράκης και της Μακεδονίας, απειλώντας ακόμα και τη Βασιλεύουσα, αν και άλλαξε τελικά σχέδια και στράφηκε προς την Ελλάδα: Διέσχισε τη Θεσσαλία και έφτασε διαμέσου των Θερμοπυλών στην Κεντρική Ελλάδα, λεηλατώντας και καταστρέφοντας Αττική και Βοιωτία.
Αν και αυτή που υπέφερε περισσότερο από την επιδρομική μανία των Βησιγότθων ήταν η Πελοπόννησος, με την Κόρινθο, το Άργος, τη Σπάρτη και άλλες πόλεις και οικισμούς να μετατρέπονται σε ερείπια.
Κατόπιν ο Αλάριχος στράφηκε στην Ήπειρο, κυνηγημένος πια από τον Στηλίχωνα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αν και ο αυτοκράτορας Αρκάδιος έστεψε με στρατιωτικούς τίτλους και τίμησε εκτεταμένα τον άνθρωπο που είχε λεηλατήσει τις Ελληνικές επαρχίες της αυτοκρατορίας!
Ο Αλάριχος έπαψε να απειλεί λοιπόν την Βυζαντινή πλευρά και στράφηκε τώρα στη δυτική, πολιορκώντας τελικά τη Ρώμη και λεηλατώντας τη για τρεις ημέρες.
Η εισβολή στην αιώνια πόλη τον Αύγουστο του 410 μ.Χ. θα προοιώνιζε την ηχηρή πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όντας το πρώτο βάρβαρο πόδι που πατούσε κατακτητικά τη Ρώμη εδώ και 800 χρόνια!
Όσο για την εκδικητική μανία του Αλάριχου κατά των μέχρι πρότινος Ρωμαίων συμμάχων του, δεν ήταν παρά η απροθυμία του Θεοδόσιου να του αναγνωρίσει δικαιώματα γης, παρά το γεγονός ότι ο Αλάριχος θυσίασε τους μισούς από τους 20.000 Βησιγότθους του για να υπερασπιστεί τα εδάφη της αυτοκρατορίας από τις επιδρομές των Φράγκων…
Πρώτα χρόνια
Ο Αλάριχος Α’ γεννιέται περί το 370 μ.Χ. μέσα σε ισχυρή οικογένεια της γερμανικής νομαδικής Φυλής των Βάλτων της Βόρειας Ευρώπης, η οποία είχε ήδη αποκτήσει εθνική συνείδηση και ονομαζόταν πλέον Γοτθική Φυλή.
Οι Βησιγότθοι (οι Γότθοι της Δύσης δηλαδή, σε αντιδιαστολή με τους Γότθους της Ανατολής, τους Οστρογότθους), κατέβηκαν στα νότια της Ευρώπης για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των Ούννων και ήρθαν έτσι σε επαφή με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αν και όχι ειρηνικά.
Η μετακίνηση των Γότθων θα διαρκέσει για περισσότερο από ενάμιση αιώνα («Επιδρομές των Βαρβάρων») και θα μετρήσει πολλές μάχες με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αν και στην εποχή που μας ενδιαφέρει ο Μέγας Θεοδόσιος είχε καταφέρει να συνάψει ειρήνη με τους Βησιγότθους (382 μ.Χ.), μετά την πετυχημένη εκστρατεία των τελευταίων στην Αδριανούπολη, δίνοντάς τους εδάφη στον Βόσπορο, τη Φρυγία και τη Θράκη.
Οι ειρηνικοί πια Γότθοι λειτουργούσαν τώρα ως ομόσπονδοι (σύμμαχοι δηλαδή) της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οφείλοντας στρατιωτική υπηρεσία στον αυτοκράτορα για την άμυνα των συνόρων του κράτους από τους άλλους βαρβάρους.
