Υπερήφανη, εκδικητική, μα πάνω απ' όλα δυνατή.
Η Αικατερίνη ήταν πριγκίπισσα στη Φλωρεντία. Γόνος της παντοδύναμης οικογένειας των Μεδίκων. Μόνο που γεννήθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία τα οικονομικά της οικογένειας δεν ήταν καλά....
Στις διαβουλεύσεις που έγιναν ανάμεσα στη Φλωρεντία και στη Γαλλία για να επέλθει ειρήνη ορίστηκε να γίνει γυναίκα του διαδόχου του γαλλικού θρόνου, ούτως ώστε τα δύο κράτη να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να μην αντιπαρατεθούν ποτέ.
Ηταν κοριτσάκι ακόμα όταν ήρθε από τη Φλωρεντία με τεράστια συνοδεία για να παντρευτεί στη Μασσαλία τον πρίγκιπα της Γαλλίας. Άμαξες, στρατιώτες, υπηρέτες και λακέδες, γιατροί και γελωτοποιοί συνόδευαν την πριγκίπισσα.
Η Αικατερίνη των Μεδίκων ήταν μύθος. Ανιψιά του Πάπα Κλίμεντος του Ζ΄, εγγονή των Ορσίνι, ανιψιά των Στρότζι, κόρη των Μεδίκων. Όλες οι ισχυρές οικογένειες ήταν συγγενείς της και προστάτες της.
Ένα πράγμα, όμως, της έλειπε: η ομορφιά. Ο Πάπας έταξε μεγάλη προίκα στον βασιλιά της Γαλλίας για να την κάνει νύφη, που εκ των υστέρων δεν έδωσε ποτέ. Ο πρίγκιπας της Γαλλίας περίμενε μια νεαρή μελαχρινή με αμυγδαλωτά μάτια, λεπτή μέση και αντί αυτού του ήρθε μια κοντούλα, άσκημη, χοντρούλα και με γουρλωτά μάτια.
Η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη, αλλά ο γάμος θα γινόταν οπωσδήποτε. Ετσι κι αλλιώς δεν τον ένοιαζε. Τα παλάτια των Γάλλων βασιλιάδων ήταν γεμάτα νόστιμες κοπέλες. Το βραδινό δείπνο στρώθηκε για να τιμήσουν τη νύφη.
Βασιλιάς, πρίγκιπας, αυλικοί και ανάμεσά τους η Φλωρεντιανή πριγκίπισσα δίπλα στον πρίγκιπα και απέναντι στον βασιλιά. Καλά φωτισμένη αίθουσα, τεράστιο τραπέζι και φωνές από παντού, με πρώτο φωνακλά τον βασιλιά.
Οι Γάλλοι ευγενείς μόνο ευγενείς δεν ήταν, γελούσαν δυνατά, έλεγαν χοντροκομμένα αστεία, μιλούσαν για τις ερωμένες τους με λεπτομέρειες, έφτυναν στο πάτωμα κουκούτσια και κόκαλα, σκούπιζαν το στόμα στο μανίκι τους και ρεύονταν.
Η μικρή πριγκίπισσα παρακολουθούσε ατάραχη την εξέλιξη. Τεράστιοι δίσκοι με ολόκληρα γουρουνόπουλα, αρνιά, μοσχαρίσια μπούτια ήρθαν στο τραπέζι. Ούτε ένα λαχανικό ούτε μια σάλτσα. Η πριγκίπισσα πήρε βαθιά ανάσα και αποφάσισε να βάλει τάξη.
Σήκωσε τα χέρια της, κτύπησε παλαμάκια τρεις φορές και ένας από τους υπηρέτες της ήρθε. Ανοιξε ένα εβένινο κουτί και έβγαλε το πρώτο καταγεγραμμένο πιρούνι της ιστορίας. Ασημένιο, με περίτεχνα σκαλισμένη λαβή. Τέσσερις μυτούλες στην άκρη του, που μπορούσαν να καρφωθούν σε οποιοδήποτε τρόφιμο.
Οι ευγενείς βουβάθηκαν, δεν κατάλαβαν τι συνέβη. Αυτοί, για να φάνε ένα κομμάτι κρέας, το τραβούσαν με τα δόντια. Πού και πού τα μεγάλα κομμάτια τα έκοβαν με το στιλέτο τους. Η πριγκίπισσα κάρφωσε με το πιρούνι ένα κομμάτι, το έκοψε με το στιλέτο της με τη φιλντισένια λαβή και έφερε την μπουκίτσα στο στόμα της.
