Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΠΛΟΙΑ ΤΟΥ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ


Ο “νηών κατάλογος” (ο κατάλογος των πλοίων) είναι από τα πιο πολυσυζητημένα εδάφια της Ιλιάδας. Είναι κατά τον Όμηρο ο κατάλογος των πλοίων και των στρατευμάτων ανά Ελληνική πόλη....

Πόλεις και περιοχές που παίρνουν μέρος στον τρωικό πόλεμο (γύρω στο 1250 π.Χ.), με ιδιαίτερη αναφορά στα ονόματα των αρχηγών των στρατευμάτων ανά πόλη.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι βασίζεται σε προγενέστερο ποίημα της μυκηναϊκής εποχής που ο Όμηρος χρησιμοποίησε αυτούσιο ενσωματώνοντάς το στο έπος.

Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Όμηρος περιγράφει στον κατάλογο αυτόν τις μεγάλες πόλεις της εποχής του (8ος αι. π.Χ.) και τις ανάγει αναχρονιστικά πίσω στην μυκηναϊκή εποχή.

Είτε πρόκειται για έναν κατάλογο των ελληνικών πόλεων του 13ου αι. είτε του 8ου αι. π.Χ., η σημασία του είναι ανεκτίμητη.

Ο κατάλογος είναι μέρος της Β ραψωδίας της Ιλιάδας και ακολουθείται από έναν κατάλογο της δύναμης των Τρώων και των συμμάχων τους, ο οποίος είναι αρκετά μικρότερος σε έκταση.





Ο κατάλογος

Συνολικά αναφέρονται 29 βασίλεια και ο συνολικός τους στόλος φτάνει το 1186 πλοία. Τα περισσότερα τοπωνύμια έχουν εξακριβωθεί ότι πράγματι υπήρξαν οικισμοί της εποχής εκείνης.

Περιοχή: Βοιωτία
Πόλεις: Υρίη, Αυλίδα, Σχοίνος, Σκώλος, Ετεωνός, Θεσπεία, Γραία, Μυκαλησσός, Άρμα, Ειλέσιον, Ερυθραί, Ελεών, Ύλη, Πετεών, Ωκαλέη, Μεδεών, Κώπαι, Εύτρησις, Θίσβη, Κορώνεια, Αλίαρτος, Πλάταια, Γλίσας, Υποθήβαι, Ογχηστός, Άρνη, Μίδεια, Νίσα, Ανθηδών
Ηγεμόνες: Πηνέλεως, Λήιτος, Αρκεσίλαος, Προθαίνωρ, Κλόνιος
Πλοία: 50

Περιοχή: Μινύες
Πόλεις: Ασπληδών, Ορχομενός
Ηγεμόνες: Ασκάλαφος, Ιάλμενος
Πλοία: 30

Περιοχή: Φωκίδα
Πόλεις: Κυπάρισσος, Πυθώ, Ανεμώρεια, Υάμπολις, Λίλαια, Χρύσα, Δαυλίς, Πανοπεύς, ποταμός Κηφισσός
Ηγεμόνες: Σχεδίος, Επίστροφος
Πλοία: 40

Περιοχή: Λοκρίδα
Ηγεμόνες: Αίας του Οιλέως (ο Λοκρός)
Πλοία: 40

Περιοχή: Εύβοια (Άβαντες)
Πόλεις: Χαλκίς, Ερέτρια, Ιστιαία, Κήρινθος, Δίον, Κάρυστος, Στύρα
Ηγεμόνες: Ελεφήνωρ
Πλοία: 40

Περιοχή: Αθήνα
Πόλεις: Κύνος, Οπόης, Καλλίατος, Βήσσα, Σκάρφη, Αυγείαι, Τάρφη, Θρόνιο
Ηγεμόνες: Μενεσθεύς
Πλοία: 50

Περιοχή, Πόλεις: Σαλαμίνα
Ηγεμόνες: Αίας ο Τελαμώνιος
Πλοία: 12

Περιοχή: Άργος,
Πόλεις: Τίρυνθα, Ερμιόνη, Ασίνη, Τροιζήνα, Ηιόνες, Επίδαυρος, Αίγινα, Μάσης
Ηγεμόνες: Διομήδης,
υπαρχηγοί: Σθένελος, Ευρύαλος
Πλοία: 80

Περιοχή: Μυκήνες
Πόλεις: Κόρινθος, Κλεωναί, Ορνειαί, Αραιθυρέη, Σικυώνα,Υπηρήσια, Γονόεσσα,
Πελλήνη, Αίγιο, Αιγιαλός, Ελίκη
Αγαμέμνων
Πλοία: 100

Περιοχή: Λακεδαίμων
Πόλεις: Φάρις, Σπάρτη, Μέσση, Βρυσειαί, Αυγειαί, Αμύκλες, Έλος, Λάας, Οίτυλος
Ηγεμόνες: Μενέλαος
Πλοία: 60

Περιοχή: Πύλος,
Πόλεις: Αρήνη, Θρύον, Αίπυ, Κυπαρισσήης, Αμφιγένεια, Πτελεός, Έλος, Δώριον
Ηγεμόνες: Νέστωρ
Πλοία: 90

Περιοχή: Αρκαδία
Πόλεις: Κυλλήνη, Φενεός, Ορχομενός, Ρίπη, Στρατίη, Ενίσπη, Τεγέα, Μαντίνεια, Στύμφυλος, Παρρασίη
Ηγεμόνες: Αγαπήνωρ
Πλοία: 60

Περιοχή: Ήλιδα
Πόλεις: Βουπράσιο,Υρμίνη, Μύρσινος, Ωλενίη, Αλείσιον
Ηγεμόνες: Αμφίμαχος, Θάλπιος, Διώρης, Πολύξενος
Πλοία: 10

Περιοχή: Δουλίχιοι
Πόλεις: Δουλίχι, Εχινάδες νήσοι (απέναντι από την Ηλεία)
Ηγεμόνες: Μέγης
Πλοία: 40

Περιοχή: Κεφαλήνιοι
Πόλεις: Ιθάκη, Νηριτός, Κροκύλεια, Αιγίλιο, Ζάκυνθος, Σάμος
Ηγεμόνες: Οδυσσεύς
Πλοία: 12

Περιοχή: Αιτωλία
Πόλεις: Πλευρών, Ώλενος, Πυλήνη, Χαλκίς, Καλυδώνα
Ηγεμόνες: Θόας, γιος του Ανδραίμονα
Πλοία: 40

Περιοχή: Κρήτη
Πόλεις: Γόρτυνα, Λύκτος, Μίλητος, Λύκαστος, Φαιστός, Ρύτιον και άλλες πόλεις (σνλ.100 εκατόμπολις)
Ηγεμόνες: Ιδομενεύς, Μηριόνης
Πλοία: 80

Περιοχή: Ρόδος
Πόλεις: Λίνδος, Ιάλυσος, Κάμειρος
Ηγεμόνες: Τληπόλεμος
Πλοία: 9

Περιοχή, Πόλεις: Σύμη
Ηγεμόνες: Νιρεύς
Πλοία: 3

Περιοχή, Πόλεις: Νίσυρος, Κάρπαθος, Κάσος, Κως, Καλύδναι νήσοι
Ηγεμόνες: Φείδιππος, Άντιφος
Πλοία: 30

Περιοχή, Πόλεις: Άργος Πελασγικό, Άλος, Αλόπη, Τραχίς, Φθία, Ελλάς
Ηγεμόνες: Αχιλλεύς, εν συνεχεία Νεοπτόλεμος
Πλοία: 50

Περιοχή, Πόλεις: Φυλάκη, Πύρασος, Ίτων, Αντρών, Πτελεός
Ηγεμόνες: Πρωτεσίλαος, εν συνεχεία Ποδάρκης
Πλοία: 40

Περιοχή, Πόλεις: Φεραί, Βοίβη, Γλαφύραι, Ιαωλκός
Ηγεμόνες: Εύμηλος
Πλοία: 40

Περιοχή, Πόλεις: Μεθώνη, Θαυμακία, Μελιβοία, Ολιζών
Ηγεμόνες: Φιλοκτήτης, εν συνεχεία Μέδων
Πλοία: 7

Περιοχή, Πόλεις: Τρίκκη, Ιθώμη (Θεσσαλίας), Οιχαλία
Ηγεμόνες: Ποδαλείριος, Μαχάων
Πλοία: 40

Περιοχή, Πόλεις: Ορμένιο, Αστέριο, Τιτάνοιο
Ηγεμόνες: Ευρύπυλος
Πλοία: 40

Περιοχή, Πόλεις: Άργισσα, Γυρτώνη, Όρθη, Ηλώνη, Ολοοσσών, οι εκ Πηλίου, Αίθηκες (κάτοικοι περιοχής της Θεσσαλίας)
Ηγεμόνες: Πολυποίτης, Λεοντεύς
Πλοία: 40

Περιοχή, Πόλεις: Κύφος, Δωδώνι (Θεσσαλική), Γόννος, όχθες του Τιταρίσιου
Ηγεμόνες: Γυνεύς
Πλοία: 22

Περιοχή: Μάγνητες
Πόλεις: «οι περί Πηνειόν και Πήλιον εινοσίγυλλον ναίεσκον»
Ηγεμόνες: Πρόθοος
Πλοία: 40

Ο νεών κατάλογος (νεοέλ.: κατάλογος πλοίων, πολυτ.: νεῶν κατάλογος), είναι ο κατάλογος των πλοίων των Αχαιών που εκστράτευσαν κατά της Τροίας, όπως διασώζεται στην β’ ραψωδία της Ιλιάδαςτου Ομήρου (στ. 494-759). Κατα την αφήγηση δίνεται αναλυτική περιγραφή των ονομάτων των ηγετών και των πόλεων που εκπροσωπεί κάθε βασίλειο. Επίσης, η αναφορά σε πόλεις και σε πληθυσμούς διανθίζεται με διάφορα επίθετα. Μετά το πέρας του καταλόγου των Αχαϊκών πλοίων, η β’ ραψωδία ολοκληρώνεται με την καταγραφή των περιοχών και των ηγετών που πήραν το μέρος των Τρώων (στ. 816-877).



Ιστορική βάση

Έχει υποστηριχθεί από ερευνητές η άποψη ότι ο συγκεκριμένος κατάλογος αποτελούσε αρχικά ξεχωριστό κομμάτι το οποίο εντάχθηκε αργότερα στο σώμα της Ιλιάδας. Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει πως ο πυρήνας του καταλόγου των πλοίων διασώθηκε από τα Μυκηναϊκά χρόνια, την υποτιθέμενη εποχή δηλαδή που διεξήχθη ο Τρωικός πόλεμος (13ος-12ος αιώνας π.Χ.) και δια μέσου της προφορικής παράδοσης έγινε γνωστή στον Όμηρο (9ος-8ος αι. π.Χ.).

Αν ληφθεί υπόψη ότι αποτελεί μια αξιόπιστη πηγή Μυκηναϊκής ή Υπο-μυκηναϊκής εποχής, τότε ο κατάλογος μας προσφέρει με μοναδική λεπτομέρεια την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στον ελληνικό κόσμο κατά τον 13ο-12ο αιώνα π.Χ.. Το ότι αναφέρονται τοποθεσίες που την εποχή του Τρωικού πολέμου υπήρξαν σπουδαία πολιτικά και πολιτιστικά κέντρα, αλλά την εποχή του Ομήρου είτε ήταν στην αφάνεια ή είχαν καταστραφεί ολοσχερώς (όπως η Πύλος στην Μεσσηνία), είναι μια ισχυρή απόδειξη ότι ο συγκεκριμένος κατάλογος δεν χρησιμοποίησε αναχρονιστικά στοιχεία. Γενικά απεικονίζει τον ελληνικό κόσμο σε μια εποχή αρκετά πιο παλαιότερη από αυτή του Ομήρου. Περιοχές όπως οι Μακεδονία, η Ήπειρος και μέρος της Θεσσαλίας δεν φαίνονται να συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο, προφανώς αυτές οι περιοχές βρίσκονταν υπό των έλεγχο των Δωριέων, οι οποίοι θα πραγματοποιούσαν την κάθοδό τους προς την Πελοπόννησο ορισμένες δεκαετίες αργότερα.

