Ο Ησίοδος και ο Πίνδαρος αναφέρουν ότι ο Έλληνας ήρωας Αρισταίος ήταν γιος τού Θεού Απόλλωνα και της Νύμφης Κυρήνης, εγγονής της Ναϊάδας Κρέουσας, της όμορφης θυγατέρας του Υψέα, που ήταν γιος του Πηνειού....
Ο Πίνδαρος, αναφέρεται στον μύθο της Κυρήνης και του Αρισταίου στην Επινίκια Ωδή που έγγραψε για τον νικητή των Πύθιων, Τελεσικράτη.
Εκεί μας αφηγείται πως με την γέννηση του Αρισταίου, ο Ερμής παρέλαβε το βρέφος και το παρέδωσε στις Ώρες και την Γαία, οι οποίες τον θαύμασαν και του έδωσαν νέκταρ και αμβροσία, κάνοντάς τον αθάνατο «..έναν Ζεύς, έναν ιερό Απόλλων..»...
Στη συνέχεια ανέλαβαν την εκπαίδευσή του οι Μούσες. Κοντά τους έμαθε την τέχνη της ιατρικής και της μαντικής.
Σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα (Πίνδαρος, Διόδωρος ο Σικελός, Απολλώνιος ο Ρόδιος κ.α.), ο Αρισταίος ανατράφηκε και διδάχτηκε από τις νύμφες, τις μούσες και τον κένταυρο Χείρων.
Ήταν ο εισηγητής της καλλιέργειας των μελισσών, του σταφυλιού και της ελιάς, ο προστάτης των βοσκών και των κυνηγών, θεράποντα της ιατρικής και της μαντικής.
Λέγεται ότι ο Κένταυρος Χείρων προφήτεψε ότι ο Απόλλων θα έπαιρνε την Κυρήνη πέρα από τη θάλασσα, στον εκλεκτότερο κήπο του Δία, και θα την έκανε βασίλισσα μεγάλης πόλης, αφού πρώτα θα σύναζε νησιωτικό λαό γύρω σε λόφο πού ξεπροβάλλει από πεδιάδα .
Η Κυρήνη θα γινόταν δεκτή από τη Λιβύη σε χρυσό παλάτι και θα κέρδιζε βασίλειο εξίσου ευνοϊκό για κυνηγούς και αγρότες, και εκεί θα έκανε του Απόλλωνα γιο.
Σχετικά με την γέννησή του, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει:
«Ο Απόλλων ερωτεύτηκε μία παρθένο κόρη, η οποία ανατρεφόταν στο Πήλιο, ονομαζόταν Κυρήνη και ξεχώριζε στην ομορφιά, και την μετέφερε σ’ εκείνη την περιοχή τής Λιβύης, στην οποία αργότερα έχτισε πόλη, που εξαιτίας της ονομάστηκε Κυρήνη, ενώ σ’ εκείνο το μέρος ο Απόλλων απέκτησε από την Κυρήνη έναν γιο, τον Αρισταίο, τον οποίο, όταν ήταν νήπιο, παρέδωσε στις Νύμφες, για να τον αναθρέψουν, και αυτές έδωσαν στο παιδί τρία ονόματα, αποκαλώντας τον Νόμιο και Αρισταίο και Αγρέα»
Ο Απόλλων πήρε πράγματι την Κυρήνη με το χρυσό άρμα του και την πήγε στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα η πόλη Κυρήνη, εκεί η Αφροδίτη περίμενε για να χαιρετήσει την άφιξη τους .
Τη νύχτα εκείνη ο Απόλλων υποσχέθηκε στην Κυρήνη ζωή μακροχρόνια, δοσμένη στο πάθος της για το κυνήγι, και να βασιλέψει σε εύφορη χώρα.
Εκεί η Κυρήνη γέννησε τον Αρισταίο ( Άριστος ) ο οποίος όταν θα μεγάλωνε και θα γινόταν άνδρας, θα αποκτούσε τους τίτλους «Αθάνατος Ζευς», «Αγνός Απόλλων» και «Φύλακας των Κοπαδιών». Τον Αρισταίο ανέθρεψαν οι Νύμφες.
Σαν μεγάλωσε και ανδρώθηκε ο γιος της Κυρήνης και του Απόλλωνα άφησε τις αγαπημένες του τροφούς κι άνοιξε τα φτερά του για ν’ ασχοληθεί με το μεγάλο πάθος του, τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Μετά από αρκετό καιρό μαθητείας δίπλα στον σοφό κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον μύησε στα μυστήρια, ο νεαρός ποιμένας εγκαταστάθηκε στη μαγευτική κοιλάδα των Τεμπών, ευτυχισμένος με τις ελιές, τα κοπάδια του και τα μελίσσια του.
