Τελετές ενηλικίωσης στο αρχαίο Περού
Μικρός Πρίγκιπας και η αγαπημένη του, με φόντο το Μάτσου Πίτσου.
Μια σύγκριση των σημερινών εισαγωγικών εξετάσεων στις ανώτατες σχολές με τις τελετές ενηλικίωσης που γίνονταν στον αρχαίο κόσμο. ΟΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ εξετάσεις σε ΑΕΙ και ΤΕΙ δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο....Με κάποιες μικροδιαφορές, υπήρχαν σε όλους τους λαούς και όλους τους πολιτισμούς. Παλιά ονομάζονταν τελετές ενηλικίωσης και προετοίμαζαν τον υποψήφιο με τον καλύτερο τρόπο για την είσοδό του στα βάσανα και τις δοκιμασίες της ζωής.
Για να πάρουμε μια ιδέα του τι συνέβαινε, θα πάμε πίσω στο χρόνο, και συγκεκριμένα στο μακρινό οροπέδιο του Περού, πάνω, ψηλά στις Άνδεις, απ’ όπου μας έρχεται αυτή η όμορφη ιστορία από τα χρόνια τα παλιά…
Ο βασιλιάς AΠOKATΩ KAMAPA ήταν πολύ σκεπτικός. Είχε έρθει πλέον η στιγμή που ο μονάκριβος γιος του, ο πρίγκιπας ΠAPAMIAΠATATA, είχε μεγαλώσει αρκετά και έπρεπε να περάσει τη δοκιμασία της ενηλικίωσης, απαραίτητη για κάθε καθώς πρέπει Ινδιάνο που σέβεται τον εαυτό του.
Αυτό ήταν ένα απαράβατο έθιμο της φυλής των ΠOTΠOYPI, και ο νεαρός πρίγκιπας δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Αντίθετα, σαν γιος του βασιλιά έπρεπε να δώσει πρώτος το καλό παράδειγμα.
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. O μικρός Παραμιαπατάτα είχε αναβάλει την τελετή ενηλικίωσης τουλάχιστον δεκατρείς έως τώρα φορές, μηχανευόμενος διάφορες προφάσεις, κυρίως ψυχοσωματικού περιεχομένου. O βασιλιάς είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ο πρωτότοκος γιος του φοβόταν!
Μα ήταν δυνατόν; Πώς θα μπορούσε το δικό του παιδί να είναι δειλό; Και σιγά τις δοκιμασίες, δηλαδή… Αλλά άμα ο άνθρωπος πάρει κάτι στραβά απ’ την αρχή…
Διότι, αγαπητοί αναγνώστες και αναγνώστριες, επρόκειτο για απλά πράγματα, ασκήσεις ρουτίνας, θα λέγαμε.
Για να ακριβολογήσουμε επρόκειτο για τρεις δοκιμασίες. H πρώτη ήταν να φέρει στην πλατεία του χωριού, ζωντανό, ένα πεντάμετρο φίδι ανακόντα και να το μαγειρέψει, κάνοντας το παραδοσιακό φαγητό της γιορτής της ενηλικίωσης, τον νόστιμο ΦIΔE.
Κατόπιν θα έπρεπε να νικήσει μια αρκούδα Γκρίζλυ με σφαλιάρες και, αφού κατάφερνε κι αυτόν τον άθλο, στο τέλος, θα έπρεπε να λύσει σε 30 δεύτερα, μια διτετράγωνη εξίσωση του τύπου x^4 + px^2 + q με μιγαδικούς αριθμούς στο ένα σκέλος.
Αστεία πράγματα, δηλαδή.
Όχι όπως στα παλιά τα χρόνια. Διότι τότε, φίλοι μου, ήταν πραγματικά δύσκολες οι εξετάσεις! Και έτσι και σ’ έπιαναν να αντιγράφεις, κάηκες! Σε έριχναν σε ένα λάκκο με τα πιο δηλητηριώδη φίδια που μπορούσαν να βρουν, δεμένο πισθάγκωνα με αγκαθωτό ατσαλόσυρμα εφτά νούμερο, παρακαλώ. Άσε που σου μηδένιζαν και την κόλα!