Όμως ο ‘νεών κατάλογος’ με τα επίθετα με τα οποία διανθίζει τα πρόσωπα και τα τοπωνύμια και γενικά με τον τρόπο που έχει ενταχθεί στο έπος αποτελεί ένα συμβατό κομμάτι στο όλο έργο. Έχει υποστηριχθεί ακόμη και η άποψη πως ο κατάλογος αποτελεί μείγμα πολλών μικρότερων καταλόγων που χρησιμοποιούσαν ποιητές (ραψωδοί) με σκοπό να εντυπωσιάσουν το κοινό τους με τις ιστορικές τους γνώσεις.

Ένα ακόμη ιστορικό στοιχείο που μας προσφέρεται είναι ότι τα βασίλεια των Αχαιών (τουλάχιστον εκείνη την εποχή) αποτελούσαν ένα σύνολο συνοσμοπονδίας και όχι ανατολικού τύπου Αυτοκρατορίας, που υπάγονται στον άνακτα των Μυκηνών. Επίσης, οι Αχαιοί (αναφέρονται στην Ιλιάδα ως Δαναοί, Αργείτες αλλά και ‘Έλληνες (Ραψωδία β’ στ.529 και 683)) απουσίαζαν από τις ακτές τις Μικράς Ασίας.

Το ερώτημα που γενάται είναι κατά πόσο ο συγκεκριμένος κατάλογος απεικονίζει την πραγματική ιστορική κατάσταση της εποχής του χαλκού στην Ελλάδα.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Ιλιάδα β’ 494-759.

Έκθεσις της πολεμικής ιστορίας των Ελλήνων. Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης. Αθήνα Ζάππειο Μέγαρο. 28-30 Οκτωβρίου 1968. Έκδοση Αρχείου Ενόπλων Δυνάμεων, 1970.



ΟΜΗΡΟΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙ

ἄλλοι μέν ῥα θεοί τε καὶ ἀνέρες ἱπποκορυσταὶ

εὗδον παννύχιοι, Δία δ’ οὐκ ἔχε νήδυμος ὕπνος,

ἀλλ’ ὅ γε μερμήριζε κατὰ φρένα ὡς Ἀχιλῆα

τιμήσῃ, ὀλέσῃ δὲ πολέας ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.

ἥδε δέ οἱ κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή, 5

πέμψαι ἐπ’ Ἀτρεί̈δῃ Ἀγαμέμνονι οὖλον ὄνειρον:

καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:

βάσκ’ ἴθι οὖλε ὄνειρε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν:

ἐλθὼν ἐς κλισίην Ἀγαμέμνονος Ἀτρεί̈δαο

πάντα μάλ’ ἀτρεκέως ἀγορευέμεν ὡς ἐπιτέλλω: 10

θωρῆξαί ἑ κέλευε κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς

πανσυδίῃ: νῦν γάρ κεν ἕλοι πόλιν εὐρυάγυιαν

Τρώων: οὐ γὰρ ἔτ’ ἀμφὶς Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες

ἀθάνατοι φράζονται: ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας

Ἥρη λισσομένη, Τρώεσσι δὲ κήδε’ ἐφῆπται. 15

ὣς φάτο, βῆ δ’ ἄρ’ ὄνειρος ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσε:

καρπαλίμως δ’ ἵκανε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν,

βῆ δ’ ἄρ’ ἐπ’ Ἀτρεί̈δην Ἀγαμέμνονα: τὸν δὲ κίχανεν

εὕδοντ’ ἐν κλισίῃ, περὶ δ’ ἀμβρόσιος κέχυθ’ ὕπνος.

στῆ δ’ ἄρ’ ὑπὲρ κεφαλῆς Νηληί̈ῳ υἷι ἐοικώς 20

Νέστορι, τόν ῥα μάλιστα γερόντων τῖ’ Ἀγαμέμνων:

τῷ μιν ἐεισάμενος προσεφώνεε θεῖος ὄνειρος:

εὕδεις Ἀτρέος υἱὲ δαί̈φρονος ἱπποδάμοιο:

οὐ χρὴ παννύχιον εὕδειν βουληφόρον ἄνδρα

ᾧ λαοί τ’ ἐπιτετράφαται καὶ τόσσα μέμηλε: 25

νῦν δ’ ἐμέθεν ξύνες ὦκα: Διὸς δέ τοι ἄγγελός εἰμι,

ὃς σεῦ ἄνευθεν ἐὼν μέγα κήδεται ἠδ’ ἐλεαίρει.

θωρῆξαί σε κέλευσε κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς

πανσυδίῃ: νῦν γάρ κεν ἕλοις πόλιν εὐρυάγυιαν

Τρώων: οὐ γὰρ ἔτ’ ἀμφὶς Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες 30

ἀθάνατοι φράζονται: ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας

Ἥρη λισσομένη, Τρώεσσι δὲ κήδε’ ἐφῆπται

ἐκ Διός: ἀλλὰ σὺ σῇσιν ἔχε φρεσί, μηδέ σε λήθη

αἱρείτω εὖτ’ ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνήῃ.

ὣς ἄρα φωνήσας ἀπεβήσετο, τὸν δὲ λίπ’ αὐτοῦ 35

τὰ φρονέοντ’ ἀνὰ θυμὸν ἅ ῥ’ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον:

φῆ γὰρ ὅ γ’ αἱρήσειν Πριάμου πόλιν ἤματι κείνῳ

νήπιος, οὐδὲ τὰ ᾔδη ἅ ῥα Ζεὺς μήδετο ἔργα:

θήσειν γὰρ ἔτ’ ἔμελλεν ἐπ’ ἄλγεά τε στοναχάς τε

Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι διὰ κρατερὰς ὑσμίνας. 40

ἔγρετο δ’ ἐξ ὕπνου, θείη δέ μιν ἀμφέχυτ’ ὀμφή:

ἕζετο δ’ ὀρθωθείς, μαλακὸν δ’ ἔνδυνε χιτῶνα

καλὸν νηγάτεον, περὶ δὲ μέγα βάλλετο φᾶρος:

ποσσὶ δ’ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,

ἀμφὶ δ’ ἄρ’ ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον: 45

εἵλετο δὲ σκῆπτρον πατρώϊον ἄφθιτον αἰεὶ

σὺν τῷ ἔβη κατὰ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων:

ἠὼς μέν ῥα θεὰ προσεβήσετο μακρὸν Ὄλυμπον

Ζηνὶ φόως ἐρέουσα καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισιν:

αὐτὰρ ὃ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε 50

κηρύσσειν ἀγορὴν δὲ κάρη κομόωντας Ἀχαιούς:

οἳ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ’ ἠγείροντο μάλ’ ὦκα:

βουλὴν δὲ πρῶτον μεγαθύμων ἷζε γερόντων

Νεστορέῃ παρὰ νηὶ̈ Πυλοιγενέος βασιλῆος:

τοὺς ὅ γε συγκαλέσας πυκινὴν ἀρτύνετο βουλήν: 55

κλῦτε φίλοι: θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος

ἀμβροσίην διὰ νύκτα: μάλιστα δὲ Νέστορι δίῳ

εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ’ ἄγχιστα ἐῴκει:

στῆ δ’ ἄρ’ ὑπὲρ κεφαλῆς καί με πρὸς μῦθον ἔειπεν:

εὕδεις Ἀτρέος υἱὲ δαί̈φρονος ἱπποδάμοιο: 60

οὐ χρὴ παννύχιον εὕδειν βουληφόρον ἄνδρα,

ᾧ λαοί τ’ ἐπιτετράφαται καὶ τόσσα μέμηλε:

νῦν δ’ ἐμέθεν ξύνες ὦκα: Διὸς δέ τοι ἄγγελός εἰμι,

ὃς σεῦ ἄνευθεν ἐὼν μέγα κήδεται ἠδ’ ἐλεαίρει:

θωρῆξαί σε κέλευσε κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς 65

πανσυδίῃ: νῦν γάρ κεν ἕλοις πόλιν εὐρυάγυιαν

Τρώων: οὐ γὰρ ἔτ’ ἀμφὶς Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες

ἀθάνατοι φράζονται: ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας

Ἥρη λισσομένη, Τρώεσσι δὲ κήδε’ ἐφῆπται

ἐκ Διός: ἀλλὰ σὺ σῇσιν ἔχε φρεσίν: ὣς ὃ μὲν εἰπὼν 70

ᾤχετ’ ἀποπτάμενος, ἐμὲ δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν.

ἀλλ’ ἄγετ’ αἴ κέν πως θωρήξομεν υἷας Ἀχαιῶν:

πρῶτα δ’ ἐγὼν ἔπεσιν πειρήσομαι, ἣ θέμις ἐστί,

καὶ φεύγειν σὺν νηυσὶ πολυκλήϊσι κελεύσω:

ὑμεῖς δ’ ἄλλοθεν ἄλλος ἐρητύειν ἐπέεσσιν. 75

ἤτοι ὅ γ’ ὣς εἰπὼν κατ’ ἄρ’ ἕζετο, τοῖσι δ’ ἀνέστη

Νέστωρ, ὅς ῥα Πύλοιο ἄναξ ἦν ἠμαθόεντος,

ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:

ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες

εἰ μέν τις τὸν ὄνειρον Ἀχαιῶν ἄλλος ἔνισπε 80

ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον:

νῦν δ’ ἴδεν ὃς μέγ’ ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι:

ἀλλ’ ἄγετ’ αἴ κέν πως θωρήξομεν υἷας Ἀχαιῶν.

ὣς ἄρα φωνήσας βουλῆς ἐξῆρχε νέεσθαι,

οἳ δ’ ἐπανέστησαν πείθοντό τε ποιμένι λαῶν 85

σκηπτοῦχοι βασιλῆες: ἐπεσσεύοντο δὲ λαοί.

ἠύ̈τε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων

πέτρης ἐκ γλαφυρῆς αἰεὶ νέον ἐρχομενάων,

βοτρυδὸν δὲ πέτονται ἐπ’ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν:

αἳ μέν τ’ ἔνθα ἅλις πεποτήαται, αἳ δέ τε ἔνθα: 90

ὣς τῶν ἔθνεα πολλὰ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων

ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης ἐστιχόωντο

ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν: μετὰ δέ σφισιν ὄσσα δεδήει

ὀτρύνουσ’ ἰέναι Διὸς ἄγγελος: οἳ δ’ ἀγέροντο.

τετρήχει δ’ ἀγορή, ὑπὸ δὲ στεναχίζετο γαῖα 95

λαῶν ἱζόντων, ὅμαδος δ’ ἦν: ἐννέα δέ σφεας

κήρυκες βοόωντες ἐρήτυον, εἴ ποτ’ ἀϋτῆς

σχοίατ’, ἀκούσειαν δὲ διοτρεφέων βασιλήων.

σπουδῇ δ’ ἕζετο λαός, ἐρήτυθεν δὲ καθ’ ἕδρας

παυσάμενοι κλαγγῆς: ἀνὰ δὲ κρείων Ἀγαμέμνων 100

ἔστη σκῆπτρον ἔχων τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων.