Από τις Νύμφες έμαθε την καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς. την δημιουργία κυψελών για την εκτροφή μελισσών και την παραγωγή μελιού, διδάχθηκε την πήξη τού γάλακτος και την κατασκευή τού τυριού και πώς να μπολιάζει τις αγριελιές για να βγάζουν καρπό, ενός ιερού για τους Έλληνες δέντρου.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο ο Αρισταίος ανακάλυψε το ελαιοπιεστήριο, ώστε να παίρνει λάδι από τον καρπό του ελαιόδεντρου. Επίσης του αποδίδονται και εφευρέσεις σχετικές με το κυνήγι, όπως οι λάκκοι και τα δίχτυα.
Τις χρήσιμες αυτές τέχνες ο Αρισταίος τις μεταβίβασε στους άλλους, και αυτοί, γεμάτοι ευγνωμοσύνη, τον τίμησαν με θεϊκές τιμές.
Ο Αρισταίος, με τη σειρά του, φρόντισε όσα γνώριζε να γίνουν κτήμα των ανθρώπων. Πρώτος αυτός, σύμφωνα με την μυθολογική παράδοση, δίδαξε στους ανθρώπους τις ανωτέρω γνώσεις, μαζί με πολλές άλλες, σχετικές με την καλλιέργεια τής γης, την κτηνοτροφία και την φροντίδα των καρποφόρων δένδρων.
Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό ήταν τόσο αξιόλογη, ώστε «εξαιτίας τής χρησιμότητας αυτών των ανακαλύψεων, οι ευεργετημένοι άνθρωποι τίμησαν τον Αρισταίο με ισόθεες τιμές, όπως είχε γίνει και με τον Διόνυσο» μας λέει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
Ο Αρισταίος σχετίζεται και με τον κύκλο του Ορφέα. Σύμφωνα με το Βιργίλιο, αγάπησε την ωραία Ευρυδίκη, την καρδιά της οποίας είχε σκλαβώσει ήδη ο Ορφέας.
Ο έρωτας του Αρισταίου για την όμορφη νύμφη τον έκανε να χάσει τα λογικά του και άρχισε να την κυνηγά την ημέρα που επρόκειτο να τελεσθούν οι γάμοι της με τον γιο της Μούσας (η μητέρα του Ορφέα ήταν η μούσα Καλλιόπη).
Η Ευρυδίκη έτρεξε για να τον αποφύγει, αλλά δεν πρόσεξε και πανικοβλημένη πάτησε ένα φίδι που ήταν κρυμμένο ανάμεσα στα χόρτα κι έχασε τη ζωή της απ’ το δήγμα του.
Οι θεοί οργίστηκαν από την πράξη του. Ο Αρισταίος βέβαια δεν έμεινε ατιμώρητος. Έχασε όλες τις μέλισσές του. Εκείνος, για να μάθει την αιτία της συμφοράς του, ζήτησε τη βοήθεια της μητέρας του.
Η Κυρήνη τον έστειλε στον Πρωτέα κι εκείνος του αποκάλυψε πώς οι θεοί τον τιμώρησαν για το θάνατο της Ευρυδίκης.
Κατ’ άλλους καταστράφηκαν από τους ίδιους τους θεούς ενώ άλλοι πιστεύουν πως τον χαμό τους τον προκάλεσαν οι συντρόφισσες της Ευρυδίκης.
Ο θεός-ποιμένας θρήνησε για τον χαμό τους μπρος στη μητέρα του που έφτασε για να τον προστρέξει.
Ο Οβίδιος, στο Ημερολόγιο, περιγράφει τη σκηνή με εξαιρετικά ποιητικό τρόπο:
"Άρχισε να θρηνεί ο Αρισταίος, τις μέλισσές του, όλες, σαν είδε νεκρές να κείτονται κι έρημες τις κερήθρες με το μέλι που, πάνω τους καλά-καλά, δεν πρόφτασαν ν’ αφήσουν Πασχίζει, η ουρανόχρωμη μητέρα του να τον παρηγορήσει, και πριν μονάχο πάλι τον αφήσει, με τον πόνο του, γλυκές του δίνει συμβουλές:
«Τα δάκρυα στέγνωσε, παιδί μου, και τράβα τη βοήθεια να γυρέψεις του γέροντα Πρωτέα που θα σου πει το μυστικό και σμήνος νέο θ’ αποκτήσεις. Να ’σαι, όμως, έτοιμος, γιατί θα σου ξεφύγει, την όψη του, αλλάζοντας, γι’ αυτό, τα χέρια του, πισθάγκωνα να τα κρατήσεις».