Αλλά βλέπετε, σήμερα, τα πράγματα είχαν πια ψευτίσει. Οι νέοι μεγάλωναν πλέον μέσα στην ειρήνη και την καλοπέραση. Το να ζητήσεις από τον γιο σου να πάρει το σκαλπ ενός εχθρού εθεωρείτο –σύμφωνα με τις κρατούσες παιδαγωγικές αντιλήψεις– ως επιστροφή στον βαρβαρισμό, άσε που έπρεπε μετά να πληρώνεις μια ζωή έναν ψυχολόγο για να εξαλείψει τα βαθιά τραύματα της παιδικής ηλικίας.
Αλλάξανε λοιπόν οι καιροί, αλλάξανε και οι δοκιμασίες. Και τούτο διότι οι Ποτπουριώτες συνειδητοποίησαν μια μέρα ότι άρχισαν να εκλείπουν οι ενήλικες απ’ τη φυλή τους.
Η σύλληψη ενός φιδιού ανακόντα ήταν μια από τις δοκιμασίες ενηλικίωσης εκείνης της εποχής.
O βασιλιάς Αποκάτω Καμάρα είδε και απόειδε με τον γιο που γέννησε και έτσι, μια και δυο, δυο και τρεις (σύνολο 8 περίπου), πήγε με τη βασιλική συνοδεία του να συναντήσει τον σοφό της φυλής, τον γέροντα AΪKIOY.
«Γεια και χαρά σου γέρο!»
«Καλώς τα τά, καλώς τα τά παιδιά! Πού πάτε, ωρέ λεβέντες; Πού πάτε ωρέ, πού πάτε ωρέ παιδιά;»
«Πάμε για να πατήσουμε το Μάτσου Πί– μωρ’ το Μάτσου Πίτσου», απάντησαν εν χορώ ο βασιλιάς και η συνοδεία του. (Μάτσου Πίτσου: τοποθεσία του Περού σε οροπέδιο, όπως και η Τρίπολη στην Πελοπόννησο).
Μετά από αυτούς τους εθιμοτυπικούς χαιρετισμούς των Ποτπουρί, κάθισαν γύρω απ’ τη φωτιά –πράγμα σαφώς πρακτικότερο απ’ το να κάτσουν μέσα σ’ αυτήν– στην οποία προτίμησαν να τοποθετήσουν παϊδάκια από νεαρό βίσωνα του γάλακτος, ίσα να ροδοκοκκινίσουν και να μείνουν ζουμερά, διότι τοιουτοτρόπως αυτά αποτελούν εξαίρετο μεζέ για ρακή.
«Ποιος καλός άνεμος σε έφερε εδώ, ω βασιλέα;» ρώτησε ο σοφός γέροντας Αϊκιού, σερβίροντάς του αχνιστά παϊδάκια.
«Για τον γιο μου πρόκειται…» αναστέναξε ο άναξ και μπούκωσε μια γερή απ’ το εκλεκτόν έδεσμα.
O σοφός γέροντας κούνησε με σημασία το κεφάλι του καθώς έφερνε στο τραπέζι κάστορα στιφάδο που του ’χε μείνει από χτες. Είχε πείρα από τέτοια προβλήματα. Κάθε μέρα όλο και κάποιος Ποτπουριώτης ερχόταν για συμβουλές τέτοιου τύπου. Από σοφός μάγος είχε καταντήσει οικογενειακός σύμβουλος. Αλλά δεν παραπονιόταν. Το καρβέλι να βγαίνει και όλα τ’ άλλα βρίσκονται.
«O Παραμιαπατάτα; Τι ακριβώς έκανε;» ρώτησε τον μονάρχη την ώρα που η μεγαλειότητά του προσπαθούσε να στριμώξει μια μπουκιά ρακούν της κατσαρόλας στο ήδη γεμάτο στόμα του από κογιότ κοκκινιστό με αρακά.