Ἥφαιστος μὲν δῶκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι,

αὐτὰρ ἄρα Ζεὺς δῶκε διακτόρῳ ἀργεϊφόντῃ:

Ἑρμείας δὲ ἄναξ δῶκεν Πέλοπι πληξίππῳ,

αὐτὰρ ὃ αὖτε Πέλοψ δῶκ’ Ἀτρέϊ ποιμένι λαῶν, 105

Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ,

αὐτὰρ ὃ αὖτε Θυέστ’ Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι,

πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν.

τῷ ὅ γ’ ἐρεισάμενος ἔπε’ Ἀργείοισι μετηύδα:

ὦ φίλοι ἥρωες Δαναοὶ θεράποντες Ἄρηος 110

Ζεύς με μέγα Κρονίδης ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ,

σχέτλιος, ὃς πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν

Ἴλιον ἐκπέρσαντ’ εὐτείχεον ἀπονέεσθαι,

νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο, καί με κελεύει

δυσκλέα Ἄργος ἱκέσθαι, ἐπεὶ πολὺν ὤλεσα λαόν. 115

οὕτω που Διὶ μέλλει ὑπερμενέϊ φίλον εἶναι,

ὃς δὴ πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα

ἠδ’ ἔτι καὶ λύσει: τοῦ γὰρ κράτος ἐστὶ μέγιστον.

αἰσχρὸν γὰρ τόδε γ’ ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι

μὰψ οὕτω τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν 120

ἄπρηκτον πόλεμον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι

ἀνδράσι παυροτέροισι, τέλος δ’ οὔ πώ τι πέφανται:

εἴ περ γάρ κ’ ἐθέλοιμεν Ἀχαιοί τε Τρῶές τε

ὅρκια πιστὰ ταμόντες ἀριθμηθήμεναι ἄμφω,

Τρῶας μὲν λέξασθαι ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν, 125

ἡμεῖς δ’ ἐς δεκάδας διακοσμηθεῖμεν Ἀχαιοί,

Τρώων δ’ ἄνδρα ἕκαστοι ἑλοίμεθα οἰνοχοεύειν,

πολλαί κεν δεκάδες δευοίατο οἰνοχόοιο.

τόσσον ἐγώ φημι πλέας ἔμμεναι υἷας Ἀχαιῶν

Τρώων, οἳ ναίουσι κατὰ πτόλιν: ἀλλ’ ἐπίκουροι 130

πολλέων ἐκ πολίων ἐγχέσπαλοι ἄνδρες ἔασιν,

οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὐκ εἰῶσ’ ἐθέλοντα

Ἰλίου ἐκπέρσαι εὖ ναιόμενον πτολίεθρον.

ἐννέα δὴ βεβάασι Διὸς μεγάλου ἐνιαυτοί,

καὶ δὴ δοῦρα σέσηπε νεῶν καὶ σπάρτα λέλυνται: 135

αἳ δέ που ἡμέτεραί τ’ ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα

εἵατ’ ἐνὶ μεγάροις ποτιδέγμεναι: ἄμμι δὲ ἔργον

αὔτως ἀκράαντον οὗ εἵνεκα δεῦρ’ ἱκόμεσθα.

ἀλλ’ ἄγεθ’ ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω πειθώμεθα πάντες:

φεύγωμεν σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν: 140

οὐ γὰρ ἔτι Τροίην αἱρήσομεν εὐρυάγυιαν.

ὣς φάτο, τοῖσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε

πᾶσι μετὰ πληθὺν ὅσοι οὐ βουλῆς ἐπάκουσαν:

κινήθη δ’ ἀγορὴ φὴ κύματα μακρὰ θαλάσσης

πόντου Ἰκαρίοιο, τὰ μέν τ’ Εὖρός τε Νότος τε 145

ὤρορ’ ἐπαί̈ξας πατρὸς Διὸς ἐκ νεφελάων.

ὡς δ’ ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήϊον ἐλθὼν

λάβρος ἐπαιγίζων, ἐπί τ’ ἠμύει ἀσταχύεσσιν,

ὣς τῶν πᾶσ’ ἀγορὴ κινήθη: τοὶ δ’ ἀλαλητῷ

νῆας ἔπ’ ἐσσεύοντο, ποδῶν δ’ ὑπένερθε κονίη 150

ἵστατ’ ἀειρομένη: τοὶ δ’ ἀλλήλοισι κέλευον

ἅπτεσθαι νηῶν ἠδ’ ἑλκέμεν εἰς ἅλα δῖαν,

οὐρούς τ’ ἐξεκάθαιρον: ἀϋτὴ δ’ οὐρανὸν ἷκεν

οἴκαδε ἱεμένων: ὑπὸ δ’ ᾕρεον ἕρματα νηῶν.

ἔνθά κεν Ἀργείοισιν ὑπέρμορα νόστος ἐτύχθη 155

εἰ μὴ Ἀθηναίην Ἥρη πρὸς μῦθον ἔειπεν:

ὢ πόποι αἰγιόχοιο Διὸς τέκος Ἀτρυτώνη,

οὕτω δὴ οἶκον δὲ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν

Ἀργεῖοι φεύξονται ἐπ’ εὐρέα νῶτα θαλάσσης,

κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν 160

Ἀργείην Ἑλένην, ἧς εἵνεκα πολλοὶ Ἀχαιῶν

ἐν Τροίῃ ἀπόλοντο φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης:

ἀλλ’ ἴθι νῦν κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων:

σοῖς ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρήτυε φῶτα ἕκαστον,

μηδὲ ἔα νῆας ἅλα δ’ ἑλκέμεν ἀμφιελίσσας. 165

ὣς ἔφατ’, οὐδ’ ἀπίθησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,

βῆ δὲ κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων ἀί̈ξασα:

καρπαλίμως δ’ ἵκανε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν.

εὗρεν ἔπειτ’ Ὀδυσῆα Διὶ μῆτιν ἀτάλαντον

ἑσταότ': οὐδ’ ὅ γε νηὸς ἐϋσσέλμοιο μελαίνης 170

ἅπτετ’, ἐπεί μιν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν:

ἀγχοῦ δ’ ἱσταμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη:

διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν’ Ὀδυσσεῦ,

οὕτω δὴ οἶκον δὲ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν

φεύξεσθ’ ἐν νήεσσι πολυκλήϊσι πεσόντες, 175

κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιτε

Ἀργείην Ἑλένην, ἧς εἵνεκα πολλοὶ Ἀχαιῶν

ἐν Τροίῃ ἀπόλοντο φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης;

ἀλλ’ ἴθι νῦν κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν, μηδ’ ἔτ’ ἐρώει,

σοῖς δ’ ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρήτυε φῶτα ἕκαστον, 180

μηδὲ ἔα νῆας ἅλα δ’ ἑλκέμεν ἀμφιελίσσας.

ὣς φάθ’, ὃ δὲ ξυνέηκε θεᾶς ὄπα φωνησάσης,

βῆ δὲ θέειν, ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε: τὴν δὲ κόμισσε

κῆρυξ Εὐρυβάτης Ἰθακήσιος ὅς οἱ ὀπήδει:

αὐτὸς δ’ Ἀτρεί̈δεω Ἀγαμέμνονος ἀντίος ἐλθὼν 185

δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον ἄφθιτον αἰεί:

σὺν τῷ ἔβη κατὰ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων.

ὅν τινα μὲν βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη

τὸν δ’ ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς:

δαιμόνι’ οὔ σε ἔοικε κακὸν ὣς δειδίσσεσθαι, 190

ἀλλ’ αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς:

οὐ γάρ πω σάφα οἶσθ’ οἷος νόος Ἀτρεί̈ωνος:

νῦν μὲν πειρᾶται, τάχα δ’ ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν.

ἐν βουλῇ δ’ οὐ πάντες ἀκούσαμεν οἷον ἔειπε.

μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν: 195

θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ διοτρεφέων βασιλήων,

τιμὴ δ’ ἐκ Διός ἐστι, φιλεῖ δέ ἑ μητίετα Ζεύς.

ὃν δ’ αὖ δήμου τ’ ἄνδρα ἴδοι βοόωντά τ’ ἐφεύροι,

τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν ὁμοκλήσασκέ τε μύθῳ:

δαιμόνι’ ἀτρέμας ἧσο καὶ ἄλλων μῦθον ἄκουε, 200

οἳ σέο φέρτεροί εἰσι, σὺ δ’ ἀπτόλεμος καὶ ἄναλκις

οὔτέ ποτ’ ἐν πολέμῳ ἐναρίθμιος οὔτ’ ἐνὶ βουλῇ:

οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ’ Ἀχαιοί:

οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη: εἷς κοίρανος ἔστω,

εἷς βασιλεύς, ᾧ δῶκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω 205

σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστας, ἵνά σφισι βουλεύῃσι.

ὣς ὅ γε κοιρανέων δίεπε στρατόν: οἳ δ’ ἀγορὴν δὲ

αὖτις ἐπεσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων

ἠχῇ, ὡς ὅτε κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης

αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται, σμαραγεῖ δέ τε πόντος. 210

ἄλλοι μέν ῥ’ ἕζοντο, ἐρήτυθεν δὲ καθ’ ἕδρας:

Θερσίτης δ’ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα,

ὃς ἔπεα φρεσὶν ᾗσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη

μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν,

ἀλλ’ ὅ τι οἱ εἴσαιτο γελοίϊον Ἀργείοισιν 215

ἔμμεναι: αἴσχιστος δὲ ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε:

φολκὸς ἔην, χωλὸς δ’ ἕτερον πόδα: τὼ δέ οἱ ὤμω

κυρτὼ ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε: αὐτὰρ ὕπερθε

φοξὸς ἔην κεφαλήν, ψεδνὴ δ’ ἐπενήνοθε λάχνη.

ἔχθιστος δ’ Ἀχιλῆϊ μάλιστ’ ἦν ἠδ’ Ὀδυσῆϊ: 220

τὼ γὰρ νεικείεσκε: τότ’ αὖτ’ Ἀγαμέμνονι δίῳ

ὀξέα κεκλήγων λέγ’ ὀνείδεα: τῷ δ’ ἄρ’ Ἀχαιοὶ

ἐκπάγλως κοτέοντο νεμέσσηθέν τ’ ἐνὶ θυμῷ.

αὐτὰρ ὃ μακρὰ βοῶν Ἀγαμέμνονα νείκεε μύθῳ:

Ἀτρεί̈δη τέο δ’ αὖτ’ ἐπιμέμφεαι ἠδὲ χατίζεις; 225

πλεῖαί τοι χαλκοῦ κλισίαι, πολλαὶ δὲ γυναῖκες

εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι, ἅς τοι Ἀχαιοὶ

πρωτίστῳ δίδομεν εὖτ’ ἂν πτολίεθρον ἕλωμεν.

ἦ ἔτι καὶ χρυσοῦ ἐπιδεύεαι, ὅν κέ τις οἴσει

Τρώων ἱπποδάμων ἐξ Ἰλίου υἷος ἄποινα, 230

ὅν κεν ἐγὼ δήσας ἀγάγω ἢ ἄλλος Ἀχαιῶν,

ἠὲ γυναῖκα νέην, ἵνα μίσγεαι ἐν φιλότητι,

ἥν τ’ αὐτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι; οὐ μὲν ἔοικεν

ἀρχὸν ἐόντα κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν.

