Η ΕΔΡΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΘΕΣΠΡΩΤΩΝ

Οι επιγραφικές μαρτυρίες και οι φιλολογικές πηγές, σε συνδυασμό με τα πορίσματα των πρόσφατων ερευνών, επιτρέπουν την ταύτιση της προαναφερθείσας θέσης με την αρχαία Γιτάνη. Η παλαιότερη πληροφορία για την ύπαρξη της Γιτάνης σαν έδρας του Κοινού των Θεσπρωτών μαρτυρείται από το περιεχόμενο ενός απελευθερωτικού ψηφίσματος που βρέθηκε στο χώρο της Αγοράς, το οποίο χρονολογείται μεταξύ του 350 και 300 π.Χ., ενώ επιβεβαιώνεται και από την αρχαία γραπτή παράδοση (Λίβιος, Πολύβιος). Η τελευταία γραπτή μαρτυρία για την πόλη (Λίβιος) χρονολογείται το φθινόπωρο του 172 π.Χ., έτος κατά το οποίο έφθασαν στην Ήπειρο Ρωμαίοι απεσταλμένοι με αφορμή την προετοιμασία της οργάνωσης των πολεμικών επιχειρήσεων εν όψει της επικείμενης έναρξης του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου.
Η εύρεση 3.000 πήλινων σφραγισμάτων, πάνω στα οποία αναγράφεται σε δωρική διάλεκτο το όνομα «ΓΙΤΑΝΑ», κατά την ανασκαφή μεγάλου δημοσίου κτιρίου («Κτίριο Α»), το οποίο ταυτίζεται με το Μητρώο-Αρχείο της πόλης, επιβεβαιώνει την ταύτιση του ονόματος με το σωζόμενο από τη φιλολογική παράδοση.

Κατά την αρχαιότητα, ο ποταμός ήταν πλωτός από τις εκβολές του στο Ιόνιο μέχρι, τουλάχιστον, το ύψος της Γιτάνης, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ανάπτυξη του οικισμού ως σημαντικού εμπορικού κέντρου. Μέσω του υδάτινου αυτού δρόμου και των παραποτάμιων οδικών αρτηριών, διακινούνταν άνθρωποι και αγαθά -σε ένα κατά τα άλλα δύσβατο τοπίο- και εξασφαλιζόταν η πρόσβαση προς τη θάλασσα, αλλά και την εύφορη ποτάμια κοιλάδα, όπου βρίσκονταν οι σημαντικοί οικισμοί της Λυγιάς και της Μαστιλίτσας. Ταυτόχρονα, υπήρχε άμεση επικοινωνία με τις άλλες μεγάλες πόλεις κατά μήκος του ποταμού (αρχαία Φανοτή, οικισμός στη Ραβενή κ.α.) αλλά και εκείνες στα παράλια της Θεσπρωτίας (Ελίνα κ.α.).
Η ίδρυση της αρχαίας πόλης τοποθετείται, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα και τις αρχαίες πηγές, στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή η οποία συμπίπτει με την προσάρτηση της νότιας Κεστρίνης, της περιοχής δηλ. που οικοδομήθηκε ο οχυρωμένος οικισμός. Η κατοίκηση στη Γιτάνη συνεχίζεται χωρίς διακοπή και στους ελληνιστικούς χρόνους, όπως αποδεικνύεται από τα κτίρια που έχουν ανασκαφεί εντός του οικισμού, αλλά και από τα ευρήματα των τάφων στα βορειοανατολικά της οχύρωσης και δυτικά του φράγματος του Καλαμά. Αντίθετα, δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά λείψανα που θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στην περίοδο μετά την κατάληψή της από τους Ρωμαίους. Όπως μαρτυρούν τα εκτεταμένα στρώματα καταστροφής των ανασκαμμένων κτιρίων, φαίνεται ότι ο αρχαίος οικισμός καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε οριστικά το 167 π.Χ.
Πολυγωνικά τείχη, μήκους 2.500 μ., περιβάλλουν την έκτασης 280 στρεμμάτων πόλη, της οποίας ο πληθυσμός την περίοδο της ακμής της υπολογίζεται στους έξι χιλιάδες κατοίκους. Τα τείχη έχουν μνημειακή μορφή, καθώς είναι ενισχυμένα με πύργους και το σωζόμενο ύψος τους φτάνει τα 2-3 μ.
Η Γιτάνη είναι κτισμένη σε διαφορετικά άνδηρα με οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο, το οποίο διαγράφεται από δρόμους πλάτους 4-6 μ., οι οποίοι ορίζουν ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες και οικοδομικά τετράγωνα. Συγκεκριμένα, τον οικισμό διατρέχουν από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά τρεις μεγάλοι δρόμοι, ενώ ένας τέταρτος οδηγεί εκτός των τειχών, στην περιοχή του θεάτρου. Πέραν της νότιας κλιτύος του λόφου της ακροπόλεως, όπου λόγω της έντονης κατωφέρειας δεν έχουν διαπιστωθεί θεμέλια οικοδομημάτων, η υπόλοιπη -σχετικά ομαλή- έκταση του περιτειχισμένου οικισμού παρουσιάζει πυκνή δόμηση. Ισχυρό εσωτερικό τείχος (διατείχισμα), μήκους 315 μ., χωρίζει τον αρχαίο οικισμό σε δύο μεγάλους οικιστικούς τομείς.

Η σχετικά πολυτελής διαβίωση των κατοίκων της πόλης, λίγο πριν την καταστροφή της το 2ο π.Χ. αιώνα, καθρεφτίζεται στην ποιότητα κατασκευής των δημοσίων κτηρίων που έχουν ανασκαφτεί και στον πλούτο των κινητών ευρημάτων. Στο εσωτερικό των τειχών είναι ευδιάκριτο το κατώτερο τμήμα των τοίχων αρχαίων κτηρίων, τόσο δημόσιων όσο και ιδιωτικών όπως μαρτυρούν τα ευρήματα, μεγάλες συνήθως δίφυλλες εξώθυρες.
Στα νότια-νοτιοδυτικά του χώρου, αποκαλύφτηκε κτήριο λατρευτικού χαρακτήρα, γνωστό ως “μικρός ναός”. Πρόκειται για κτήριο διαστάσεων 13×7,10 μ., με πρόναο και σηκό. Το μικρό μέγεθος, η απλή ορθογώνια κάτοψη με τη διμερή διαίρεση και η απουσία περιμετρικής κιονοστοιχίας είναι χαρακτηριστικά των ναϊκών οικοδομημάτων της Ηπείρου.

Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως χάλκινα αγαλματίδια και fulcrum ανακλίντρων, ενώ σημαντικός ήταν ο αριθμός των χάλκινων νομισμάτων, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ένας θησαυρός 178 νομισμάτων του Κοινού των Ηπειρωτών (234-168 π.Χ.).
Δυτικά των τειχών βρίσκεται το θέατρο, χωρητικότητας 4-5.000 θεατών, χώρος διεξαγωγής θεατρικών παραστάσεων, αλλά και εκδηλώσεων πολιτικού χαρακτήρα. Μέχρι τώρα έχει ανασκαφτεί το 1/10 της συνολικής του επιφάνειας και έχουν έρθει στο φως η ορχήστρα, η σκηνή, καθώς και τμήμα του λίθινου κοίλου, το οποίο έβλεπε δυτικά προς τον Καλαμά.
Συντάκτες Λάζου Θεοδώρα, Λάμπρου Βασιλική, Γκάνια Χριστίνα
Culture.gr
Το είδαμε εδώ