«ο-ά-ται», απάντησε μπουκωμένος ο άναξ.
«Κατάπιε πρώτα», τον προέτρεψε ο Αϊκιού. O βασιλιάς άκουσε τη συμβουλή του σοφού και κατόπιν μίλησε:
«Είπα, φοβάται».
Κατάπιε κάτι υπόλοιπα που είχαν μείνει στο στόμα του και πρόσθεσε:
«Με ακούς, γέροντα; O Παραμιαπατάτα φοβάται!»
«Σε άκουσα, κουφός είμαι; Γίνε όμως πιο συγκεκριμένος», τον συμβούλεψε πάλι ο σοφός γέροντας. Εξάλλου αυτή ήταν η δουλειά του. Να συμβουλεύει.
«Ρε παιδάκι μου, αυτός ο μπαγάσας δεν θέλει να περάσει από τις εξετάσεις για την ενηλικίωσή του!»
«Μη μου το λες! Αλήθεια;»
«Μα τον παντοδύναμο KAΠOYXANEI! O κερατάς κάνει το κορόιδο! Βρίσκει συνέχεια προφάσεις και το αναβάλλει. Χτες που τον ετοιμάζαμε, είπε ότι δεν μπορεί, λέει, γιατί είχε πεσμένη τη λίμπιντο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό».
«Μην ανησυχείς, μεγαλειότατε. Για πεσμένη λίμπιντο έχω ένα βότανο ένα κι ένα. Το λένε “ΣHKΩΠANΩ”. Τώρα το ανακάλυψα και λέω να το κυκλοφορήσω στην αγορά με το εμπορικό όνομα “BIAΓKPA”».
«Βιάγκρα; Tι θα πει αυτό;»
«Τίποτα. Αλλά ακούγεται ωραία».
«Δεν ξέρω εγώ από αυτά, εσύ ξέρεις. Πάντως δεν πιστεύω ότι είναι άρρωστος. Αυτά που λέει είναι προφάσεις. Διότι τη μια λέει έτσι, την άλλη αλλιώς. Τις προάλλες είχε λέει “δημιουργική ασάφεια” και έπρεπε λέει να βρει πρώτα τα “κομμάτια” του που ζουν μέσα του διάσπαρτα και αυτονομημένα, και μετά να αρχίσει να τα ενώνει υπό το φως του κατάλληλου καθρέφτη… Μάλιστα, κύριε!
Μια άλλη φορά άρχισε να μου τσαμπουνά περί χασίματος της ελευθερίας, κι ότι οι γονείς που εναποθέτουν τη “σκιά” τους πάνω στις πλάτες των παιδιών τους, τους δημιουργούν προβλήματα… Στην αρχή νόμιζα ότι με έβριζε, αλλά μου έδειξε έναν κώδικα που τα έγραφε όλα αυτά και έτσι γλύτωσε το μαστίγωμα.
Παρά τρίχα. Διαβάζει αυτές τις αηδίες, τα διανοουμενίστικα, αντί να πάει να πιάσει κανέναν αλιγάτορα, όπως κάνουν τα άλλα, τα φυσιολογικά, παιδιά της ηλικίας του… Έτσι μου ’ρχεται, μερικές φορές, να τον αρπάξω και να…»
«Να μην κάνεις τίποτα, μεγαλειότατε», τον διέκοψε ο σοφός. «Να μου τον φέρεις να τον εξετάσω. Έχω μια νέα μέθοδο τώρα: τους ξαπλώνω στον καναπέ και τους βάζω να λένε ό,τι τους κατέβει, ενώ εγώ κρατώ σημειώσεις».
O βασιλιάς τον κοίταξε απορημένος. «Και έχει αποτέλεσμα;»
«Δεν ξέρω, έχει όμως πλάκα».
Δημογέροντες της φυλής των Ποτπουρί. Δεύτερος από αριστερά ο μάγος ΑΪΚΙΟΥ και δίπλα του ο βασιλιάς ΑΠΟΚΑΤΩ ΚΑΜΑΡΑ.
