Η ΕΔΡΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΘΕΣΠΡΩΤΩΝ
Η Γιτάνη, δεύτερη – κατά χρονολογική σειρά – πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσπρωτίας και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών, ταυτίζεται με τα ερείπια οχυρωμένου οικισμού στη νοτιοδυτική πλαγιά του βουνού της Βρυσέλλας, στη.... συμβολή του Καλπακιώτικου με τον ποταμό Καλαμά (αρχαίος Θύαμις). Από την προνομιακή της θέση ήλεγχε την έξοδο του πλωτού, τότε, ποταμού προς τη θάλασσα. Στα εκατόν πενήντα περίπου χρόνια ζωής της, από την ίδρυσή της το 335/330 π.Χ. έως και την κατάληψή της από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., η πόλη αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά, διοικητικά και οικονομικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής του Ιόνιου.
Οι επιγραφικές μαρτυρίες και οι φιλολογικές πηγές, σε συνδυασμό με τα πορίσματα των πρόσφατων ερευνών, επιτρέπουν την ταύτιση της προαναφερθείσας θέσης με την αρχαία Γιτάνη. Η παλαιότερη πληροφορία για την ύπαρξη της Γιτάνης σαν έδρας του Κοινού των Θεσπρωτών μαρτυρείται από το περιεχόμενο ενός απελευθερωτικού ψηφίσματος που βρέθηκε στο χώρο της Αγοράς, το οποίο χρονολογείται μεταξύ του 350 και 300 π.Χ., ενώ επιβεβαιώνεται και από την αρχαία γραπτή παράδοση (Λίβιος, Πολύβιος). Η τελευταία γραπτή μαρτυρία για την πόλη (Λίβιος) χρονολογείται το φθινόπωρο του 172 π.Χ., έτος κατά το οποίο έφθασαν στην Ήπειρο Ρωμαίοι απεσταλμένοι με αφορμή την προετοιμασία της οργάνωσης των πολεμικών επιχειρήσεων εν όψει της επικείμενης έναρξης του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου.
Η εύρεση 3.000 πήλινων σφραγισμάτων, πάνω στα οποία αναγράφεται σε δωρική διάλεκτο το όνομα «ΓΙΤΑΝΑ», κατά την ανασκαφή μεγάλου δημοσίου κτιρίου («Κτίριο Α»), το οποίο ταυτίζεται με το Μητρώο-Αρχείο της πόλης, επιβεβαιώνει την ταύτιση του ονόματος με το σωζόμενο από τη φιλολογική παράδοση.
Ο αρχαίος οικισμός περιβάλλεται στις τρεις πλευρές -σαν χερσόνησος- από τον ποταμό Καλαμά. Στα βορειοανατολικά ο ορεινός όγκος της Βρυσέλλας, όπου και η ακρόπολη της Γιτάνης, δεσπόζει στο εσωτερικό της δελταϊκής πεδιάδας, που σχηματίστηκε από τις προσχώσεις του ποταμού και παρέχει επιπλέον φυσική προστασία στην αρχαία πόλη. Η προνομιούχος -από άποψη κάλλους και οχύρωσης- θέση σε συνδυασμό με την άμεση πρόσβαση στους φυσικούς πόρους της περιοχής συντέλεσαν στην πρώιμη κατοίκηση της περιοχής από τους προϊστορικούς, ήδη, χρόνους, καθώς παρείχαν αυτάρκεια και ασφάλεια στους κατοίκους. Αυτό υποδεικνύεται από την εύρεση πυριτολιθικών λεπίδων και προϊστορικών οστράκων στην ευρύτερη περιοχή του αρχαιολογικού χώρου.