Εκχριστιανισμένοι και σε επαφή με το μεγαλείο Ρώμης και Βυζαντίου, οι Βησιγότθοι ζούσαν με τις δικές του συνήθειες στη σημερινή βόρεια Βουλγαρία από το 376 μ.Χ. και μέσα στο πλαίσιο αυτό γεννιέται ο Αλάριχος, πιθανότατα στις εκβολές του Δούναβη, ως γιος τοπικού αφέντη της φυλής.
Ο Αλάριχος ήταν έτσι κληρονομικός ηγεμόνας των Βησιγότθων και παράλληλα με τα καθήκοντά του ως κύριος της φυλής υπηρετεί στις ρωμαϊκές λεγεώνες κάτω από τις διαταγές αρκετών Ρωμαίων στρατηγών, πριν γίνει έμπιστος του σπουδαίου Γότθου στρατηγού Γαϊνά.
Γρήγορα θα διακριθεί για τα στρατιωτικά του χαρίσματα και θα μετατραπεί σε αρχηγό όλων των Φοιδεράτων (βάρβαρων συμμάχων), ενώ αργότερα θα γίνει και στρατιωτικός διοικητής του Ιλλυρικού.
Ο Αλάριχος και οι βάρβαροι σύμμαχοί του (Οστρογότθοι, Βησιγότθοι και άλλοι Φοιδεράτοι) υπερασπίστηκαν με ανδρεία τα σύνορα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας στη Συρία κατά των Ούννων (386-387) παρέχοντας τεράστια βοήθεια στον Θεοδόσιο.
Λέγεται ότι σε εκείνες τις μάχες ο Αλάριχος έπιασε αιχμάλωτο έναν νεαρό ευγενή των Ούννων, κάποιον Αττίλα, τον οποίο κράτησε κοντά του και εκπαίδευσε προσωπικά συμβάλλοντας τα μέγιστα στη γέννηση της «Μάστιγας του Θεού»!
Όπως κι αν έχει, η κατάσταση άλλαξε δραματικά για τους γότθους συμμάχους του Βυζαντίου μετά τον θάνατο του Θεοδόσιου το 395 μ.Χ., όταν ο Αλάριχος αναλαμβάνει την ηγεσία των Βησιγότθων και αξιώνει πια περισσότερα για τον λαό του, μιας και ο Θεοδόσιος είχε ξεχάσει βολικά να τον ευχαριστήσει για τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι Γότθοι στην υπεράσπιση των συνόρων του Βυζαντίου.
Οι Βησιγότθοι εξεγείρονται και ξεκινούν επιδρομές και λεηλασίες πιστεύοντας πως έτσι θα αποσπούσαν δικαιώματα γης και χρυσό.
Αφού είδε τις περιπέτειες των εξεγέρσεων του Γαϊνά και του επίσης Γότθου Φραβίττα και τη διχαλωτή γλώσσα του νέου αυτοκράτορα Αρκάδιου, ο Αλάριχος ανακαλεί τη συμμαχία με το Βυζάντιο και είναι έτοιμος να ζητήσει εκδίκηση…
Η αιματοβαμμένη εκστρατεία στην Ελλάδα
Ο Αλάριχος εκστράτευσε λοιπόν εναντίον της Θράκης και της Μακεδονίας επιφέροντας έναν ληστρικό ανταρτοπόλεμο που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά ο οργανωμένος βυζαντινός στρατός.
Αφού λεηλάτησε και έκαψε τη Θράκη, ο Αλάριχος έφτασε να απειλεί ακόμα και την πρωτεύουσα, όταν επενέβη διπλωματικά ο Ρουφίνος και του άλλαξε τα σχέδια.
Ο Γαλάτης Ρουφίνος, επίτροπος του 17χρονου Αρκάδιου και διορισμένος από τον ίδιο τον Θεοδόσιο, καθυστέρησε τον Αλάριχο με δήθεν διαβουλεύσεις ώστε να καταφτάσει στη Θράκη ο επίσης βάρβαρος επίτροπος του Ονόριου, Στηλίχωνας, που ήταν εκτός των άλλων και τρομερός στρατηγός.
