Ημέρα γιορτής και συγκίνησης η 25η Μαρτίου για τον απανταχού Eλληνισμό. Φέτος συμπληρώνονται 192 χρόνια από την σημαντικότερη ημέρα της νεότερης σύγχρονης Eλληνικής ιστορίας....
Φέτος συμπληρώνονται 192 χρόνια από την σημαντικότερη ημέρα της νεότερης σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης την 25ης Μαρτίου του 1821 με την οποία ο Ελληνικός λαός αποφάσισε να αντιδράσει δυναμικά και να ανατρέψει το καθεστώς της υποδούλωσής του για περίπου 400 χρόνια, κάτω από τον Τουρκικό ζυγό.
Πολλοί από εμάς, ίσως να έχουμε σήμερα την εντύπωση ότι η Ελληνική επανάσταση ήταν ένα αναπόφευκτο γεγονός που απλώς κάποια στιγμή θα γινόταν. Δεν είναι όμως έτσι. Οι δυσκολίες ήταν πολλές φορές ανυπέρβλητες και η επανάσταση κινδύνεψε πολλές φορές να αποτύχει ολοκληρωτικά.
Μία χαρακτηριστική εικόνα που μπορεί να μας αποκαλύψει την τεράστια δυσκολία του συνολικού εγχειρήματος είναι ότι η επανάσταση απλώς ξεκίνησε την σημερινή ημέρα. Υπάρχουν περιοχές όπως η Θεσσαλονίκη που απελευθερώθηκαν τον 1912, δηλαδή 91 ολόκληρα χρόνια μετά από την ημέρα της έναρξής της!
Η 25η Μαρτίου, θα πρέπει να αποτελεί οπωσδήποτε μία ημέρα μνήμης.
Αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε να ανατρέξουμε έστω και επιγραμματικά κάποια από τα σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα που σηματοδότησαν την έκβαση της επανάστασης.
Βρισκόμαστε λοιπόν 32 χρόνια μετά την Γαλλική επανάσταση, που αποτέλεσε το σημαντικότερο γεγονός της εποχής.
Το ξέσπασμα της Ελληνικής επανάστασης, κινητοποίησε πολύ γρήγορα το σύνολο της ευρωπαϊκής διπλωματίας, αν και δεν ήταν καθόλου εύκολο για τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, δηλαδή κυρίως τα κράτη της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας, που αποτελούσαν από κοινού την λεγόμενη Ιερή Συμμαχία, να ενθαρρύνουν απροκάλυπτα ένα απελευθερωτικό κίνημα υπέρ της Ελλάδας.
Η πρώτη τους αντίδραση, ήταν να το καταδικάσουν, με την συνθήκη της Λιουμπλιάνας.
Στην συνέχεια όμως, αποφάσισαν να προσφέρουν την βοήθειά για την επίλυση του Ελληνικού ζητήματος, διότι αντιλήφθηκαν ότι από την ελληνική επανάσταση θα μπορούσαν να αποκομίσουν πολλά και μεγάλα προσωπικά οφέλη.
Υπήρχε όμως και η Αυστρία, με τον καγκελάριο Μέττερνιχ, μέλος και αυτή της Ιερής συμμαχίας, η οποία σε αντίθεση με τα τρία προηγούμενα κράτη, παρέμενε σταθερά εχθρική απέναντι προς την ιδέα της επανάστασης των Ελλήνων.
Τα πρώτα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, οι απεσταλμένοι των ελληνικών κυβερνήσεων δεν γινόταν καν δεκτοί στα συνέδρια και στις συσκέψεις των μεγάλων δυνάμεων.
Μέχρι το 1823, δύο χρόνια μόλις μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, είχαν συγκροτηθεί σημαντικές επιτροπές Φιλελλήνων σε πολλές σημαντικές ευρωπαϊκές πόλεις. Ένας από τους μεγαλύτερους φιλέλληνες ήταν και ο λόρδος Μπάυρον, η εγκατάστασή του οποίου στην Κεφαλονιά, είχε σαν αποτέλεσμα την στήριξη του Λονδίνου.
Οι πρώτες ουσιαστικές διαβουλεύσεις για την τύχη της ελληνικής επανάστασης ξεκίνησαν το 1824, δηλαδή μετά από τρία ολόκληρα χρόνια μετά την έναρξή της.
Το 1825 το «ελληνικό ζήτημα» απασχολούσε έντονα τις μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες προσπαθούσαν βεβαίως να ωφεληθούν όσο μπορούσαν περισσότερο από την προοπτική ενός μελλοντικού ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Οι παράγοντες μάλιστα της Πελοποννήσου, ο Κολοκοτρώνης, ο Ζαΐμης, ο Δεληγιάννης κτλ, πρότειναν την σύνταξη ενός κειμένου, που έμεινε γνωστό ως «Πράξη Υποταγής» με το οποίο ζητούσαν από την αγγλική κυβέρνηση να πάρει υπό την προστασία της την Ελλάδα.
Το πιο σημαντικό βήμα προς μία διπλωματική λύση, έγινε το 1825 όταν με πρωτοβουλία του Κάνιγκ η Αγγλία προσέγγισε την Ρωσία στην προσπάθεια αναζήτησης μιας ικανοποιητικής λύσης για το ελληνικό ζήτημα.