Κατά την αρχαιότητα, ο ποταμός ήταν πλωτός από τις εκβολές του στο Ιόνιο μέχρι, τουλάχιστον, το ύψος της Γιτάνης, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ανάπτυξη του οικισμού ως σημαντικού εμπορικού κέντρου. Μέσω του υδάτινου αυτού δρόμου και των παραποτάμιων οδικών αρτηριών, διακινούνταν άνθρωποι και αγαθά -σε ένα κατά τα άλλα δύσβατο τοπίο- και εξασφαλιζόταν η πρόσβαση προς τη θάλασσα, αλλά και την εύφορη ποτάμια κοιλάδα, όπου βρίσκονταν οι σημαντικοί οικισμοί της Λυγιάς και της Μαστιλίτσας. Ταυτόχρονα, υπήρχε άμεση επικοινωνία με τις άλλες μεγάλες πόλεις κατά μήκος του ποταμού (αρχαία Φανοτή, οικισμός στη Ραβενή κ.α.) αλλά και εκείνες στα παράλια της Θεσπρωτίας (Ελίνα κ.α.).
Η ίδρυση της αρχαίας πόλης τοποθετείται, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα και τις αρχαίες πηγές, στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή η οποία συμπίπτει με την προσάρτηση της νότιας Κεστρίνης, της περιοχής δηλ. που οικοδομήθηκε ο οχυρωμένος οικισμός. Η κατοίκηση στη Γιτάνη συνεχίζεται χωρίς διακοπή και στους ελληνιστικούς χρόνους, όπως αποδεικνύεται από τα κτίρια που έχουν ανασκαφεί εντός του οικισμού, αλλά και από τα ευρήματα των τάφων στα βορειοανατολικά της οχύρωσης και δυτικά του φράγματος του Καλαμά. Αντίθετα, δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά λείψανα που θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στην περίοδο μετά την κατάληψή της από τους Ρωμαίους. Όπως μαρτυρούν τα εκτεταμένα στρώματα καταστροφής των ανασκαμμένων κτιρίων, φαίνεται ότι ο αρχαίος οικισμός καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε οριστικά το 167 π.Χ.
Πολυγωνικά τείχη, μήκους 2.500 μ., περιβάλλουν την έκτασης 280 στρεμμάτων πόλη, της οποίας ο πληθυσμός την περίοδο της ακμής της υπολογίζεται στους έξι χιλιάδες κατοίκους. Τα τείχη έχουν μνημειακή μορφή, καθώς είναι ενισχυμένα με πύργους και το σωζόμενο ύψος τους φτάνει τα 2-3 μ.
Η Γιτάνη είναι κτισμένη σε διαφορετικά άνδηρα με οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο, το οποίο διαγράφεται από δρόμους πλάτους 4-6 μ., οι οποίοι ορίζουν ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες και οικοδομικά τετράγωνα. Συγκεκριμένα, τον οικισμό διατρέχουν από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά τρεις μεγάλοι δρόμοι, ενώ ένας τέταρτος οδηγεί εκτός των τειχών, στην περιοχή του θεάτρου. Πέραν της νότιας κλιτύος του λόφου της ακροπόλεως, όπου λόγω της έντονης κατωφέρειας δεν έχουν διαπιστωθεί θεμέλια οικοδομημάτων, η υπόλοιπη -σχετικά ομαλή- έκταση του περιτειχισμένου οικισμού παρουσιάζει πυκνή δόμηση. Ισχυρό εσωτερικό τείχος (διατείχισμα), μήκους 315 μ., χωρίζει τον αρχαίο οικισμό σε δύο μεγάλους οικιστικούς τομείς.
