.

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ ΕΚ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ.

ΔΙΟΜΗΔΗΣ ΚΑΙ ΓΛΑΥΚΟΣ

Μία από τις ισχυρότερες σχέσεις, τις οποίες οι Έλληνες από τους προομηρικούς ακόμη χρόνους θεωρούσαν ως ιερήν και την ετιμούσαν και διετηρούσαν άφθαρτον δι’ αρκετές γενεές, ήταν η φιλία εκ φιλοξενίας....

Και ήταν ιερή, διότι την επέβαλεν ο Ξένιος Ζεύς, και η επισφράγισίς της εγίγνετο με όρκους και ανταλλαγή δώρων, μεταξύ των προσώπων, τα οποία συνεδέοντο διά της σχέσεως αυτής.

Με περισσήν σπουδήν διεφύλασσαν την φιλίαν εκ φιλοξενίας, και ο δεσμός της εθεωρήτο το ίδιον δυνατός με τον εξ αίματος αδελφικόν δεσμόν.

Ο ξένος ομοεθνής φιλοξενούμενος, ήταν ως εκ τούτου ιερόν πρόσωπον, και η ξενία, η γενναιόδωρη δηλαδή φιλοξενία του ομοεθνούς επισκέπτη, ήταν θεσμός βασιζόμενος στην πνευματικήν γενναιοδωρίαν του Έλληνος.

Ο μέγιστος επικός μας ποιητής Όμηρος περιγράφει με έμφασιν και με μεγάλην σαφήνειαν στην Ζ΄ Ραψωδία της Ιλιάδος του, μία τέτοια σχέσιν, με την οποίαν ήταν συνδεδεμένοι δύο άνδρες, αντίπαλοι στην μάχην:

Ο Αχαιός Διομήδης, στρατηγεύων στον Τρωϊκόν πόλεμον των Αργείων και ο Λύκιος, αλλά από Ελληνικήν γενεάν, Γλαύκος, ο οποίος επολεμούσε ως σύμμαχος των Τρώων και ταγός του στρατεύματος των Λυκίων.

Πάππος του Τυδείδου Διομήδους, ήταν ο βασιλεύς της Καλυδώνος Οινεύς, ενώ ο Ιππολόχιος Γλαύκος είχε πάππον του, τον ένδοξον Εφυραίον (Κορίνθιον) Βελλεροφόντην, τον οποίον ο Προίτος, βασιλεύς του Άργους, είχεν εκδιώξει στην Λυκίαν.

Κάποτε, όταν ο Βελλεροφόντης ήταν ακόμη στην Ελλάδα, πέρασε από την Καλυδώνα, όπου ο βασιλεύς της Οινεύς, τον εφιλοξένησε στο μέγαρόν του διά είκοσι ημέρες. Η φιλοξενία αυτή τους έδεσε με φιλικούς δεσμούς, οι οποίοι πιστοποιήθηκαν με την ανταλλαγήν δώρων.

Ο Οινεύς είχε χαρίσει στον Βελλεροφόντη μία πολύτιμον ερυρθρόχρυση ζώνην, και ο Βελλεροφόντης προσέφερε στον Οινέα χρυσόν κύπελλον με δύο χειρολαβές, και το οποίον μετά τον θάνατον του πατρός του Τυδέως, το εκληρονόμησεν ο Διομήδης.


Οι δύο αντίπαλοι, Διομήδης και Γλαύκος βρέθηκαν αντιμέτωποι στο πεδίον της μάχης, την ημέραν κατά την οποίαν ο Διομήδης με μεγάλη γενναιότητα είχε σκορπίσει τον τρόμο στις τάξεις των Τρώων, σκοτώνοντας πολλούς ένδοξους άνδρες τους και τραυματίζοντας μάλιστα ακόμη και τους θεούς Αφροδίτην και Άρη, οι οποίοι είχαν αναμειχθεί στην μάχην!

Καθώς ετοιμαζόταν διά να μονομαχήσουν, ανεγνώρισαν ο ένας τον άλλον από την προσφώνησιν,. την οποίαν συνήθιζαν να κάνουν οι αντίπαλοι πριν να εμπλακούν στον θανάσιμον αγώνα, και τότε μέσα στην σφοδρότητα της μάχης, και ενώ γύρω τους ο θάνατος έστηνε μακάβριον χορόν, διεδραματίσθη μία υπέροχη σκηνή:

Οι υποψήφιοι μονομάχοι, οι οποίοι πριν λίγο κυριευμένοι από τον οίστρον της μάχης ήσαν έτοιμοι να αλληλοσκοτωθούν, ξεπέζεψαν από τα άλογά τους, κάρφωσαν στο χώμα τα ακόντιά τους, έδωσαν σαν αδελφικοί φίλοι τα χέρια και ανανέωσαν την φιλικήν τους πίστην με μίαν πράξιν, την οποίαν πρώτην φοράν συναντά κανείς σε ενεργόν πεδίον μάχης:

Αντήλλαξαν τα όπλα τους, κάτω από τα βλέμματα των αντιμαχομένων ανδρών και συνεφώνησαν να μην έλθουν ξανά αντίπαλοι σε καμία από τις μάχες του πολέμου, αλλά να στρέφουν την μαχητικήν τους ορμήν σε άλλους αντιπάλους!

Ο Διομήδης του Τυδέως και ο Γλαύκος του Ιππολόχου, οι δύο αυτοί ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, έδειξαν με αυτόν τον υπέροχον τρόπον, τι εσήμαινε θεσμός διά τους Έλληνες και πόσην δύναμιν είχε η εκ φιλοξενίας φιλία, ώστε να επιβεβαιώνεται και να υπερνικά ακόμη και τα έντονα πάθη, τα οποία αναπτύσσονται μέσα στην ορμήν της μάχης!

«…Έγχεα δ’ αλλήλων αλλεώμεθα καί δι’ ομίλου.
Πολλοί μέν γάρ εμοί Τρώες κλειτοί τ’ επίκουροι,
κτείνειν όν κε θεός γε πόρη καί ποσσί κιχείω,
πολλοί δ’ αύ σοί Αχαιοί εναιρέμεν όν κε δύνηαι.
Τεύχεα δ’ αλλήλοις επαμείψομεν, όφρα καί οίδε
γνώσιν ότι ξείνοι πατρώϊοι ευχόμεθ’ είναι.
Ώς άρα φωνήσανται, καθ’ ίππων αΐξαντε,
Χείράς τ’ αλλήλων λαβέτην καί πιστώσαντο…»

«…Τα ακόντια ενός εκάστου ας αποφεύγουμε και κατά την ομαδικήν σύγκρουσιν.
Διότι πολλοί είναι δι’ εμένα Τρώες και ένδοξοι επίκουροι,
διά να σκοτώσω, όποιον ο θεός εμπρός μου φέρει, ή τρέχοντας τον φθάσω,
αλλά κι εσύ πολλούς Αχαιούς έχεις διά να σκοτώσεις όποιον δύνασαι.
Τα όπλα λοιπόν ας ανταλλάξουμε, ώστε κι αυτοί να έχουν
γνώσιν ότι φίλοι πατρογονικοί καυχόμαστε ότι είμαστε.
Έτσι αφού εφώναξαν, κατέβηκαν από τους ίππους,
έδωσαν μεταξύ τους τα χέρια και ορκίσθηκαν πίστιν…»

(Ιλιάς, Ραψωδία Ζ΄ 226 – 233).

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΡΟΣΟΣ
(ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ)

Το είδαμε εδώ