Αυτά έλεγαν στην καλύβα του σοφού, χωρίς να ξέρουν τι συνέβαινε πιο πέρα, στο παλάτι. O πρίγκιπας Παραμιαπατάτα βρισκόταν σε σύγχυση, ή σ’ εκείνη την κατάσταση που οι Γάλλοι αποκαλούν “Tout comprendre, ne rien se pardonner” – να τα καταλαβαίνεις όλα, και να μην συγχωρείς τίποτα.
«Στο τέλος δεν θα γλυτώσω. Αυτός ο γέρος μου επιμένει πολύ… Ω μεγάλε θεέ ΠATΣAMETΣIPO, τελικά θα με βάλει να περάσω τις δοκιμασίες! Δεν γλυτώνω… Κι αν συνεχίσω να αρνούμαι, θα με θυσιάσουν! Τίποτα, τίποτα! Μόνο μια λύση υπάρχει: η φυγή!»
Έτσι ο νέος, πάνω στην απελπισία του, μάζεψε τα υπάρχοντά του και χάθηκε μες τη νύχτα.
Σαν σκιά πέρασε ανάμεσα από τους φρουρούς και χωρίς να τον δει κανείς, τράβηξε για το αλτιπλάνο (οροπέδιο) ΤΟΣΦΟΥΓΚΑΤΟ, να κρυφτεί στις όχθες της λίμνης ΦOΔPA ΓIAKAΣKA. Εκεί, μόλις αισθάνθηκε ασφαλής, άλλες σκέψεις άρχισαν να βασανίζουν το φτωχό πριγκιπόπουλο. Σκέψεις γεμάτες τύψεις. Σκεφτόταν την αγαπημένη του ΠΑΝΑΚΟΤΑ που δεν θα την ξανάβλεπε.
«Δεν της αξίζω…» σκεφτόταν λυπημένος. «Είμαι ένα τίποτα… ένας δειλός. Να δεις που οι θεοί θα με τιμωρήσουν… τους ξέρω εγώ αυτούς!»
Παρ’ όλη τη φιλομάθειά του, ο νεαρός πρίγκιπας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι η Θεία Πρόνοια ερχόταν να τον σώσει από τις κτηνώδεις συνήθειες της φυλής του…
Ακούστε τώρα τι έγινε! Πιο πέρα, σ’ έναν δύσβατο δρόμο που οδηγούσε στη λίμνη, μια παράξενη ομάδα ανθρώπων διάβαινε το μονοπάτι. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν από εκεί. Είχαν έρθει από πολύ μακριά. Είχαν διασχίσει τον απέραντο ωκεανό, ερχόμενοι εκ μέρους της βασιλευομένης δημοκρατίας της Ισπανίας με τους εξής τρεις ιερούς σκοπούς:
1) Να δώσουν ώθηση στην επιστήμη της γεωγραφίας ανακαλύπτοντας καινούρια μέρη·
2) Να σώσουν τους άγριους λαούς μέσω της αγαθής ακτινοβολίας του χριστιανισμού, και..
3) Να βρουν τίποτα χρυσά και διαμάντια –όχι τίποτα σπουδαίο– απλά να βγάλουν τα έξοδα. Επρόκειτο, δηλαδή, γι’ αυτούς που μετέπειτα ονομάστηκαν Κονκισταδόρες (conquistadores: ισπανιστί, κατακτητές).
Του αγήματος ηγείτο ένας Καστεγιάνος ευπατρίδης με ένα μεγάλο όνομα, όπως αρμόζει σε Ισπανό ευγενή, ο δον ΛEΩNAPΘΩ ΓIABEΓΓEPA METOYPTA ΠOYNAXEIMENTEΣ, έχοντας ως υποτακτικό του τον λοχαγό του ιππικού ΠIΣAPΩ TAMΠOYΛONIA MEΓPAΣO.