«Φάτε, φάτε, παρακαλώ» απευθύνθηκε στον άναυδο πεθερό της χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στον μέλλοντα άντρα της. Αυτή ήταν λίγο έως πολύ η Αικατερίνη των Μεδίκων, υπερήφανη, εκδικητική, μα πάνω απ' όλα δυνατή.
Για δεκάδες χρόνια βασίλισσα της Γαλλίας, μια και έμεινε χήρα γρήγορα εξαιτίας μιας μονομαχίας του συζύγου της. Ηθικός αυτουργός της νύκτας του αγίου Βαρθολομαίου, φίλη των τεχνών, του καλού φαγητού, αναμορφώτρια της γαλλικής κουζίνας.
Κατά τη βασιλεία της τα τραπέζια δεν παραγέμιζαν με χρυσούς δίσκους με ψητά κρέατα, αλλά κάθε καλεσμένος είχε το δικό του πιάτο και την πετσέτα του, υπήρχαν βάζα γεμάτα λουλούδια, ποτήρια κρυστάλλινα ή από γυαλί Μουράνο, τα μανίκια των ευγενών έμεναν πλέον καθαρά.
Ακολουθούσαν συγκεκριμένη διαδικασία στο φαγητό: πρώτο πιάτο, δεύτερο, συνοδευτικά, αμέσως μετά τυριά και στο τέλος επιδόρπια και φρούτα. Οι δυνατότητες επιλογής κρασιού πλέον ήταν πολλές.
Ολες οι οινοπαραγωγικές περιοχές της Γαλλίας έστελναν κρασί στο παλάτι, άλλο συνόδευε τα ψάρια, άλλο τα κυνήγια, άλλο τα γλυκά και σε πολλά δείπνα σερβιριζόταν παγωτό, μια και η Αικατερίνη ήταν η πρώτη που έφερε από τη Φλωρεντία παγωτομηχανή που δούλευε με χιόνι.
Κάνανε μείγμα από κρέμα γάλακτος, κρόκους αβγών, μέλι και μαρέγκα, τα κτυπούσαν με τις ώρες στην παγωτομηχανή, που για να κάνει παγωτό έφεραν χιόνι από τα ψηλά βουνά.
Ηταν κοντούλα και με μεγάλη διαφορά από τον σύζυγό της. Δεν ήθελε να το δείξει αυτό και την ημέρα του γάμου της φώναξε έναν υπηρέτη, ζήτησε πριόνι και καρφιά, τον έβαλε να κόψει δυο κομμάτια από την κουπαστή της σκάλας και τα κάρφωσε στο κάτω μέρος από τα παπουτσάκια της.
Δώδεκα πόντους πήρε. Το μακρύ φουστάνι σκέπασε το άγαρμπο παπούτσι, αλλά η Αικατερίνη στάθηκε άξια δίπλα στον ψηλό σύζυγο. Τα παιδιά της δεν βγήκαν στο επίπεδό της. Η υπόλοιπη ζωή της ήταν γεμάτη εφιάλτες, αίμα και βίαιες αντιπαραθέσεις.
Πάλευε για να επιβιώσουν οι Βαλουά (οικογένεια του άντρα της) και είδε τα παιδιά της ακόμη και να την προδίδουν. Πέθανε το 1589 και έμεινε στην Ιστορία πρωτίστως για τη νύκτα του αγίου Βαρθολομαίου, δευτερευόντως για το πιρούνι και την παγωτομηχανή και τριτευόντως για το τακούνι.
Ο αγαπημένος της πύργος ήταν αυτός του Σενανσό, που ο άντρας της τον είχε παραχωρήσει στην ερωμένη του Ντιάνα ντε Πουατιέ και τον οποίο εξαγόρασε η Αικατερίνη των Μεδίκων μετά τον θάνατό του και έμεινε εκεί, ούσα πια χήρα.
Ηλίας Μαμαλάκης
{Από το περιοδικό «δ» που κυκλοφορεί με την «κυριακάτικη δημοκρατία»}
[Πηγή]