Το δυτικό τμήμα του οικισμού, εσωτερικά του διατειχίσματος, έχει συνολική έκταση 50 στρεμμάτων και, όπως μαρτυρούν τα εκτεταμένα στρώματα καταστροφής, στο τμήμα αυτό αναπτύσσεται μεγάλο μέρος της δημόσιας και θρησκευτικής ζωής της πόλης. Η αγορά της αρχαίας πόλης, χώρος συναθροίσεων και εμπορικών συναλλαγών, καταλαμβάνει κυρίαρχη θέση στο ανατολικό τμήμα του οικισμού. Στη βόρεια πλευρά της οριοθετείται από στοά μήκους 76 μ. Μία σειρά 26 δωρικών κιόνων στην πρόσοψη και 14 ιωνικών κιόνων εσωτερικά στήριζε τη στέγη της στοάς, δημιουργώντας έναν ευρύχωρο στεγασμένο χώρο, στον οποίο μπορούσαν να προσφεύγουν οι ευρισκόμενοι στην αγορά για να προστατευτούν από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Τη νότια πλευρά της αγοράς οριοθετεί συγκρότημα επάλληλων τετράγωνων καταστημάτων, πολλά από τα οποία φαίνεται να επικοινωνούν και με δρόμο παράλληλο με την πίσω πλευρά του όλου συγκροτήματος.
Η σχετικά πολυτελής διαβίωση των κατοίκων της πόλης, λίγο πριν την καταστροφή της το 2ο π.Χ. αιώνα, καθρεφτίζεται στην ποιότητα κατασκευής των δημοσίων κτηρίων που έχουν ανασκαφτεί και στον πλούτο των κινητών ευρημάτων. Στο εσωτερικό των τειχών είναι ευδιάκριτο το κατώτερο τμήμα των τοίχων αρχαίων κτηρίων, τόσο δημόσιων όσο και ιδιωτικών όπως μαρτυρούν τα ευρήματα, μεγάλες συνήθως δίφυλλες εξώθυρες.
Στα νότια-νοτιοδυτικά του χώρου, αποκαλύφτηκε κτήριο λατρευτικού χαρακτήρα, γνωστό ως “μικρός ναός”. Πρόκειται για κτήριο διαστάσεων 13×7,10 μ., με πρόναο και σηκό. Το μικρό μέγεθος, η απλή ορθογώνια κάτοψη με τη διμερή διαίρεση και η απουσία περιμετρικής κιονοστοιχίας είναι χαρακτηριστικά των ναϊκών οικοδομημάτων της Ηπείρου.
Ακολουθώντας την κύρια οδική αρτηρία του οικισμού προς τα νοτιοδυτικά, έχει έρθει στο φως το συμβατικά ονομαζόμενο “κτήριο Α”, διαστάσεων 41×31 μ., δημοσίου χαρακτήρα όπως επιβεβαιώνει η αποκάλυψη 3000 πήλινων σφραγισμάτων στο εσωτερικό του, που το ταυτίζει με το μητρώο- αρχείο της πόλης. Τα δωμάτια τοποθετούνται γύρω από μία κεντρική αυλή, με διαφορετική το καθένα λειτουργία. Οι εσωτερικοί τοίχοι καλύπτονται με κονιάματα από χώμα και όστρεα και στα καλύτερα διατηρούμενα τμήματά τους σώζεται επίχρισμα με κόκκινο και μπλέ χρώμα. Αποκαλύφτηκαν τρία δωμάτια συμποσίων, τα οποία διαθέτουν ψηφιδωτά δάπεδα με διακόσμηση από αστέρι, σπείρες, κύκλους και δελφίνια.
Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως χάλκινα αγαλματίδια και fulcrum ανακλίντρων, ενώ σημαντικός ήταν ο αριθμός των χάλκινων νομισμάτων, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ένας θησαυρός 178 νομισμάτων του Κοινού των Ηπειρωτών (234-168 π.Χ.).
Δυτικά των τειχών βρίσκεται το θέατρο, χωρητικότητας 4-5.000 θεατών, χώρος διεξαγωγής θεατρικών παραστάσεων, αλλά και εκδηλώσεων πολιτικού χαρακτήρα. Μέχρι τώρα έχει ανασκαφτεί το 1/10 της συνολικής του επιφάνειας και έχουν έρθει στο φως η ορχήστρα, η σκηνή, καθώς και τμήμα του λίθινου κοίλου, το οποίο έβλεπε δυτικά προς τον Καλαμά.
Συντάκτες Λάζου Θεοδώρα, Λάμπρου Βασιλική, Γκάνια Χριστίνα
Culture.gr
Το είδαμε εδώ