ὦ πέπονες κάκ’ ἐλέγχε’ Ἀχαιί̈δες οὐκέτ’ Ἀχαιοὶ 235

οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα, τόνδε δ’ ἐῶμεν

αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ γέρα πεσσέμεν, ὄφρα ἴδηται

ἤ ῥά τί οἱ χἠμεῖς προσαμύνομεν ἦε καὶ οὐκί:

ὃς καὶ νῦν Ἀχιλῆα ἕο μέγ’ ἀμείνονα φῶτα

ἠτίμησεν: ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας αὐτὸς ἀπούρας. 240

ἀλλὰ μάλ’ οὐκ Ἀχιλῆϊ χόλος φρεσίν, ἀλλὰ μεθήμων:

ἦ γὰρ ἂν Ἀτρεί̈δη νῦν ὕστατα λωβήσαιο:

ὣς φάτο νεικείων Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν,

Θερσίτης: τῷ δ’ ὦκα παρίστατο δῖος Ὀδυσσεύς,

καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ: 245

Θερσῖτ’ ἀκριτόμυθε, λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής,

ἴσχεο, μηδ’ ἔθελ’ οἶος ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν:

οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον

ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ’ Ἀτρεί̈δῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον.

τὼ οὐκ ἂν βασιλῆας ἀνὰ στόμ’ ἔχων ἀγορεύοις, 250

καί σφιν ὀνείδεά τε προφέροις, νόστόν τε φυλάσσοις.

οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα,

ἢ εὖ ἦε κακῶς νοστήσομεν υἷες Ἀχαιῶν.

τὼ νῦν Ἀτρεί̈δῃ Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν

ἧσαι ὀνειδίζων, ὅτι οἱ μάλα πολλὰ διδοῦσιν 255

ἥρωες Δαναοί: σὺ δὲ κερτομέων ἀγορεύεις.

ἀλλ’ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται:

εἴ κ’ ἔτι σ’ ἀφραίνοντα κιχήσομαι ὥς νύ περ ὧδε,

μηκέτ’ ἔπειτ’ Ὀδυσῆϊ κάρη ὤμοισιν ἐπείη,

μηδ’ ἔτι Τηλεμάχοιο πατὴρ κεκλημένος εἴην, 260

εἰ μὴ ἐγώ σε λαβὼν ἀπὸ μὲν φίλα εἵματα δύσω,

χλαῖνάν τ’ ἠδὲ χιτῶνα, τά τ’ αἰδῶ ἀμφικαλύπτει,

αὐτὸν δὲ κλαίοντα θοὰς ἐπὶ νῆας ἀφήσω

πεπλήγων ἀγορῆθεν ἀεικέσσι πληγῇσιν.

ὣς ἄρ’ ἔφη, σκήπτρῳ δὲ μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμω 265

πλῆξεν: ὃ δ’ ἰδνώθη, θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ:

σμῶδιξ δ’ αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη

σκήπτρου ὕπο χρυσέου: ὃ δ’ ἄρ’ ἕζετο τάρβησέν τε,

ἀλγήσας δ’ ἀχρεῖον ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ.

οἳ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ’ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν: 270

ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον:

ὢ πόποι ἦ δὴ μυρί’ Ὀδυσσεὺς ἐσθλὰ ἔοργε

βουλάς τ’ ἐξάρχων ἀγαθὰς πόλεμόν τε κορύσσων:

νῦν δὲ τόδε μέγ’ ἄριστον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν,

ὃς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ’ ἀγοράων. 275

οὔ θήν μιν πάλιν αὖτις ἀνήσει θυμὸς ἀγήνωρ

νεικείειν βασιλῆας ὀνειδείοις ἐπέεσσιν.

ὣς φάσαν ἣ πληθύς: ἀνὰ δ’ ὃ πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς

ἔστη σκῆπτρον ἔχων: παρὰ δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη

εἰδομένη κήρυκι σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, 280

ὡς ἅμα θ’ οἳ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι υἷες Ἀχαιῶν

μῦθον ἀκούσειαν καὶ ἐπιφρασσαίατο βουλήν:

ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:

Ἀτρεί̈δη νῦν δή σε ἄναξ ἐθέλουσιν Ἀχαιοὶ

πᾶσιν ἐλέγχιστον θέμεναι μερόπεσσι βροτοῖσιν, 285

οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν

ἐνθάδ’ ἔτι στείχοντες ἀπ’ Ἄργεος ἱπποβότοιο

Ἴλιον ἐκπέρσαντ’ εὐτείχεον ἀπονέεσθαι.

ὥς τε γὰρ ἢ παῖδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῖκες

ἀλλήλοισιν ὀδύρονται οἶκον δὲ νέεσθαι. 290

ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστὶν ἀνιηθέντα νέεσθαι:

καὶ γάρ τίς θ’ ἕνα μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο

ἀσχαλάᾳ σὺν νηὶ̈ πολυζύγῳ, ὅν περ ἄελλαι

χειμέριαι εἰλέωσιν ὀρινομένη τε θάλασσα:

ἡμῖν δ’ εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτὸς 295

ἐνθάδε μιμνόντεσσι: τὼ οὐ νεμεσίζομ’ Ἀχαιοὺς

ἀσχαλάαν παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν: ἀλλὰ καὶ ἔμπης

αἰσχρόν τοι δηρόν τε μένειν κενεόν τε νέεσθαι.

τλῆτε φίλοι, καὶ μείνατ’ ἐπὶ χρόνον ὄφρα δαῶμεν

ἢ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται ἦε καὶ οὐκί. 300

εὖ γὰρ δὴ τόδε ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν, ἐστὲ δὲ πάντες

μάρτυροι, οὓς μὴ κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι:

χθιζά τε καὶ πρωί̈ζ’ ὅτ’ ἐς Αὐλίδα νῆες Ἀχαιῶν

ἠγερέθοντο κακὰ Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ φέρουσαι,

ἡμεῖς δ’ ἀμφὶ περὶ κρήνην ἱεροὺς κατὰ βωμοὺς 305

ἕρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας

καλῇ ὑπὸ πλατανίστῳ ὅθεν ῥέεν ἀγλαὸν ὕδωρ:

ἔνθ’ ἐφάνη μέγα σῆμα: δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινὸς

σμερδαλέος, τόν ῥ’ αὐτὸς Ὀλύμπιος ἧκε φόως δέ,

βωμοῦ ὑπαί̈ξας πρός ῥα πλατάνιστον ὄρουσεν. 310

ἔνθα δ’ ἔσαν στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια τέκνα,

ὄζῳ ἐπ’ ἀκροτάτῳ πετάλοις ὑποπεπτηῶτες

ὀκτώ, ἀτὰρ μήτηρ ἐνάτη ἦν ἣ τέκε τέκνα:

ἔνθ’ ὅ γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας:

μήτηρ δ’ ἀμφεποτᾶτο ὀδυρομένη φίλα τέκνα: 315

τὴν δ’ ἐλελιξάμενος πτέρυγος λάβεν ἀμφιαχυῖαν.

αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκνα φάγε στρουθοῖο καὶ αὐτήν,

τὸν μὲν ἀρίζηλον θῆκεν θεὸς ὅς περ ἔφηνε:

λᾶαν γάρ μιν ἔθηκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω:

ἡμεῖς δ’ ἑσταότες θαυμάζομεν οἷον ἐτύχθη. 320

ὡς οὖν δεινὰ πέλωρα θεῶν εἰσῆλθ’ ἑκατόμβας,

Κάλχας δ’ αὐτίκ’ ἔπειτα θεοπροπέων ἀγόρευε:

τίπτ’ ἄνεῳ ἐγένεσθε κάρη κομόωντες Ἀχαιοί;

ἡμῖν μὲν τόδ’ ἔφηνε τέρας μέγα μητίετα Ζεὺς

ὄψιμον ὀψιτέλεστον, ὅου κλέος οὔ ποτ’ ὀλεῖται. 325

ὡς οὗτος κατὰ τέκνα φάγε στρουθοῖο καὶ αὐτὴν

ὀκτώ, ἀτὰρ μήτηρ ἐνάτη ἦν ἣ τέκε τέκνα,

ὣς ἡμεῖς τοσσαῦτ’ ἔτεα πτολεμίξομεν αὖθι,

τῷ δεκάτῳ δὲ πόλιν αἱρήσομεν εὐρυάγυιαν.

κεῖνος τὼς ἀγόρευε: τὰ δὴ νῦν πάντα τελεῖται. 330

ἀλλ’ ἄγε μίμνετε πάντες ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ

αὐτοῦ εἰς ὅ κεν ἄστυ μέγα Πριάμοιο ἕλωμεν.

ὣς ἔφατ’, Ἀργεῖοι δὲ μέγ’ ἴαχον, ἀμφὶ δὲ νῆες

σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ’ Ἀχαιῶν,

μῦθον ἐπαινήσαντες Ὀδυσσῆος θείοιο: 335

τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ:

ὦ πόποι ἦ δὴ παισὶν ἐοικότες ἀγοράασθε

νηπιάχοις οἷς οὔ τι μέλει πολεμήϊα ἔργα.

πῇ δὴ συνθεσίαι τε καὶ ὅρκια βήσεται ἥμιν;

ἐν πυρὶ δὴ βουλαί τε γενοίατο μήδεά τ’ ἀνδρῶν 340

σπονδαί τ’ ἄκρητοι καὶ δεξιαί, ᾗς ἐπέπιθμεν:

αὔτως γὰρ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν, οὐδέ τι μῆχος

εὑρέμεναι δυνάμεσθα, πολὺν χρόνον ἐνθάδ’ ἐόντες.

Ἀτρεί̈δη σὺ δ’ ἔθ’ ὡς πρὶν ἔχων ἀστεμφέα βουλὴν

ἄρχευ’ Ἀργείοισι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας, 345

τούσδε δ’ ἔα φθινύθειν ἕνα καὶ δύο, τοί κεν Ἀχαιῶν

νόσφιν βουλεύωσ': ἄνυσις δ’ οὐκ ἔσσεται αὐτῶν:

πρὶν Ἄργος δ’ ἰέναι πρὶν καὶ Διὸς αἰγιόχοιο

γνώμεναι εἴ τε ψεῦδος ὑπόσχεσις εἴ τε καὶ οὐκί.

φημὶ γὰρ οὖν κατανεῦσαι ὑπερμενέα Κρονίωνα 350

ἤματι τῷ ὅτε νηυσὶν ἐν ὠκυπόροισιν ἔβαινον

Ἀργεῖοι Τρώεσσι φόνον καὶ κῆρα φέροντες

ἀστράπτων ἐπιδέξι’ ἐναίσιμα σήματα φαίνων.

τὼ μή τις πρὶν ἐπειγέσθω οἶκον δὲ νέεσθαι

πρίν τινα πὰρ Τρώων ἀλόχῳ κατακοιμηθῆναι, 355

τίσασθαι δ’ Ἑλένης ὁρμήματά τε στοναχάς τε.

εἰ δέ τις ἐκπάγλως ἐθέλει οἶκον δὲ νέεσθαι

ἁπτέσθω ἧς νηὸς ἐϋσσέλμοιο μελαίνης,

ὄφρα πρόσθ’ ἄλλων θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ.

ἀλλὰ ἄναξ αὐτός τ’ εὖ μήδεο πείθεό τ’ ἄλλῳ: 360

οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται ὅττί κεν εἴπω:

κρῖν’ ἄνδρας κατὰ φῦλα κατὰ φρήτρας Ἀγάμεμνον,

ὡς φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ, φῦλα δὲ φύλοις.

