Γνώρισε την πρώτη του «απαγορευμένη αγάπη» σε ηλικία
6 ετών.
Γεννήθηκε σε ένα φτωχικό σπίτι στο Μεταξουργείο, 25 μέρες μετά την αλλαγή του χρόνου. Ο πατέρας του ήταν αμαξάς, αλλά όταν πλήθυναν τα αυτοκίνητα στην πόλη, αναγκάστηκε να αλλάξει επάγγελμα....
Τους στάβλους του τους μετέτρεψε σε σπίτι και εκεί ζούσε με τη σύζυγο και τα επτά παιδιά τους.
Για να ζήσει, έγινε κουρέας.
Τότε τα κουρεία εκτελούσαν και χρέη ιδιότυπου καφενείου και εκεί συγκεντρώνονταν πολλοί άνθρωποι της γειτονιάς, περνούσαν τον χρόνο τους και μάθαιναν όλα τα νέα.
Το απαγορευμένο μπουζούκι
Ο κουρέας τους ψυχαγωγούσε παίζοντας μπουζούκι, το οποίο κρεμούσε πάντα απ’ τον τοίχο.
Αυτό το μπουζούκι είδε ο εξάχρονος γιος του και το ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά.
Τον επόμενο χρόνο, κέρδισε βραβείο στο σχολείο παίζοντας μπουζούκι.
Το 1936 η δικτατορία του Μεταξά απαγόρευσε τη μουσική των λαϊκών στρωμάτων, όπως το μπουζούκι και ο πατέρας του νεαρού μουσικού τον ξυλοφόρτωνε, όποτε έπαιζε.
Ο μικρός δεν φοβόταν τις σφαλιάρες του πατέρα του και δεν σταμάτησε να “γρατζουνάει” το απαγορευμένο όργανο.
Με την έναρξη του παγκοσμίου πολέμου, η οικογένεια μετακόμισε στο Αιγάλεω και ο μικρός αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο.
Φοβισμένος και κυρίως πεινασμένος, ο μικρός απορροφήθηκε από το μπουζούκι, τη μοναδική ασχολία που του προσέφερε ευχαρίστηση.
Έπαιζε όπου μπορούσε και οι ταβερνιάρηδες, όσοι μπορούσαν, του προσέφεραν λίγο φαγητό για αντάλλαγμα.
Αγόρασε το πρώτο μπουζούκι αμέσως μετά το τέλος του πολέμου και δεν το άφηνε ποτέ από τα χέρια του.
Ζούσε και κοιμόταν με το μπουζούκι στην αγκαλιά του.
Αναγκάστηκε να το αφήσει όταν στρατολογήθηκε από το ΕΑΜ στα Δεκεμβριανά.
Το έσκασε με την πρώτη ευκαιρία που βρήκε και δεν αναμίχθηκε ξανά με τη διαμάχη.
Πέρασε τον εμφύλιο στο ναυτικό, απέφυγε την εξορία και ονειρευόταν να γίνει μεγάλος μουσικός.
Ο πιτσιρικάς με το κοντό παντελόνι είναι ο αξέχαστος Γιώργος Ζαμπέτας.
[Πηγή]