Μαζί τους ταξίδευε και ο ειδικός απεσταλμένος του Βατικανού, ο ιταλικής καταγωγής ΦAEMONO MΠPOKOΛO MEΛATO, μοναχός του τάγματος ΣAN ΦPENAPΩ TPIZΩ, ο οποίος σκοπό της ζωής του είχε να φέρει στον ίσιο δρόμο κάθε άγριο που θα του ’πεφτε μπροστά του.
Και του ’πεσε ο φτωχός Παραμιαπατάτα.
Ο λοχαγός είδε πρώτος τον φτωχό Ινδιάνο και τον έδειξε στους άλλους δυο. O ευγενής γύρισε στον μοναχό και του είπε ενθουσιασμένος που θα διέκοπταν τη μονοτονία του ταξιδιού:
«Να ένας άγριος! Τον πιάνουμε να σπάσουμε πλάκα;»
O ιερωμένος τον αγριοκοίταξε.
«Μη ξεχνάς, τέκνο μου, ότι κι αυτός ακόμα είναι ένα πλάσμα του Θεού έτοιμο να δεχτεί την αγάπη Του».
«Έχεις δίκιο, πάτερ», ψέλλισε μετανοημένος ο ευγενής.
«Θα υπάρχουν επίσης στη φυλή του πολλά άλλα τέτοια πλάσματα του Θεού έτοιμα να τα σώσω. Άρα πρέπει να του φερθούμε ευγενικά και να τον πείσουμε να μας οδηγήσει στους δικούς του».
«Πού να τρέχουμε τώρα…»
«…και επειδή αυτοί οι άγριοι δεν γνωρίζουν τη χριστιανική λιτότητα, συνήθως έχουν πολύ χρυσό στην κατοχή τους».
«E, τότε να τρέξουμε να τους σώσουμε απ’ την απληστία», αναθάρρησε ο ευγενής. «Θα τον πιάσω και θα τον ανακρίνω για να μας πει πού είναι η φυλή του, κι αν δεν μιλήσει…»
«Καλύτερα να τον πείσω εγώ, με μέσα χριστιανικά».
«Δηλαδή, πάτερ μου, με πραότητα και με τα σοφά λόγια του Ευαγγελίου;»
«Και όχι μόνο! Αν δεν πεισθεί, θα χρησιμοποιήσω τα ιερά σύνεργα που έχω στο σεντούκι μου».
«Την Αγία Γραφή και το κύπελλο με την Όστια;»
«Καθώς και κάτι άλλα που μου χάρισε ένας φίλος ιεροεξεταστής από τη Βαρκελώνη, ο ΠEΣEMIAMONAΔA, αν τον έχεις ακουστά. Πολύ αποτελεσματικά σύνεργα· όλοι στο τέλος μιλάνε. Θα μείνεις με το στόμα ανοιχτό!»
«Καλώς τότε. Πάμε».
Ο Ισπανός ευγενής δον ΛEΩNAPΘΩ ΓIABEΓΓEPA METOYPTA ΠOYNAXEIMENTEΣ έχοντας δίπλα του τον μοναχό ΦAEMONO MΠPOKOΛO MEΛATO, του τάγματος ΣAN ΦPENAPΩ TPIZΩ.
Ο νεαρός πρίγκιπας είχε καθίσει στην όχθη της λίμνης και διάβαζε ένα σύγγραμμα σχετικά με τις σεξουαλικές καταβολές της βιαιότητας της μετεφηβικής ηλικίας που του είχε δώσει ένας φίλος Ινδιάνος από τα βόρεια, ο KATΣETΩPAΠOYKATΣA της φυλής NABAΦΟ, τον οποίο είχε γνωρίσει στην ετήσια συγκέντρωση των απανταχού Ινδιάνων που είχε γίνει το προηγούμενο έτος στο βουνό της περιοχής του, το απόκρημνο όρος ΣTAΣOY ΓIATΣIΣA.
Ήταν τόσο απορροφημένος, ώστε δεν είδε αμέσως αυτούς που τον πλησίαζαν. Μόλις όμως τους πήρε χαμπάρι, πάγωσε το αίμα του.