Κι έτσι του γέροντα της θάλασσας, λυμένα από τον ύπνο, τα χέρια αρπάζει, ο νεαρός, σαν έφτασε, και τα αλυσοδένει.
Σαν ένιωσε τον κίνδυνο, ο Πρωτέας, άλλαξε όψη, καλά τη γνώριζε την τέχνη, μα τα δεσμά του τον ανάγκασαν, γρήγορα, τη θεϊκή να ξαναβρεί μορφή του. Το πρόσωπό το υγρό φανέρωσε και τα δασιά του γένια, λέγοντας:
«Ήρθες ίσαμε εδώ για να σου πω αν είναι μπορετό νέα μελίσσια ν’ αποκτήσεις; Θα πρέπει έναν ταύρο νιούτσικο να σφάξεις και το κουφάρι του με χώμα να σκεπάσεις και σαν τον αγκαλιάσει η γης αυτό που περιμένεις θα σ’ το δώσει».
Του γέροντα ακολούθησε τη συμβουλή ο βοσκός, και σμήνη από το σκοτωμένο ζώο ξεχύθηκαν οι μέλισσες: χίλιες ζωές χάρη σε μια θυσία."
Αργότερα ο Αρισταίος ταξίδεψε στην Βοιωτία, αγάπησε και νυμφεύθηκε την Αυτονόη, μία από τις περιζήτητες θυγατέρες τού Κάδμου, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον σπουδαίο κυνηγό Ακταίωνα, που είδε μια μέρα, άθελά του, την Άρτεμη να λούζεται γυμνή σε μια πηγή.
Ο Ακταίων συνήθιζε να αφιερώνει τα καλύτερα θηράματά του στο ιερό της Αρτέμιδας, προς τιμήν της Θεάς, αποβλέποντας σε μελλοντικό γάμο του μαζί της, και παράλληλα ισχυριζόταν ότι στο κυνήγι ήταν καλύτερος από την ίδια την Αρχιθηρεύτρια Παρθένο Αρτέμιδα.
Η Θεά, λοιπόν, εξοργίστηκε από την υβριστική συμπεριφορά τού νεαρού και τον τιμώρησε αυστηρότατα.
Εξοργισμένη η θεά τον μεταμόρφωσε σε ελάφι και έτσι τον κατασπάραξαν τα ίδια του τα σκυλιά.
Ο Αρισταίος πλήρωσε, τελικά, πολύ ακριβά τον θάνατο της Ευρυδίκης και μάλιστα η ιστορία είναι ακόμη πιο τραγική αν σκεφτεί κανείς πως η θεά του κυνηγιού ήταν αδελφή του πατέρα του!
Μετά τον τραγικό θάνατο του Ακταίωνα, ο Αρισταίος επισκέφθηκε το Μαντείο των Δελφών, όπου ο Απόλλων, ο πατέρας του, του προείπε για την μετάβασή του στην νήσο Κέα και τις τιμές που θα δεχόταν από τους Κείους.
Ο Αρισταίος για να τους βοηθήσει εγκαταστάθηκε στην Κέα, όπου έχτισε μεγάλο βωμό στο Δία και πρόσφερε καθημερινές θυσίες.
Ο Δίας εισάκουσε τις προσευχές του κι έστειλε τα μελτέμια (τους δροσερούς ανέμους), για να αλλάξουν το κλίμα στο νησί. Από τότε τα μελτέμια πνέουν όταν κάνει πολλή ζέστη και καθαρίζουν την ατμόσφαιρα των Κυκλάδων.
Η Μυθολογία μας αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για το ταξίδι στο νησί:
«εκείνος, λοιπόν, έπλευσε σ’ αυτό το νησί και – επειδή είχε εξαπλωθεί λοιμός στην Ελλάδα – έκανε θυσία υπέρ όλων των Ελλήνων.
Η θυσία έγινε κατά την ανατολή τού άστρου τού Σείριου, τότε που πνέουν οι ετήσιες, οπότε σταμάτησε η λοιμώδης νόσος.
Μόνον αυτό αν συλλογιζόταν κάποιος, δικαιολογημένα θα θαύμαζε την ιδιαιτερότητα των περιστάσεων: εκείνος που είδε τον γιο του να πεθαίνει από τα σκυλιά, ο ίδιος έβαλε τέλος στην επίδραση τού ουράνιου αστέρα – που είχε το ίδιο όνομα, και για τον οποίον πίστευαν ότι εξοντώνει τους ανθρώπους – και έγινε αίτιος σωτηρίας των άλλων ανθρώπων».