Όταν αποβιβάστηκε ο Στηλίχων με τις ρωμαϊκές λεγεώνες του στη Θεσσαλονίκη, ο Αλάριχος ξεκίνησε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, αν και μέχρι τότε η διπλωματία του Ρουφίνου θα απέδιδε καρπούς: ο αυτοκρατορικός επίτροπος πείθει τον βάρβαρο ηγέτη να στραφεί στην εύκολη στην προέλασή του Ελλάδα, αφήνοντας ανέγγιχτη τη Βασιλεύουσα.
Την ίδια ώρα, ο Στηλίχωνας ανακαλείται στη Ρώμη, αφήνοντας έτσι τον δρόμο διάπλατα ανοιχτό για το Βησιγοτθικό πλιάτσικο και τις σφαγές στον Ελληνικό χώρο.
Ο Ρουφίνος ήξερε το σχέδιο της Δυτικής Αυτοκρατορίας για προσάρτηση της Ελλάδας στη Ρώμη, κι έτσι αποφάσισε να τους παραδώσει ερείπια, σώζοντας ταυτοχρόνως την πρωτεύουσα του Βυζαντίου.
Ανενόχλητος λοιπόν ο Αλάριχος, περνά από τη Θεσσαλία και καταφτάνει στην Κεντρική Ελλάδα καταστρέφοντας, καίγοντας και λεηλατώντας τα πάντα στο πέρασμά του και δίνοντας λίγο πολύ τέλος στο μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας.
Ο ιστορικός Ζώσιμος γράφει ότι η καταστροφή που επέφεραν οι χριστιανοί Βησιγότθοι στους ναούς των Εθνικών ήταν κίνηση προμελετημένη και έτυχε μεγάλης συνδρομής από τους χριστιανούς αρειανούς μοναχούς (στην αίρεση του Αρείου ανήκαν και οι Βησιγότθοι).
Όπως κι αν έχει η ιστορική αλήθεια, η επιδρομική μανία του Αλάριχου στον ελλαδικό χώρο έλεος δεν γνώριζε: ο Πειραιάς έπεσε στα χέρια των βαρβάρων και γνώρισε εκτεταμένες καταστροφές, αν και εντελώς αναπάντεχα ο Αλάριχος δεν κινήθηκε κατά της Αθήνας.
Όπως αναφέρει ο ειδωλολάτρης ιστορικός Ζώσιμος, ο Αλάριχος, πολιορκώντας τα τείχη των Αθηνών με τον στρατό του, είδε τη θεά Αθηνά οπλισμένη και τον ήρωα της Τροίας Αχιλλέα να στέκονται μπροστά στα τείχη.
Η έκπληξη που προκάλεσε στον Αλάριχο αυτή η υπερφυσική εμφάνιση υπήρξε τέτοια που είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί η ιδέα της εισβολής στην Αθήνα.
Παρά την υπερβολή του ενθουσιώδη Εθνικού Ζώσιμου όμως, η αλήθεια είναι ότι ο Αλάριχος δεν πείραξε τα έργα τέχνης των Αθηνών πιθανότατα από τον θαυμασμό του. Τα αθάνατα μνημεία της Κλασικής Εποχής λέγεται ότι τα αποκάλεσε «έργα των θεών» και δεν θέλησε να τα αγγίξει.
Ασφαλέστερο βέβαια για τη χάρη που έδειξε ο Αλάριχος στην Αθήνα είναι η άμεση συνθηκολόγηση της πόλης, κάτι που επέφερε την εκτόνωση του μένους του.
Δεν έδειξε βέβαια την ίδια αβρότητα στη ληστρική του λαίλαπα κατά της Αττικής, της Βοιωτίας και της Πελοποννήσου, καθώς Κόρινθος, Μέγαρα, Άργος, Σπάρτη και πολλές ακόμα πόλεις έζησαν την καταστρεπτική του μανία.