εἰ δέ κεν ὣς ἕρξῃς καί τοι πείθωνται Ἀχαιοί,

γνώσῃ ἔπειθ’ ὅς θ’ ἡγεμόνων κακὸς ὅς τέ νυ λαῶν 365

ἠδ’ ὅς κ’ ἐσθλὸς ἔῃσι: κατὰ σφέας γὰρ μαχέονται.

γνώσεαι δ’ εἰ καὶ θεσπεσίῃ πόλιν οὐκ ἀλαπάξεις,

ἦ ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο.

τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων:

ἦ μὰν αὖτ’ ἀγορῇ νικᾷς γέρον υἷας Ἀχαιῶν. 370

αἲ γὰρ Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον

τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Ἀχαιῶν:

τώ κε τάχ’ ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος

χερσὶν ὑφ’ ἡμετέρῃσιν ἁλοῦσά τε περθομένη τε.

ἀλλά μοι αἰγίοχος Κρονίδης Ζεὺς ἄλγε’ ἔδωκεν, 375

ὅς με μετ’ ἀπρήκτους ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει.

καὶ γὰρ ἐγὼν Ἀχιλεύς τε μαχεσσάμεθ’ εἵνεκα κούρης

ἀντιβίοις ἐπέεσσιν, ἐγὼ δ’ ἦρχον χαλεπαίνων:

εἰ δέ ποτ’ ἔς γε μίαν βουλεύσομεν, οὐκέτ’ ἔπειτα

Τρωσὶν ἀνάβλησις κακοῦ ἔσσεται οὐδ’ ἠβαιόν. 380

νῦν δ’ ἔρχεσθ’ ἐπὶ δεῖπνον ἵνα ξυνάγωμεν Ἄρηα.

εὖ μέν τις δόρυ θηξάσθω, εὖ δ’ ἀσπίδα θέσθω,

εὖ δέ τις ἵπποισιν δεῖπνον δότω ὠκυπόδεσσιν,

εὖ δέ τις ἅρματος ἀμφὶς ἰδὼν πολέμοιο μεδέσθω,

ὥς κε πανημέριοι στυγερῷ κρινώμεθ’ Ἄρηϊ. 385

οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται οὐδ’ ἠβαιὸν

εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν.

ἱδρώσει μέν τευ τελαμὼν ἀμφὶ στήθεσφιν

ἀσπίδος ἀμφιβρότης, περὶ δ’ ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται:

ἱδρώσει δέ τευ ἵππος ἐύ̈ξοον ἅρμα τιταίνων. 390

ὃν δέ κ’ ἐγὼν ἀπάνευθε μάχης ἐθέλοντα νοήσω

μιμνάζειν παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν, οὔ οἱ ἔπειτα

ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνας ἠδ’ οἰωνούς.

ὣς ἔφατ’, Ἀργεῖοι δὲ μέγ’ ἴαχον ὡς ὅτε κῦμα

ἀκτῇ ἐφ’ ὑψηλῇ, ὅτε κινήσῃ Νότος ἐλθών, 395

προβλῆτι σκοπέλῳ: τὸν δ’ οὔ ποτε κύματα λείπει

παντοίων ἀνέμων, ὅτ’ ἂν ἔνθ’ ἢ ἔνθα γένωνται.

ἀνστάντες δ’ ὀρέοντο κεδασθέντες κατὰ νῆας,

κάπνισσάν τε κατὰ κλισίας, καὶ δεῖπνον ἕλοντο.

ἄλλος δ’ ἄλλῳ ἔρεζε θεῶν αἰειγενετάων 400

εὐχόμενος θάνατόν τε φυγεῖν καὶ μῶλον Ἄρηος.

αὐτὰρ ὃ βοῦν ἱέρευσε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων

πίονα πενταέτηρον ὑπερμενέϊ Κρονίωνι,

κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν,

Νέστορα μὲν πρώτιστα καὶ Ἰδομενῆα ἄνακτα, 405

αὐτὰρ ἔπειτ’ Αἴαντε δύω καὶ Τυδέος υἱόν,

ἕκτον δ’ αὖτ’ Ὀδυσῆα Διὶ μῆτιν ἀτάλαντον.

αὐτόματος δέ οἱ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος:

ᾔδεε γὰρ κατὰ θυμὸν ἀδελφεὸν ὡς ἐπονεῖτο.

βοῦν δὲ περιστήσαντο καὶ οὐλοχύτας ἀνέλοντο: 410

τοῖσιν δ’ εὐχόμενος μετέφη κρείων Ἀγαμέμνων:

Ζεῦ κύδιστε μέγιστε κελαινεφὲς αἰθέρι ναίων

μὴ πρὶν ἐπ’ ἠέλιον δῦναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῖν

πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον

αἰθαλόεν, πρῆσαι δὲ πυρὸς δηί̈οιο θύρετρα, 415

Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαί̈ξαι

χαλκῷ ῥωγαλέον: πολέες δ’ ἀμφ’ αὐτὸν ἑταῖροι

πρηνέες ἐν κονίῃσιν ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν.

ὣς ἔφατ’, οὐδ’ ἄρα πώ οἱ ἐπεκραίαινε Κρονίων,

ἀλλ’ ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά, πόνον δ’ ἀμέγαρτον ὄφελλεν. 420

αὐτὰρ ἐπεί ῥ’ εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο,

αὐέρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν,

μηρούς τ’ ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν

δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ’ αὐτῶν δ’ ὠμοθέτησαν.

καὶ τὰ μὲν ἂρ σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον, 425

σπλάγχνα δ’ ἄρ’ ἀμπείραντες ὑπείρεχον Ἡφαίστοιο.

αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρε κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο,

μίστυλλόν τ’ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν,

ὤπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα.

αὐτὰρ ἐπεὶ παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα 430

δαίνυντ’, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐί̈σης.

αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,

τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ:

Ἀτρεί̈δη κύδιστε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,

μηκέτι νῦν δήθ’ αὖθι λεγώμεθα, μηδ’ ἔτι δηρὸν 435

ἀμβαλλώμεθα ἔργον ὃ δὴ θεὸς ἐγγυαλίζει.

ἀλλ’ ἄγε κήρυκες μὲν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων

λαὸν κηρύσσοντες ἀγειρόντων κατὰ νῆας,

ἡμεῖς δ’ ἀθρόοι ὧδε κατὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν

ἴομεν ὄφρα κε θᾶσσον ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα. 440

ὣς ἔφατ’, οὐδ’ ἀπίθησεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων.

αὐτίκα κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε

κηρύσσειν πόλεμον δὲ κάρη κομόωντας Ἀχαιούς:

οἳ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ’ ἠγείροντο μάλ’ ὦκα.

οἳ δ’ ἀμφ’ Ἀτρεί̈ωνα διοτρεφέες βασιλῆες 445

θῦνον κρίνοντες, μετὰ δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη

αἰγίδ’ ἔχουσ’ ἐρίτιμον ἀγήρων ἀθανάτην τε,

τῆς ἑκατὸν θύσανοι παγχρύσεοι ἠερέθονται,

πάντες ἐϋπλεκέες, ἑκατόμβοιος δὲ ἕκαστος:

σὺν τῇ παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν 450

ὀτρύνουσ’ ἰέναι: ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ

καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι.

τοῖσι δ’ ἄφαρ πόλεμος γλυκίων γένετ’ ἠὲ νέεσθαι

ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.

ἠύ̈τε πῦρ ἀί̈δηλον ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην 455

οὔρεος ἐν κορυφῇς, ἕκαθεν δέ τε φαίνεται αὐγή,

ὣς τῶν ἐρχομένων ἀπὸ χαλκοῦ θεσπεσίοιο

αἴγλη παμφανόωσα δι’ αἰθέρος οὐρανὸν ἷκε.

τῶν δ’ ὥς τ’ ὀρνίθων πετεηνῶν ἔθνεα πολλὰ

χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων δουλιχοδείρων 460

Ἀσίω ἐν λειμῶνι Καϋστρίου ἀμφὶ ῥέεθρα

ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσι

κλαγγηδὸν προκαθιζόντων, σμαραγεῖ δέ τε λειμών,

ὣς τῶν ἔθνεα πολλὰ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων

ἐς πεδίον προχέοντο Σκαμάνδριον: αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν 465

σμερδαλέον κονάβιζε ποδῶν αὐτῶν τε καὶ ἵππων.

ἔσταν δ’ ἐν λειμῶνι Σκαμανδρίῳ ἀνθεμόεντι

μυρίοι, ὅσσά τε φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ.

ἠύ̈τε μυιάων ἁδινάων ἔθνεα πολλὰ

αἵ τε κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν 470

ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει,

τόσσοι ἐπὶ Τρώεσσι κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ

ἐν πεδίῳ ἵσταντο διαρραῖσαι μεμαῶτες.

τοὺς δ’ ὥς τ’ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες

ῥεῖα διακρίνωσιν ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν, 475

ὣς τοὺς ἡγεμόνες διεκόσμεον ἔνθα καὶ ἔνθα

ὑσμίνην δ’ ἰέναι, μετὰ δὲ κρείων Ἀγαμέμνων

ὄμματα καὶ κεφαλὴν ἴκελος Διὶ τερπικεραύνῳ,

Ἄρεϊ δὲ ζώνην, στέρνον δὲ Ποσειδάωνι.

ἠύ̈τε βοῦς ἀγέληφι μέγ’ ἔξοχος ἔπλετο πάντων 480

ταῦρος: ὃ γάρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένῃσι:

τοῖον ἄρ’ Ἀτρεί̈δην θῆκε Ζεὺς ἤματι κείνῳ

ἐκπρεπέ’ ἐν πολλοῖσι καὶ ἔξοχον ἡρώεσσιν.

ἔσπετε νῦν μοι Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ’ ἔχουσαι:

ὑμεῖς γὰρ θεαί ἐστε πάρεστέ τε ἴστέ τε πάντα, 485

ἡμεῖς δὲ κλέος οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν:

οἵ τινες ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κοίρανοι ἦσαν:

πληθὺν δ’ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ’ ὀνομήνω,

οὐδ’ εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ’ εἶεν,

φωνὴ δ’ ἄρρηκτος, χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη, 490

εἰ μὴ Ὀλυμπιάδες Μοῦσαι Διὸς αἰγιόχοιο

θυγατέρες μνησαίαθ’ ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον:

ἀρχοὺς αὖ νηῶν ἐρέω νῆάς τε προπάσας.

Βοιωτῶν μὲν Πηνέλεως καὶ Λήϊτος ἦρχον

Ἀρκεσίλαός τε Προθοήνωρ τε Κλονίος τε, 495

οἵ θ’ Ὑρίην ἐνέμοντο καὶ Αὐλίδα πετρήεσσαν

Σχοῖνόν τε Σκῶλόν τε πολύκνημόν τ’ Ἐτεωνόν,

Θέσπειαν Γραῖάν τε καὶ εὐρύχορον Μυκαλησσόν,

οἵ τ’ ἀμφ’ Ἅρμ’ ἐνέμοντο καὶ Εἰλέσιον καὶ Ἐρυθράς,

οἵ τ’ Ἐλεῶν’ εἶχον ἠδ’ Ὕλην καὶ Πετεῶνα, 500

Ὠκαλέην Μεδεῶνά τ’ ἐϋκτίμενον πτολίεθρον,

Κώπας Εὔτρησίν τε πολυτρήρωνά τε Θίσβην,

οἵ τε Κορώνειαν καὶ ποιήενθ’ Ἁλίαρτον,

οἵ τε Πλάταιαν ἔχον ἠδ’ οἳ Γλισᾶντ’ ἐνέμοντο,

οἵ θ’ Ὑποθήβας εἶχον ἐϋκτίμενον πτολίεθρον, 505

Ὀγχηστόν θ’ ἱερὸν Ποσιδήϊον ἀγλαὸν ἄλσος,

οἵ τε πολυστάφυλον Ἄρνην ἔχον, οἵ τε Μίδειαν

Νῖσάν τε ζαθέην Ἀνθηδόνα τ’ ἐσχατόωσαν:

τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον, ἐν δὲ ἑκάστῃ

κοῦροι Βοιωτῶν ἑκατὸν καὶ εἴκοσι βαῖνον. 510

οἳ δ’ Ἀσπληδόνα ναῖον ἰδ’ Ὀρχομενὸν Μινύειον,

τῶν ἦρχ’ Ἀσκάλαφος καὶ Ἰάλμενος υἷες Ἄρηος

οὓς τέκεν Ἀστυόχη δόμῳ Ἄκτορος Ἀζεί̈δαο,

παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα

Ἄρηϊ κρατερῷ: ὃ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ: 515

τοῖς δὲ τριήκοντα γλαφυραὶ νέες ἐστιχόωντο.