Σημαντικότατη, εξάλλου, υπήρξε η συμβολή του Αρισταίου στον εκπολιτισμό και εξευγενισμό των πληθυσμών της Σαρδηνίας και της Σικελίας όπου δίδαξε τη μελισσοκομία, την καλλιέργεια της ελιάς και τη γαλακτοκομία στους κατοίκους των δύο μεγάλων αυτών νησιών της Μεσογείου.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει περιληπτικά ότι :
«ο Αρισταίος άφησε απογόνους στην Κέα και μετά επανήλθε στην Λιβύη, απ’ όπου κατέπλευσε στην νήσο Σαρδηνία, ωθούμενος σ’ αυτή την αναχώρηση από την Νύμφη μητέρα του.
Εγκαταστάθηκε εκεί, αγάπησε το νησί λόγω τού κάλλους του, έκανε φυτείες και εξημέρωσε τον τόπο που πριν ήταν άγριος.
Εκεί, επίσης, απέκτησε δύο παιδιά: τον Χάρμο και τον Καλλίκαρπο.
Μετά επισκέφτηκε και άλλα νησιά, ενώ στην Σικελία παρέμεινε για αρκετό καιρό και, λόγω τής αφθονίας των καρπών τού νησιού, και τού πλήθους των ζώων που έβοσκαν εκεί, φιλοτιμήθηκε να επιδείξει στους εντόπιους τις δικές του ευεργεσίες.
Γι’ αυτό – λένε – ο Αρισταίος τιμήθηκε ιδιαιτέρως, ως Θεός, από τους κατοίκους τής Σικελίας, και μάλιστα από εκείνους που μαζεύουν τον καρπό τής ελιάς».
Εκεί λατρεύτηκε ως γεωργική θεότητα, προστάτης των ελαιοκαλλιεργειών.
Ο ήρωας, ωστόσο, περιηγήθηκε και πολλές άλλες περιοχές τής Μεσογείου, ενώ το τέλος του – αποθέωση ή φυσικός θάνατος; – παρέμεινε από τότε ένα άλυτο μυστήριο.
Από την ίδια πάντοτε πηγή μαθαίνουμε ότι :
«Βρέθηκε στην Θράκη για να συμμετάσχει στις οργιαστικές τελετές τού Διονύσου, συναναστράφηκε τον Θεό και από αυτόν έμαθε πολλά χρήσιμα πράγματα. Αφού, λοιπόν, κατοίκησε γιο αρκετό χρόνο στο όρος που ονομάζεται Αίμος, έγινε άφαντος και τού έλαχαν αθάνατες τιμές, όχι μόνον από τους εκεί βαρβάρους, αλλά και από τους Έλληνες».
Ο Ηρόδοτος γράφει πως, μετά την ανάληψή του στο ουράνιο στερέωμα, εμφανίστηκε στη μικρασιατική πόλη Κύζικο και τριακόσια χρόνια αργότερα στο Μεταπόντιο, στη Μεγάλη Ελλάδα.
Κατά τον Πλούταρχο, ο Αρισταίος μπορούσε να «παίζει» όσο ήθελε με την ψυχή του, με τη ζωή δηλαδή και τον θάνατο, και κάθε φορά που εγκατέλειπε το ανθρώπινο σώμα του γινόταν ελάφι.
Ο Αρισταίος έμελλε να συλλέξει το φως του κόσμου, που είναι οι μέλισσες ψυχές, αυτές που τον έθρεψαν με "νέκτ-άριο μέλι" και τον κατέστησαν Μελισσοθεό!
Ίσως αυτό έχει να κάνει με την ιδέα της μέλισσας που όπως μας λέει και ο Β. Ουγκώ:
"Τίποτα πιότερο δεν μοιάζει στην ψυχή από τη μέλισσα. Απ’ το ένα στ’ άλλο πάει λουλούδι η μια κι απ’ άστρο σ’ άστρο φτερουγίζει η άλλη και φέρνει η ψυχή το φως κι η μέλισσα το μέλι"
Πηγές: Πίνδαρος Πυθιονίκαι/ Απόλλώνιος Ροδιος/ Διοδωρος Σικελιώτης/ Βιργίλιος Γεωργικά/ Σέρβιος/ Παυσανίας/ Α. Τσακνάκης/ Μαρία Γυπαράκη
[Πηγή]
Το είδαμε εδώ