Ο Αλάριχος δεν ήθελε να κατακτήσει την Ελλάδα, αλλά να επιφέρει εκτεταμένες φθορές ώστε να πετύχει τον βασικό του στόχο: την πίεση στον Αρκάδιο για αναγνώριση κυριαρχικών και εδαφικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας του.
Γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας τον έστεψε στρατιωτικό γενικό διοικητή του Ιλλυρικού (magister militum per Illyricum) το 397, για να κατευνάσει πιθανότατα το φονικό του μένος.
Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Αρκάδιος προσέφερε αξιώματα στον Αλάριχο για να ανακόψει τη νέα απόπειρα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να αποβιβαστεί στην Ελλάδα και να ανακόψει την επέλαση των Βησιγότθων.
Πράγματι, το 397 μ.Χ. ο Στηλίχωνας αποβιβάστηκε και πάλι στον ελλαδικό χώρο (Κορινθιακό Κόλπο) και εγκλώβισε τον Αλάριχο στα βουνά μεταξύ Ηλείας και Αρκαδίας, όταν ανακλήθηκε και πάλι πίσω!
Η απροσδόκητη μεταβολή του ώστε να εγκαταλείψει τα εδάφη της Ανατολικής Αυτοκρατορίας θα άφηνε για άλλη μια φορά τον Βησιγότθο ηγεμόνα ανενόχλητο να συνεχίσει τη βαρβαρική επιδρομή του στην Ήπειρο, παρά το γεγονός ότι ο Στηλίχων ήταν ο μόνος που διείδε το μέλλον: όταν ο Αλάριχος δεν θα είχε τι άλλο να καταστρέψει στο Βυζάντιο, θα στρεφόταν κατά της Ρώμης…
Η λεηλασία της Ρώμης και το τέλος
Την ώρα που οι Δυτικοί προετοιμάζονταν για την επίθεση του Αλάριχου, εκείνος έφτιαχνε νέα όπλα στις πόλεις του Ιλλυρικού που πλέον έλεγχε με τις αυτοκρατορικές ευλογίες του Αρκάδιου.
Τώρα ήταν βασιλιάς όλων των Βησιγότθων (από το 400 μ.Χ.)! Οι άντρες του, μισθοφόροι των Ρωμαίων εδώ και χρόνια, ήταν καλά εκπαιδευμένοι και λυσσούσαν πλέον για νέα επιδρομή, ανοίγοντας έτσι την όρεξη του Βησιγότθου ηγεμόνα να εισβάλει στην Ιταλία το 401.
Παρά το γεγονός ότι η πρώτη του αυτή απόπειρα στέφθηκε από αποτυχία, μιας και αναχαιτίστηκε από τον Στηλίχωνα στην Πολεντία το 402 και αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την ιταλική χερσόνησο, ο Αλάριχος δεν θα καθόταν στα αυγά του.
Αφού έκανε και μια δεύτερη απόπειρα εισβολής που συνάντησε την ίδια αποτυχημένη μοίρα, αν και απέσπασε τώρα μεγάλες εισφορές εκ μέρους της Συγκλήτου, καραδοκούσε στο Ιλλυρικό για την κατάλληλη ευκαιρία, ξέροντας προφανώς ότι οι δολοπλοκίες Ανατολικών και Δυτικών δεν θα αργούσαν να του την παρέχουν. Και είχε φυσικά δίκιο.
Με εντολή του αυτοκράτορα, ο Στηλίχων δολοφονείται τον Αύγουστο του 408 και το βαρβαρικό αίσθημα της Ρώμης ξεχειλίζει. Βρίσκοντας νέους και απροσδόκητους συμμάχους εντός Ιταλίας, ο Αλάριχος εκστρατεύει και τρίτη φορά κατά της Ρώμης, έχοντας περισσότερους από 30.000 Ρωμαίους βάρβαρους (Γότθοι, Ούννοι και Αλανοί) στο πλευρό του.
Ο σφαγιασμός των οικογενειών τους από τον Ονόριο έδωσε τη χαριστική βολή, καθώς το βαρβαρικό στρατιωτικό σώμα δεν θα μπορούσε να το αφήσει αυτό αξεπλήρωτο.