αὐτὰρ Φωκήων Σχεδίος καὶ Ἐπίστροφος ἦρχον

υἷες Ἰφίτου μεγαθύμου Ναυβολίδαο,

οἳ Κυπάρισσον ἔχον Πυθῶνά τε πετρήεσσαν

Κρῖσάν τε ζαθέην καὶ Δαυλίδα καὶ Πανοπῆα, 520

οἵ τ’ Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο,

οἵ τ’ ἄρα πὰρ ποταμὸν Κηφισὸν δῖον ἔναιον,

οἵ τε Λίλαιαν ἔχον πηγῇς ἔπι Κηφισοῖο:

τοῖς δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.

οἳ μὲν Φωκήων στίχας ἵστασαν ἀμφιέποντες, 525

Βοιωτῶν δ’ ἔμπλην ἐπ’ ἀριστερὰ θωρήσσοντο.

Λοκρῶν δ’ ἡγεμόνευεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας

μείων, οὔ τι τόσος γε ὅσος Τελαμώνιος Αἴας

ἀλλὰ πολὺ μείων: ὀλίγος μὲν ἔην λινοθώρηξ,

ἐγχείῃ δ’ ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς: 530

οἳ Κῦνόν τ’ ἐνέμοντ’ Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε

Βῆσσάν τε Σκάρφην τε καὶ Αὐγειὰς ἐρατεινὰς

Τάρφην τε Θρόνιον τε Βοαγρίου ἀμφὶ ῥέεθρα:

τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο

Λοκρῶν, οἳ ναίουσι πέρην ἱερῆς Εὐβοίης. 535

οἳ δ’ Εὔβοιαν ἔχον μένεα πνείοντες Ἄβαντες

Χαλκίδα τ’ Εἰρέτριάν τε πολυστάφυλόν θ’ Ἱστίαιαν

Κήρινθόν τ’ ἔφαλον Δίου τ’ αἰπὺ πτολίεθρον,

οἵ τε Κάρυστον ἔχον ἠδ’ οἳ Στύρα ναιετάασκον,

τῶν αὖθ’ ἡγεμόνευ’ Ἐλεφήνωρ ὄζος Ἄρηος 540

Χαλκωδοντιάδης μεγαθύμων ἀρχὸς Ἀβάντων.

τῷ δ’ ἅμ’ Ἄβαντες ἕποντο θοοὶ ὄπιθεν κομόωντες

αἰχμηταὶ μεμαῶτες ὀρεκτῇσιν μελίῃσι

θώρηκας ῥήξειν δηί̈ων ἀμφὶ στήθεσσι:

τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο. 545

οἳ δ’ ἄρ’ Ἀθήνας εἶχον ἐϋκτίμενον πτολίεθρον

δῆμον Ἐρεχθῆος μεγαλήτορος, ὅν ποτ’ Ἀθήνη

θρέψε Διὸς θυγάτηρ, τέκε δὲ ζείδωρος ἄρουρα,

κὰδ δ’ ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν ἑῷ ἐν πίονι νηῷ:

ἔνθα δέ μιν ταύροισι καὶ ἀρνειοῖς ἱλάονται 550

κοῦροι Ἀθηναίων περιτελλομένων ἐνιαυτῶν:

τῶν αὖθ’ ἡγεμόνευ’ υἱὸς Πετεῶο Μενεσθεύς.

τῷ δ’ οὔ πώ τις ὁμοῖος ἐπιχθόνιος γένετ’ ἀνὴρ

κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας:

Νέστωρ οἶος ἔριζεν: ὃ γὰρ προγενέστερος ἦεν: 555

τῷ δ’ ἅμα πεντήκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.

Αἴας δ’ ἐκ Σαλαμῖνος ἄγεν δυοκαίδεκα νῆας,

στῆσε δ’ ἄγων ἵν’ Ἀθηναίων ἵσταντο φάλαγγες.

οἳ δ’ Ἄργός τ’ εἶχον Τίρυνθά τε τειχιόεσσαν

Ἑρμιόνην Ἀσίνην τε, βαθὺν κατὰ κόλπον ἐχούσας, 560

Τροιζῆν’ Ἠϊόνας τε καὶ ἀμπελόεντ’ Ἐπίδαυρον,

οἵ τ’ ἔχον Αἴγιναν Μάσητά τε κοῦροι Ἀχαιῶν,

τῶν αὖθ’ ἡγεμόνευε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης

καὶ Σθένελος, Καπανῆος ἀγακλειτοῦ φίλος υἱός:

τοῖσι δ’ ἅμ’ Εὐρύαλος τρίτατος κίεν ἰσόθεος φὼς 565

Μηκιστέος υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος:

συμπάντων δ’ ἡγεῖτο βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης:

τοῖσι δ’ ἅμ’ ὀγδώκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.

οἳ δὲ Μυκήνας εἶχον ἐϋκτίμενον πτολίεθρον

ἀφνειόν τε Κόρινθον ἐϋκτιμένας τε Κλεωνάς, 570

Ὀρνειάς τ’ ἐνέμοντο Ἀραιθυρέην τ’ ἐρατεινὴν

καὶ Σικυῶν’, ὅθ’ ἄρ’ Ἄδρηστος πρῶτ’ ἐμβασίλευεν,

οἵ θ’ Ὑπερησίην τε καὶ αἰπεινὴν Γονόεσσαν

Πελλήνην τ’ εἶχον ἠδ’ Αἴγιον ἀμφενέμοντο

Αἰγιαλόν τ’ ἀνὰ πάντα καὶ ἀμφ’ Ἑλίκην εὐρεῖαν, 575

τῶν ἑκατὸν νηῶν ἦρχε κρείων Ἀγαμέμνων

Ἀτρεί̈δης: ἅμα τῷ γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι

λαοὶ ἕποντ': ἐν δ’ αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκὸν

κυδιόων, πᾶσιν δὲ μετέπρεπεν ἡρώεσσιν

οὕνεκ’ ἄριστος ἔην πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς. 580

οἳ δ’ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν,

Φᾶρίν τε Σπάρτην τε πολυτρήρωνά τε Μέσσην,

Βρυσειάς τ’ ἐνέμοντο καὶ Αὐγειὰς ἐρατεινάς,

οἵ τ’ ἄρ’ Ἀμύκλας εἶχον Ἕλος τ’ ἔφαλον πτολίεθρον,

οἵ τε Λάαν εἶχον ἠδ’ Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, 585

τῶν οἱ ἀδελφεὸς ἦρχε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος

ἑξήκοντα νεῶν: ἀπάτερθε δὲ θωρήσσοντο:

ἐν δ’ αὐτὸς κίεν ᾗσι προθυμίῃσι πεποιθὼς

ὀτρύνων πόλεμον δέ: μάλιστα δὲ ἵετο θυμῷ

τίσασθαι Ἑλένης ὁρμήματά τε στοναχάς τε. 590

οἳ δὲ Πύλον τ’ ἐνέμοντο καὶ Ἀρήνην ἐρατεινὴν

καὶ Θρύον Ἀλφειοῖο πόρον καὶ ἐύ̈κτιτον Αἰπὺ

καὶ Κυπαρισσήεντα καὶ Ἀμφιγένειαν ἔναιον

καὶ Πτελεὸν καὶ Ἕλος καὶ Δώριον, ἔνθά τε Μοῦσαι

ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν Θρήϊκα παῦσαν ἀοιδῆς 595

Οἰχαλίηθεν ἰόντα παρ’ Εὐρύτου Οἰχαλιῆος:

στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν εἴ περ ἂν αὐταὶ

Μοῦσαι ἀείδοιεν κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο:

αἳ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν, αὐτὰρ ἀοιδὴν

θεσπεσίην ἀφέλοντο καὶ ἐκλέλαθον κιθαριστύν: 600

τῶν αὖθ’ ἡγεμόνευε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ:

τῷ δ’ ἐνενήκοντα γλαφυραὶ νέες ἐστιχόωντο.

οἳ δ’ ἔχον Ἀρκαδίην ὑπὸ Κυλλήνης ὄρος αἰπὺ

Αἰπύτιον παρὰ τύμβον ἵν’ ἀνέρες ἀγχιμαχηταί,

οἳ Φενεόν τ’ ἐνέμοντο καὶ Ὀρχομενὸν πολύμηλον 605

Ῥίπην τε Στρατίην τε καὶ ἠνεμόεσσαν Ἐνίσπην

καὶ Τεγέην εἶχον καὶ Μαντινέην ἐρατεινὴν

Στύμφηλόν τ’ εἶχον καὶ Παρρασίην ἐνέμοντο,

τῶν ἦρχ’ Ἀγκαίοιο πάϊς κρείων Ἀγαπήνωρ

ἑξήκοντα νεῶν: πολέες δ’ ἐν νηὶ̈ ἑκάστῃ 610

Ἀρκάδες ἄνδρες ἔβαινον ἐπιστάμενοι πολεμίζειν.

αὐτὸς γάρ σφιν δῶκεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων

νῆας ἐϋσσέλμους περάαν ἐπὶ οἴνοπα πόντον

Ἀτρεί̈δης, ἐπεὶ οὔ σφι θαλάσσια ἔργα μεμήλει.

οἳ δ’ ἄρα Βουπράσιόν τε καὶ Ἤλιδα δῖαν ἔναιον 615

ὅσσον ἐφ’ Ὑρμίνη καὶ Μύρσινος ἐσχατόωσα

πέτρη τ’ Ὠλενίη καὶ Ἀλήσιον ἐντὸς ἐέργει,

τῶν αὖ τέσσαρες ἀρχοὶ ἔσαν, δέκα δ’ ἀνδρὶ ἑκάστῳ

νῆες ἕποντο θοαί, πολέες δ’ ἔμβαινον Ἐπειοί.

τῶν μὲν ἄρ’ Ἀμφίμαχος καὶ Θάλπιος ἡγησάσθην 620

υἷες ὃ μὲν Κτεάτου, ὃ δ’ ἄρ’ Εὐρύτου, Ἀκτορίωνε:

τῶν δ’ Ἀμαρυγκεί̈δης ἦρχε κρατερὸς Διώρης:

τῶν δὲ τετάρτων ἦρχε Πολύξεινος θεοειδὴς

υἱὸς Ἀγασθένεος Αὐγηϊάδαο ἄνακτος.

