Ο… κατά λάθος ήρωας
Ο Χρήστος Νταβέλης (που το πραγματικό του όνομα είναι Νάτσιος), γεννήθηκε στο Στείρι Βοιωτίας περί το 1832. Έφηβος εγκαταλείπει τη γενέτειρά του και έρχεται στην Αθήνα όπου για κάποιο διάστημα εργάζεται ως βοσκός σε κοπάδια της Μονής Νταού Πεντέλης και πουλά το γάλα στην Αθήνα. Δεν στεριώνει όμως εκεί, καθώς ο ηγούμενος της.... μονής που τον χρησιμοποιούσε ως μεταφορέα των σημειωμάτων του προς μοναχή, υποψιαζόμενος ότι έχει συνάψει σχέσεις μαζί της, τον κατηγορεί για κλοπή.
Ο νεαρός Νάτσιος που τιμωρήθηκε με «ραβδισμό στις φτέρνες» (φάλαγγα), διαφεύγει στα Στύρα όπου εκεί ερωτεύεται την κόρη ενός παπά. Η κοπέλα όμως ήταν ταμένη από τον πατέρα της σε έναν τσέλιγκα της περιοχής ο οποίος για να απαλλαγεί από αυτόν τον υποδεικνύει σε απόσπασμα χωροφυλάκων ως ένα φυγόστρατο ονόματι Νάστος που αναζητούσε. Παρόλο που τούς λέει ότι ονομάζεται Χρήστος Νάτσος, εκείνοι δεν τον πιστεύουν και όταν επιχειρούν να τον συλλάβουν ακολουθεί συμπλοκή όπου σκοτώνει έναν χωροφύλακα.
Έτσι βγαίνει στα βουνά και βρίσκει καταφύγιο στη συμμορία του ξαδέλφου της μητέρας του, του φημισμένου ληστή Κακαράπη (πραγματικό όνομα Μπελούλιας). Σύντομα όμως δημιούργησε τη δική του συμμορία με την οποία ληστεύει ταξιδιώτες, χωρικούς και βοσκούς. Η συμμορία του Νταβέλη, καταδυναστεύει την Αττική, τη Βοιωτία, την Εύβοια και τη Φθιώτιδα.
Υπαρχηγός της ομάδας του ήταν ο Γιάννης Μέγας που γίνεται ορκισμένος εχθρός του και ο άνθρωπος που τελικά θα σκοτώσει τον Νταβέλη. Η ρήξη μεταξύ τους ήρθε όταν η Ιταλίδα κόμισσα Λουίζα Μπανκόλι, που είχε ζητήσει την προστασία της συμμορίας προκειμένου να επισκεφθεί με ασφάλεια τους Δελφούς, ερωτεύτηκε τον Νταβέλη. Ταυτόχρονα όμως την είχε ερωτευτεί και ο υπαρχηγός του που για να τον εκδικηθεί κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή όπου έγινε αξιωματικός. Ήταν πια το 1853 και ο Νταβέλης δρούσε στη Θεσσαλία.
Η ληστρική δράση του Νταβέλη δεν είχε κάτι το εξαιρετικό για την εποχή του. Όμως ένα περιστατικό διέδωσε τη φήμη του στην Ελλάδα, καθώς εξελήφθη από τους Έλληνες ως πράξη αντίστασης εναντίον της ξένης αυθαιρεσίας. Το 1855, στην εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου, με τον ηθελημένα ταπεινωτικό αποκλεισμό της Αθήνας από τον Αγγλο-Γαλλικό στόλο και την ξενική κατοχή του Πειραιά ο Νταβέλης πέτυχε στην οδό Πειραιώς, τη σύλληψη ενός Γάλλου αξιωματικού ονόματι Μπερτώ ή Μπρετώ. Έτσι από τους Εγγλέζους που τον παρομοιάζουν με το διάβολο (Devil) αποκτά το προσωνύμιο «Νταβέλης».
Για την απελευθέρωσή του ο Νταβέλης εισέπραξε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 30.000 δρχ. σε χρυσό από την Ελληνική κυβέρνηση. Η τελευταία, ταχύτατα ενέδωσε στις απαιτήσεις του Νταβέλη θέλοντας αφενός να αποφύγει την ανάμειξη των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, κι αφετέρου να προλάβει τυχόν αποκαλύψεις για τη διαπλοκή ανάμεσα σε ληστρικές συμμορίες και πολιτικά πρόσωπα της εποχής. Η είσπραξη των λύτρων έγινε στην παραλία του Κορινθιακού, όπου ο Νταβέλης είχε καταφύγει στηριζόμενος σε δίκτυο υποστηρικτών.
Την άνοιξη του 1856, η δράση του κορυφώθηκε γύρω από την Αθήνα και το Μάιο αιφνιδίασε τους χωροφύλακες που έδρευαν στην… κωμόπολη του Μενιδίου, αναγκάζοντάς τους να του παραδώσουν τα όπλα τους. Έπειτα από αυτή την ταπείνωση, η Χωροφυλακή τον καταδίωξε ανελέητα μέχρι τον Παρνασσό. Όταν η αλληλογραφία του με την κόμισσα Μπανκόλι, πέφτει στα χέρια της Χωροφυλακής και γίνονται γνωστές οι επόμενες κινήσεις του, περικυκλώνεται κοντά στο Ζεμενό της Βοιωτίας. Ήταν 12 Ιουλίου του 1856.
(Το μνημείο Ιωάννη Μέγα στο Ζεμενό)
Επικεφαλής στο απόσπασμα ήταν ο Αραχωβίτης Γιάννης Μέγας που είχε γίνει πια υπολοχαγός. Κατά τη σύγκρουση που ακολούθησε, ο Νταβέλης πριν σκοτωθεί από χωροφύλακα, πρόλαβε να σκοτώσει τον Μέγα πυροβολώντας και φωνάζοντας «ούτε ο Νταβέλης στα βουνά ούτε ο Μέγας στα παλάτια».
Το καλοκαίρι του 1856 και για πολλές ημέρες, το κεφάλι του Νταβέλη καρφωμένο σε ένα κοντάρι στήθηκε στην πλατεία Συντάγματος σε κοινή θέα.
Ανάμεσα στους θρύλους που αφορούν τον Νταβέλη, ένας τον θέλει να κατεβαίνει συχνά, μεταμφιεσμένος, στην Αθήνα όπου έπινε καφέ και συζητούσε ανενόχλητος στα καφενεία της πόλης, ενώ η τοπική παράδοση αναφέρει πως από το καταφύγιό του στο Σπήλαιο των Αμώμων, έφτανε, μέσω υπόγειας σήραγγας, στη βίλα της Δούκισσας της Πλακεντίας όπου περνούσε ρομαντικές στιγμές μαζί της.
Ωστόσο, ο τελευταίος δεν φαίνεται να έχει βάση, καθώς όλα δείχνουν ότι η επιστροφή του Νταβέλη ως ληστή στην Πεντέλη συνέβη λίγο μετά το θάνατο της δούκισσας.
Το είδαμε εδώ