Ο Φλάβιος Ονώριος απέρριψε μάλιστα τις ειρηνευτικές αποστολές του Αλάριχου στη Ραβέννα όπου είχε καταφύγει ο δυτικός αυτοκράτορας, οι οποίες ζητούσαν απλώς εδαφικά προνόμια, κι έτσι οι Βησιγότθοι συγκεντρώθηκαν έξω από τα τείχη της Αιώνιας Πόλης αποκλείοντας τις εξόδους της.
Οι Συγκλητικοί του προσέφεραν τις αξιώσεις που ζητούσε και ο Αλάριχος υποχώρησε, αν και σύντομα οι Ρωμαίοι εξέλαβαν την οπισθοχώρησή του ως αδυναμία και αθέτησαν τις υποσχέσεις τους.
Κι έτσι το 409 οι Βησιγότθοι εκστράτευσαν και πάλι κατά της Ρώμης και αυτή τη φορά ήταν ανένδοτοι στις διαβουλεύσεις. Δεν μπορούσε όμως να διαβεί τα απόρθητα για τον στρατό του τείχη της, κι έτσι έβαλε να τη νικήσει με την πείνα και τις αρρώστιες από τον οριστικό αποκλεισμό της.
Η πόλη έπεσε γιατί ο αυτοκράτορας, που είχε διαφύγει και πάλι στη Ραβέννα, αρνήθηκε να πληρώσει τα τσουχτερά λύτρα που ζητούσε ο Αλάριχος.
Στις 24 Αυγούστου του 410, οι πύλες της Ρώμης άνοιξαν από τον λαό που λιμοκτονούσε και για τρεις μέρες τα στρατεύματα του Αλάριχου λεηλάτησαν την πόλη, η οποία δεν είχε πατηθεί από ξένο εχθρό εδώ και 800 χρόνια!
Παρά τις εκτεταμένες καταστροφές και το απίστευτο σε έκταση πλιάτσικο του Αλάριχου, οι Βησιγότθοι του έδειξαν έλεος στον πληθυσμό. Ο Βησιγότθος στρατηλάτης επέβαλε νέο αυτοκράτορα της Ρώμης τον έπαρχο Άτταλο, ο οποίος και εκπλήρωσε τον μακροχρόνιο πόθο του Αλάριχου διορίζοντάς τον τελικά γενικό αρχηγό όλων των στρατευμάτων της Δύσης!
Η ιστορία της Ρώμης θα τελείωνε εκεί αν δεν κατέφταναν μαγικά ρωμαϊκές λεγεώνες από τα νότια και αν δεν εκδηλωνόταν στάση στο εσωτερικό του πολυσυλλεκτικού βαρβαρικού στρατού του Αλάριχου.
Ο Βησιγότθος καθαιρεί τον Άτταλο και μετακινείται προς τα νότια της Ιταλίας, καίγοντας και λεηλατώντας. Τον επόμενο ενάμιση χρόνο θα τον περάσει χωρίς αντίσταση ο Αλάριχος στην κεντρική Ιταλία, έχοντας πια στο στόχαστρο τη Βόρεια Αφρική!
Τώρα οι Γότθοι και οι Ιταλοί σύμμαχοί τους έφτιαχναν πλοία για να περάσει ο Αλάριχος στη Σικελία και από κει στην πλούσια και παρθένα κατακτητικά Βόρεια Αφρική.
Η πρώτη αποστολή όμως στη νότια Ιταλία έμελλε να καταστραφεί από τα μανισμένα νερά της Μεσογείου, αν και δεύτερη δεν θα γινόταν, καθώς μέχρι τότε ο Αλάριχος ο Μέγας θα συναντούσε τον χαμό του, αφήνοντας την τελευταία του πνοή το 412 μ.Χ., πιθανότατα από κάποια χρόνια νόσο.
Οι Βησιγότθοι του τράβηξαν ξανά τον δρόμο του βορρά…
[Πηγή]