οἳ δ’ ἐκ Δουλιχίοιο Ἐχινάων θ’ ἱεράων 625

νήσων, αἳ ναίουσι πέρην ἁλὸς Ἤλιδος ἄντα,

τῶν αὖθ’ ἡγεμόνευε Μέγης ἀτάλαντος Ἄρηϊ

Φυλεί̈δης, ὃν τίκτε Διὶ̈ φίλος ἱππότα Φυλεύς,

ὅς ποτε Δουλίχιον δ’ ἀπενάσσατο πατρὶ χολωθείς:

τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο. 630

αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἦγε Κεφαλλῆνας μεγαθύμους,

οἵ ῥ’ Ἰθάκην εἶχον καὶ Νήριτον εἰνοσίφυλλον

καὶ Κροκύλει’ ἐνέμοντο καὶ Αἰγίλιπα τρηχεῖαν,

οἵ τε Ζάκυνθον ἔχον ἠδ’ οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο,

οἵ τ’ ἤπειρον ἔχον ἠδ’ ἀντιπέραι’ ἐνέμοντο: 635

τῶν μὲν Ὀδυσσεὺς ἦρχε Διὶ μῆτιν ἀτάλαντος:

τῷ δ’ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι.

Αἰτωλῶν δ’ ἡγεῖτο Θόας Ἀνδραίμονος υἱός,

οἳ Πλευρῶν’ ἐνέμοντο καὶ Ὤλενον ἠδὲ Πυλήνην

Χαλκίδα τ’ ἀγχίαλον Καλυδῶνά τε πετρήεσσαν: 640

οὐ γὰρ ἔτ’ Οἰνῆος μεγαλήτορος υἱέες ἦσαν,

οὐδ’ ἄρ’ ἔτ’ αὐτὸς ἔην, θάνε δὲ ξανθὸς Μελέαγρος:

τῷ δ’ ἐπὶ πάντ’ ἐτέταλτο ἀνασσέμεν Αἰτωλοῖσι:

τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.

Κρητῶν δ’ Ἰδομενεὺς δουρὶ κλυτὸς ἡγεμόνευεν, 645

οἳ Κνωσόν τ’ εἶχον Γόρτυνά τε τειχιόεσσαν,

Λύκτον Μίλητόν τε καὶ ἀργινόεντα Λύκαστον

Φαιστόν τε Ῥύτιόν τε, πόλεις εὖ ναιετοώσας,

ἄλλοι θ’ οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο.

τῶν μὲν ἄρ’ Ἰδομενεὺς δουρὶ κλυτὸς ἡγεμόνευε 650

Μηριόνης τ’ ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ:

τοῖσι δ’ ἅμ’ ὀγδώκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.

Τληπόλεμος δ’ Ἡρακλεί̈δης ἠύ̈ς τε μέγας τε

ἐκ Ῥόδου ἐννέα νῆας ἄγεν Ῥοδίων ἀγερώχων,

οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο διὰ τρίχα κοσμηθέντες 655

Λίνδον Ἰηλυσόν τε καὶ ἀργινόεντα Κάμειρον.

τῶν μὲν Τληπόλεμος δουρὶ κλυτὸς ἡγεμόνευεν,

ὃν τέκεν Ἀστυόχεια βίῃ Ἡρακληείῃ,

τὴν ἄγετ’ ἐξ Ἐφύρης ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος

πέρσας ἄστεα πολλὰ διοτρεφέων αἰζηῶν. 660

Τληπόλεμος δ’ ἐπεὶ οὖν τράφ’ ἐνὶ μεγάρῳ εὐπήκτῳ,

αὐτίκα πατρὸς ἑοῖο φίλον μήτρωα κατέκτα

ἤδη γηράσκοντα Λικύμνιον ὄζον Ἄρηος:

αἶψα δὲ νῆας ἔπηξε, πολὺν δ’ ὅ γε λαὸν ἀγείρας

βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον: ἀπείλησαν γάρ οἱ ἄλλοι 665

υἱέες υἱωνοί τε βίης Ἡρακληείης.

αὐτὰρ ὅ γ’ ἐς Ῥόδον ἷξεν ἀλώμενος ἄλγεα πάσχων:

τριχθὰ δὲ ᾤκηθεν καταφυλαδόν, ἠδὲ φίληθεν

ἐκ Διός, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀνάσσει,

καί σφιν θεσπέσιον πλοῦτον κατέχευε Κρονίων. 670

Νιρεὺς αὖ Σύμηθεν ἄγε τρεῖς νῆας ἐί̈σας

Νιρεὺς Ἀγλαί̈ης υἱὸς Χαρόποιό τ’ ἄνακτος

Νιρεύς, ὃς κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε

τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ’ ἀμύμονα Πηλεί̈ωνα:

ἀλλ’ ἀλαπαδνὸς ἔην, παῦρος δέ οἱ εἵπετο λαός. 675

οἳ δ’ ἄρα Νίσυρόν τ’ εἶχον Κράπαθόν τε Κάσον τε

καὶ Κῶν Εὐρυπύλοιο πόλιν νήσους τε Καλύδνας,

τῶν αὖ Φείδιππός τε καὶ Ἄντιφος ἡγησάσθην

Θεσσαλοῦ υἷε δύω Ἡρακλεί̈δαο ἄνακτος:

τοῖς δὲ τριήκοντα γλαφυραὶ νέες ἐστιχόωντο. 680

νῦν αὖ τοὺς ὅσσοι τὸ Πελασγικὸν Ἄργος ἔναιον,

οἵ τ’ Ἄλον οἵ τ’ Ἀλόπην οἵ τε Τρηχῖνα νέμοντο,

οἵ τ’ εἶχον Φθίην ἠδ’ Ἑλλάδα καλλιγύναικα,

Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί,

τῶν αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχὸς Ἀχιλλεύς. 685

ἀλλ’ οἵ γ’ οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο:

οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο:

κεῖτο γὰρ ἐν νήεσσι ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς

κούρης χωόμενος Βρισηί̈δος ἠϋκόμοιο,

τὴν ἐκ Λυρνησσοῦ ἐξείλετο πολλὰ μογήσας 690

Λυρνησσὸν διαπορθήσας καὶ τείχεα Θήβης,

κὰδ δὲ Μύνητ’ ἔβαλεν καὶ Ἐπίστροφον ἐγχεσιμώρους,

υἱέας Εὐηνοῖο Σεληπιάδαο ἄνακτος:

τῆς ὅ γε κεῖτ’ ἀχέων, τάχα δ’ ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν.

οἳ δ’ εἶχον Φυλάκην καὶ Πύρασον ἀνθεμόεντα 695

Δήμητρος τέμενος, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων,

ἀγχίαλόν τ’ Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην,

τῶν αὖ Πρωτεσίλαος ἀρήϊος ἡγεμόνευε

ζωὸς ἐών: τότε δ’ ἤδη ἔχεν κάτα γαῖα μέλαινα.

τοῦ δὲ καὶ ἀμφιδρυφὴς ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο 700

καὶ δόμος ἡμιτελής: τὸν δ’ ἔκτανε Δάρδανος ἀνὴρ

νηὸς ἀποθρῴσκοντα πολὺ πρώτιστον Ἀχαιῶν.

οὐδὲ μὲν οὐδ’ οἳ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν:

ἀλλά σφεας κόσμησε Ποδάρκης ὄζος Ἄρηος

Ἰφίκλου υἱὸς πολυμήλου Φυλακίδαο 705

αὐτοκασίγνητος μεγαθύμου Πρωτεσιλάου

ὁπλότερος γενεῇ: ὁ δ’ ἅμα πρότερος καὶ ἀρείων

ἥρως Πρωτεσίλαος ἀρήϊος: οὐδέ τι λαοὶ

δεύονθ’ ἡγεμόνος, πόθεόν γε μὲν ἐσθλὸν ἐόντα:

τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο. 710

οἳ δὲ Φερὰς ἐνέμοντο παραὶ Βοιβηί̈δα λίμνην

Βοίβην καὶ Γλαφύρας καὶ ἐϋκτιμένην Ἰαωλκόν,

τῶν ἦρχ’ Ἀδμήτοιο φίλος πάϊς ἕνδεκα νηῶν

Εὔμηλος, τὸν ὑπ’ Ἀδμήτῳ τέκε δῖα γυναικῶν

Ἄλκηστις Πελίαο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστη. 715

οἳ δ’ ἄρα Μηθώνην καὶ Θαυμακίην ἐνέμοντο

καὶ Μελίβοιαν ἔχον καὶ Ὀλιζῶνα τρηχεῖαν,

τῶν δὲ Φιλοκτήτης ἦρχεν τόξων ἐὺ̈ εἰδὼς

ἑπτὰ νεῶν: ἐρέται δ’ ἐν ἑκάστῃ πεντήκοντα

ἐμβέβασαν τόξων εὖ εἰδότες ἶφι μάχεσθαι. 720

ἀλλ’ ὃ μὲν ἐν νήσῳ κεῖτο κρατέρ’ ἄλγεα πάσχων

Λήμνῳ ἐν ἠγαθέῃ, ὅθι μιν λίπον υἷες Ἀχαιῶν

ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου:

ἔνθ’ ὅ γε κεῖτ’ ἀχέων: τάχα δὲ μνήσεσθαι ἔμελλον

Ἀργεῖοι παρὰ νηυσὶ Φιλοκτήταο ἄνακτος. 725

οὐδὲ μὲν οὐδ’ οἳ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν:

ἀλλὰ Μέδων κόσμησεν Ὀϊλῆος νόθος υἱός,

τόν ῥ’ ἔτεκεν Ῥήνη ὑπ’ Ὀϊλῆϊ πτολιπόρθῳ.

οἳ δ’ εἶχον Τρίκκην καὶ Ἰθώμην κλωμακόεσσαν,

οἵ τ’ ἔχον Οἰχαλίην πόλιν Εὐρύτου Οἰχαλιῆος, 730

τῶν αὖθ’ ἡγείσθην Ἀσκληπιοῦ δύο παῖδε

ἰητῆρ’ ἀγαθὼ Ποδαλείριος ἠδὲ Μαχάων:

τοῖς δὲ τριήκοντα γλαφυραὶ νέες ἐστιχόωντο.

οἳ δ’ ἔχον Ὀρμένιον, οἵ τε κρήνην Ὑπέρειαν,

οἵ τ’ ἔχον Ἀστέριον Τιτάνοιό τε λευκὰ κάρηνα, 735

τῶν ἦρχ’ Εὐρύπυλος Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱός:

τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.

οἳ δ’ Ἄργισσαν ἔχον καὶ Γυρτώνην ἐνέμοντο,

Ὄρθην Ἠλώνην τε πόλιν τ’ Ὀλοοσσόνα λευκήν,

τῶν αὖθ’ ἡγεμόνευε μενεπτόλεμος Πολυποίτης 740

υἱὸς Πειριθόοιο τὸν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς:

τόν ῥ’ ὑπὸ Πειριθόῳ τέκετο κλυτὸς Ἱπποδάμεια

ἤματι τῷ ὅτε Φῆρας ἐτίσατο λαχνήεντας,

τοὺς δ’ ἐκ Πηλίου ὦσε καὶ Αἰθίκεσσι πέλασσεν:

οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε Λεοντεὺς ὄζος Ἄρηος 745

υἱὸς ὑπερθύμοιο Κορώνου Καινεί̈δαο:

τοῖς δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.