Σίγουρα επρόκειτο για κακούς δαίμονες που τους έστειλαν οι θεοί για να τον τιμωρήσουν.
Στάθηκε έντρομος και τους παρατηρούσε. Είχαν πάνω-πάνω ανθρώπινο κεφάλι, αν και κάπως διαφορετικό. Πιο κάτω όμως είχαν ένα δεύτερο κεφάλι που έμοιαζε με το κεφάλι του λάμα και περπάταγαν σε τέσσερα πόδια.
Για κάτσε, δηλαδή! Αν δεν ήταν αυτοί δαίμονες, τότε τι ήταν; Βέβαια όταν ξεπέζεψε ένας απ’ αυτούς κατάλαβε ότι ήταν δυο διαφορετικά πράγματα, ένα ζώο και ένας άνθρωπος πάνω σε αυτό. Βλέπετε, στην αμερικανική ήπειρο δεν υπήρχαν άλογα πριν έρθουν οι Ισπανοί και ο φτωχός Ινδιάνος τους είδε σαν ένα ενιαίο ζώο, ενώ σαφώς ήταν δυο.
Αυτός που ξεπέζεψε είχε καλυμμένο το κεφάλι του με μια μυτερή κουκούλα – αυτή που φορούσαν οι μοναχοί εκείνη την εποχή. O ιερωμένος, πλησιάζοντάς τον, του χαμογέλασε γλυκά κατεβάζοντας ταυτόχρονα την κουκούλα. Αυτή ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει.
O άνθρωπος αυτός είχε βαλμένο το κεφάλι του ανάποδα! Πανικός έζωσε τον Παραμιαπατάτα και η τρομάρα του νεαρού Ινδιάνου μετατράπηκε όλη σε τρεχάλα. Κυριολεκτικά εξαφανίστηκε από μπροστά τους πριν προλάβουν οι Κονκισταδόρες να κάνουν οτιδήποτε.
Βλέπετε, ο μοναχός ήταν καραφλός με γένια. Μη έχοντας ξαναδεί ο νέος γενειοφόρο στη ζωή του, μιας και οι Ινδιάνοι είναι αγενείς (στο μούσι μόνο, κατά τα άλλα είναι ευγενέστατοι οι άνθρωποι), υπέθεσε ότι ο δαίμονας αυτός είχε το κεφάλι του ανάποδα, με τα μαλλιά από κάτω.
H πρώτη επαφή μεταξύ των δυο πολιτισμών εστέφθη από παταγώδη αποτυχία.
Ο βασιλιάς είδε το γιο του που μπήκε σαν σίφουνας μέσα στην αίθουσα του θρόνου και απόρησε τα μέγιστα. Αμέσως του είπε με πατρική στοργή:
«Πού γύρναγες, βρε κερατά;»
O Παραμιαπατάτα, μόλις ξελαχάνιασε, απάντησε:
«Άσε τώρα τα πολλά λόγια, ρε πατέρα, και βάλε μπροστά την τελετή, να τελειώνουμε».
Εκείνη τη βραδιά, ο Ινδιάνος άναξ έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, καθώς ο σοφός Αϊκιού παρέδιδε τα φτερά του ενήλικα Ποτπουριώτη –ύστερα από την επιτυχή διεξαγωγή των άθλων με άριστα– στο καμάρι του, στον γιο του και διάδοχο του θρόνου Παραμιαπατάτα.
O ανυποψίαστος βασιλιάς δεν ήξερε ότι ο κίνδυνος περιπλανιόταν στα ψηλά βουνά στο πρόσωπο της άγνωστης φυλής των Ευρωπαίων που έψαχναν να βρουν αυτόν τον ταχύτατο Ινδιάνο δρομέα για να τον εκμεταλλευτούν κατάλληλα στον αθλητικό χώρο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Ισπανίας, χώρο που έβγαζε πολύ χρήμα για όσους ξέρουν από αθλητικά εκείνης της εποχής.
Δημήτρης Αντύπας
[Πηγή]