Έτσι στις 4 Απριλίου 1826 υπογράφηκε μετά από αρκετές περιπέτειες, ένα πρωτόκολλο αγγλορωσικών διαπραγματεύσεων που περιλάμβανε ένα σχέδιο επίλυσης του ελληνικού ζητήματος. Το κείμενο αυτό έμεινε γνωστό στην ιστορία, ως το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και αναγνώριζε την ανάγκη της ύπαρξης του ελληνικού κράτους σε μια κάποια μορφή.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση της επανάστασης ήταν η ύπαρξη οικονομικών πόρων. Πράγματι, τον Ιανουάριο του 1824 οι εκπρόσωποι της Ελλάδας Ορλάνδος και Λουριώτης έγιναν δεκτοί και μάλιστα με επισημότητα στο Λονδίνο και τον επόμενο μήνα, εκδόθηκε το πρώτο δάνειο προς την Ελληνική Κυβέρνηση, ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών.
Οι ιδιαιτέρως όμως επαχθείς όροι της δανειακής σύμβασης, οδήγησαν τελικά το διαθέσιμο ποσό, μόλις στις 315.000. Το γεγονός αυτό, έδωσε επιτέλους την δυνατότητα στην ελληνική κυβέρνηση να ασκήσει πολιτική, αφού αναγνώριζε ουσιαστικά το ελληνικό κράτος το οποίο αποκτούσε πλέον ισχυρή υπόσταση.
Δυστυχώς όμως τα χρήματα του δανείου, αντί να φέρουν την πολυπόθητη ενότητα, οδήγησαν σε αντίθετο αποτέλεσμα, αφού επέφερε εμφύλιες έριδες και συγκρούσεις, ως προς την διαχείρισή του, ενώ ακολούθησε και δεύτερο δάνειο, ύψους 2.000.000 λιρών.
Η πολιτική διαμόρφωση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στηρίχτηκε στην παρουσία του πρώτου κυβερνήτη, του Ιωάννη Καποδίστρια, ενός επιφανή διπλωμάτη και τέως υπουργό του τσάρου. Ο Καποδίστριας ανακηρύχθηκε κυβερνήτης από την Γ΄ Εθνική Συνέλευση, με πρωτοβουλία του Κολοκοτρώνη, για μία επταετία και επιχείρησε να κυβερνήσει με έναν απολυταρχικό τρόπο, με στόχο να καταφέρει να δημιουργήσει τις δομές ενός σύγχρονου, ενιαίου και οργανωμένου κράτους, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Όταν ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, το 1828, βρήκε μία θαυμάσια ευκαιρία για να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του και να επιχειρήσει την ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας, πετυχαίνοντας τον Σεπτέμβριο του 1829 να κερδίσει την τελευταία σημαντική μάχη του αγώνα, στην Πέτρα της Βοιωτίας.
Με την συνθήκη μάλιστα της Ανδιανούπολης στις 14 Σεπτεμβρίου του 1829 κατοχυρωνόταν η παραχώρηση της Στερεάς και της Εύβοιας στην Ελλάδα.
Τελικά στις 7 Μαΐου του 1832 με την συνθήκη μεταξύ της Βαυαρίας και των Μεγάλων δυνάμεων, τα σύνορα ήταν ευνοϊκότερα για την Ελλάδα, στην γραμμή Άρτας-Βόλου.
Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου του 1830 κατάφερε να αναγνωρίσει την πλήρη ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους, περιορίζοντας ωστόσο την έκτασή του και επιστρέφοντας στην Οθωμανική αυτοκρατορία μεγάλες εκτάσεις της δυτικής στερεάς.
Παρόλες όμως τις διπλωματικές του ικανότητες, την ιδιαίτερη ευφυΐα του και την αποφασιστικότητά του, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το επαναστατικό του έργο, αφού στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε από δύο μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη.
Ο θάνατός του, άφησε πίσω του ένα εμφανέστατο κενό εξουσίας, οδηγώντας σε έναν χαώδη πόλεμο και πλήθος εσωτερικών αναταραχών, μεταξύ των υποστηρικτών και των πολέμιών του.
Το γεγονός αυτό απέδειξε ότι η Ελλάδα, δυστυχώς δεν ήταν ακόμα έτοιμη για να καταφέρει από μόνη της να πετύχει την ομόνοια και την ενότητα μεταξύ των πολιτών της.
Την λύση έδωσαν για άλλη μια φορά οι μεγάλες δυνάμεις, επιλέγοντας για κυβερνήτη της Ελλάδας, τον γιο του βασιλιά της Βαυαρίας, τον ανήλικο ακόμα Όθωνα.
Μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα, όλες οι σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της Ελλάδας παίρνονταν στο Μόναχο από τον πατέρα του. Νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους επιλέχθηκε η Αθήνα και επικεφαλής της κρατικής ιεραρχίας τέθηκε ο Άρμανσμπεργκ
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843 τα τρία κόμματα και οι στρατιωτικοί επέβαλαν στον Όθωνα, οργανώνοντας ένα ριψοκίνδυνο κίνημα, την παραχώρηση Συντάγματος.
Έτσι φτάσαμε στο σύνταγμα του 1844 που αναγνώριζε αξιόλογες εξουσίες στο στέμμα και ταυτοχρόνως προστάτευε για πρώτη φορά τις βασικές πολιτικές ελευθερίες και αποτέλεσε την πρώτη πολιτική πράξη για το μέλλον της Ελλάδας…
Γιώργος Χαραλαμπίδης
Πηγή: Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. Τόμος Γ΄. Πάτρα 1999 Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Το είδαμε εδώ