Γουνεὺς δ’ ἐκ Κύφου ἦγε δύω καὶ εἴκοσι νῆας:

τῷ δ’ Ἐνιῆνες ἕποντο μενεπτόλεμοί τε Περαιβοὶ

οἳ περὶ Δωδώνην δυσχείμερον οἰκί’ ἔθεντο, 750

οἵ τ’ ἀμφ’ ἱμερτὸν Τιταρησσὸν ἔργα νέμοντο

ὅς ῥ’ ἐς Πηνειὸν προί̈ει καλλίρροον ὕδωρ,

οὐδ’ ὅ γε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ,

ἀλλά τέ μιν καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠύ̈τ’ ἔλαιον:

ὅρκου γὰρ δεινοῦ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ. 755

Μαγνήτων δ’ ἦρχε Πρόθοος Τενθρηδόνος υἱός,

οἳ περὶ Πηνειὸν καὶ Πήλιον εἰνοσίφυλλον

ναίεσκον: τῶν μὲν Πρόθοος θοὸς ἡγεμόνευε,

τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.

οὗτοι ἄρ’ ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κοίρανοι ἦσαν: 760

τίς τὰρ τῶν ὄχ’ ἄριστος ἔην σύ μοι ἔννεπε Μοῦσα

αὐτῶν ἠδ’ ἵππων, οἳ ἅμ’ Ἀτρεί̈δῃσιν ἕποντο.

ἵπποι μὲν μέγ’ ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο,

τὰς Εὔμηλος ἔλαυνε ποδώκεας ὄρνιθας ὣς

ὄτριχας οἰέτεας σταφύλῇ ἐπὶ νῶτον ἐί̈σας: 765

τὰς ἐν Πηρείῃ θρέψ’ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων

ἄμφω θηλείας, φόβον Ἄρηος φορεούσας.

ἀνδρῶν αὖ μέγ’ ἄριστος ἔην Τελαμώνιος Αἴας

ὄφρ’ Ἀχιλεὺς μήνιεν: ὃ γὰρ πολὺ φέρτατος ἦεν,

ἵπποι θ’ οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλεί̈ωνα. 770

ἀλλ’ ὃ μὲν ἐν νήεσσι κορωνίσι ποντοπόροισι

κεῖτ’ ἀπομηνίσας Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν

Ἀτρεί̈δῃ: λαοὶ δὲ παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης

δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες

τόξοισίν θ': ἵπποι δὲ παρ’ ἅρμασιν οἷσιν ἕκαστος 775

λωτὸν ἐρεπτόμενοι ἐλεόθρεπτόν τε σέλινον

ἕστασαν: ἅρματα δ’ εὖ πεπυκασμένα κεῖτο ἀνάκτων

ἐν κλισίῃς: οἳ δ’ ἀρχὸν ἀρηί̈φιλον ποθέοντες

φοίτων ἔνθα καὶ ἔνθα κατὰ στρατὸν οὐδὲ μάχοντο.

οἳ δ’ ἄρ’ ἴσαν ὡς εἴ τε πυρὶ χθὼν πᾶσα νέμοιτο: 780

γαῖα δ’ ὑπεστενάχιζε Διὶ ὣς τερπικεραύνῳ

χωομένῳ ὅτε τ’ ἀμφὶ Τυφωέϊ γαῖαν ἱμάσσῃ

εἰν Ἀρίμοις, ὅθι φασὶ Τυφωέος ἔμμεναι εὐνάς:

ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ μέγα στεναχίζετο γαῖα

ἐρχομένων: μάλα δ’ ὦκα διέπρησσον πεδίοιο. 785

Τρωσὶν δ’ ἄγγελος ἦλθε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις

πὰρ Διὸς αἰγιόχοιο σὺν ἀγγελίῃ ἀλεγεινῇ:

οἳ δ’ ἀγορὰς ἀγόρευον ἐπὶ Πριάμοιο θύρῃσι

πάντες ὁμηγερέες ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες:

ἀγχοῦ δ’ ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις: 790

εἴσατο δὲ φθογγὴν υἷϊ Πριάμοιο Πολίτῃ,

ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε ποδωκείῃσι πεποιθὼς

τύμβῳ ἐπ’ ἀκροτάτῳ Αἰσυήταο γέροντος,

δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Ἀχαιοί:

τῷ μιν ἐεισαμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις: 795

ὦ γέρον αἰεί τοι μῦθοι φίλοι ἄκριτοί εἰσιν,

ὥς ποτ’ ἐπ’ εἰρήνης: πόλεμος δ’ ἀλίαστος ὄρωρεν.

ἤδη μὲν μάλα πολλὰ μάχας εἰσήλυθον ἀνδρῶν,

ἀλλ’ οὔ πω τοιόνδε τοσόνδέ τε λαὸν ὄπωπα:

λίην γὰρ φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν 800

ἔρχονται πεδίοιο μαχησόμενοι προτὶ ἄστυ.

Ἕκτορ σοὶ δὲ μάλιστ’ ἐπιτέλλομαι, ὧδε δὲ ῥέξαι:

πολλοὶ γὰρ κατὰ ἄστυ μέγα Πριάμου ἐπίκουροι,

ἄλλη δ’ ἄλλων γλῶσσα πολυσπερέων ἀνθρώπων:

τοῖσιν ἕκαστος ἀνὴρ σημαινέτω οἷσί περ ἄρχει, 805

τῶν δ’ ἐξηγείσθω κοσμησάμενος πολιήτας.

ὣς ἔφαθ’, Ἕκτωρ δ’ οὔ τι θεᾶς ἔπος ἠγνοίησεν,

αἶψα δ’ ἔλυσ’ ἀγορήν: ἐπὶ τεύχεα δ’ ἐσσεύοντο:

πᾶσαι δ’ ὠί̈γνυντο πύλαι, ἐκ δ’ ἔσσυτο λαὸς

πεζοί θ’ ἱππῆές τε: πολὺς δ’ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει. 810

ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη

ἐν πεδίῳ ἀπάνευθε περίδρομος ἔνθα καὶ ἔνθα,

τὴν ἤτοι ἄνδρες Βατίειαν κικλήσκουσιν,

ἀθάνατοι δέ τε σῆμα πολυσκάρθμοιο Μυρίνης:

ἔνθα τότε Τρῶές τε διέκριθεν ἠδ’ ἐπίκουροι. 815

Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ

Πριαμίδης: ἅμα τῷ γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι

λαοὶ θωρήσσοντο μεμαότες ἐγχείῃσι.

Δαρδανίων αὖτ’ ἦρχεν ἐὺ̈ς πάϊς Ἀγχίσαο

Αἰνείας, τὸν ὑπ’ Ἀγχίσῃ τέκε δῖ’ Ἀφροδίτη 820

Ἴδης ἐν κνημοῖσι θεὰ βροτῷ εὐνηθεῖσα,

οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω Ἀντήνορος υἷε

Ἀρχέλοχός τ’ Ἀκάμας τε μάχης εὖ εἰδότε πάσης.

οἳ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον Ἴδης

ἀφνειοὶ πίνοντες ὕδωρ μέλαν Αἰσήποιο 825

Τρῶες, τῶν αὖτ’ ἦρχε Λυκάονος ἀγλαὸς υἱὸς

Πάνδαρος, ᾧ καὶ τόξον Ἀπόλλων αὐτὸς ἔδωκεν.

οἳ δ’ Ἀδρήστειάν τ’ εἶχον καὶ δῆμον Ἀπαισοῦ

καὶ Πιτύειαν ἔχον καὶ Τηρείης ὄρος αἰπύ,

τῶν ἦρχ’ Ἄδρηστός τε καὶ Ἄμφιος λινοθώρηξ 830

υἷε δύω Μέροπος Περκωσίου, ὃς περὶ πάντων

ᾔδεε μαντοσύνας, οὐδὲ οὓς παῖδας ἔασκε

στείχειν ἐς πόλεμον φθισήνορα: τὼ δέ οἱ οὔ τι

πειθέσθην: κῆρες γὰρ ἄγον μέλανος θανάτοιο.

οἳ δ’ ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο 835

καὶ Σηστὸν καὶ Ἄβυδον ἔχον καὶ δῖαν Ἀρίσβην,

τῶν αὖθ’ Ὑρτακίδης ἦρχ’ Ἄσιος ὄρχαμος ἀνδρῶν,

Ἄσιος Ὑρτακίδης ὃν Ἀρίσβηθεν φέρον ἵπποι

αἴθωνες μεγάλοι ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος.

Ἱππόθοος δ’ ἄγε φῦλα Πελασγῶν ἐγχεσιμώρων 840

τῶν οἳ Λάρισαν ἐριβώλακα ναιετάασκον:

τῶν ἦρχ’ Ἱππόθοός τε Πύλαιός τ’ ὄζος Ἄρηος,

υἷε δύω Λήθοιο Πελασγοῦ Τευταμίδαο.

αὐτὰρ Θρήϊκας ἦγ’ Ἀκάμας καὶ Πείροος ἥρως

ὅσσους Ἑλλήσποντος ἀγάρροος ἐντὸς ἐέργει. 845

Εὔφημος δ’ ἀρχὸς Κικόνων ἦν αἰχμητάων

υἱὸς Τροιζήνοιο διοτρεφέος Κεάδαο.

αὐτὰρ Πυραίχμης ἄγε Παίονας ἀγκυλοτόξους

τηλόθεν ἐξ Ἀμυδῶνος ἀπ’ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος,

Ἀξιοῦ οὗ κάλλιστον ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν. 850

Παφλαγόνων δ’ ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ

ἐξ Ἐνετῶν, ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων,

οἵ ῥα Κύτωρον ἔχον καὶ Σήσαμον ἀμφενέμοντο

ἀμφί τε Παρθένιον ποταμὸν κλυτὰ δώματ’ ἔναιον

Κρῶμνάν τ’ Αἰγιαλόν τε καὶ ὑψηλοὺς Ἐρυθίνους. 855

αὐτὰρ Ἁλιζώνων Ὀδίος καὶ Ἐπίστροφος ἦρχον

τηλόθεν ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη.

Μυσῶν δὲ Χρόμις ἦρχε καὶ Ἔννομος οἰωνιστής:

ἀλλ’ οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσατο κῆρα μέλαιναν,

ἀλλ’ ἐδάμη ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο 860

ἐν ποταμῷ, ὅθι περ Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους.

Φόρκυς αὖ Φρύγας ἦγε καὶ Ἀσκάνιος θεοειδὴς

τῆλ’ ἐξ Ἀσκανίης: μέμασαν δ’ ὑσμῖνι μάχεσθαι.

Μῄοσιν αὖ Μέσθλης τε καὶ Ἄντιφος ἡγησάσθην

υἷε Ταλαιμένεος τὼ Γυγαίη τέκε λίμνη, 865

οἳ καὶ Μῄονας ἦγον ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας.

Νάστης αὖ Καρῶν ἡγήσατο βαρβαροφώνων,

οἳ Μίλητον ἔχον Φθιρῶν τ’ ὄρος ἀκριτόφυλλον

Μαιάνδρου τε ῥοὰς Μυκάλης τ’ αἰπεινὰ κάρηνα:

τῶν μὲν ἄρ’ Ἀμφίμαχος καὶ Νάστης ἡγησάσθην, 870

Νάστης Ἀμφίμαχός τε Νομίονος ἀγλαὰ τέκνα,

ὃς καὶ χρυσὸν ἔχων πόλεμον δ’ ἴεν ἠύ̈τε κούρη

νήπιος, οὐδέ τί οἱ τό γ’ ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον,

ἀλλ’ ἐδάμη ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο

ἐν ποταμῷ, χρυσὸν δ’ Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε δαί̈φρων. 875

Σαρπηδὼν δ’ ἦρχεν Λυκίων καὶ Γλαῦκος ἀμύμων

τηλόθεν ἐκ Λυκίης, Ξάνθου ἄπο δινήεντος.


[Πηγή]