Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Ελληνική κασέλα:

Το σεντούκι με τις μνήμες…

Το σεντούκι που έκρυβε θησαυρούς…
Σεντούκια από όλες τις περιοχές της Ελλάδας «παρελαύνουν» στον τόμο «Η Ελληνική κασέλα»
Το λαϊκό έπιπλο, «αρχείο ζωής» για πολλούς, από την αρχαιότητα έως τα μέσα του 20ού αιώνα, σε έναν μνημειακό τόμο με 503 φωτογραφίες που προέρχονται από την Κρήτη έως τη Μακεδονία και από τις Κυκλάδες έως το Μέτσοβο.
Σύμβολο γάμου και προικιών, αποθήκευσης, αλλά και φιλαργυρίας, με δοξασίες, μύθους και προκαταλήψεις να συνοδεύουν στο διάβα του χρόνου ένα από τα γνωστότερα και ομορφότερα είδη της Ελληνικής.... λαϊκής τέχνης. Την κασέλα.
Αυτό το μοναδικό έπιπλο του Ελληνικού σπιτιού, άλλοτε ξυλόγλυπτο κι άλλοτε ζωγραφιστό, που στη δεκαετία του 1960 αποτέλεσε ένα από τα πιο περιζήτητα συλλεκτικά αντικείμενα λαϊκής τέχνης για να κοσμήσει το «χωριάτικο δωμάτιο», χάρη στη μόδα για την επιστροφή στις ρίζες.
Στην κασέλα ή αλλιώς άρκλα, κάψα, φορτσέρι, σεντούκι κι άλλες ονομασίες που συναντώνται σε κείμενα και περιοχές είναι αφιερωμένος ένας μνημειακός εικονογραφημένος τόμος, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Καπόν» και το Μουσείο Μπενάκη.
Η πολυτελής και προσεγμένη έκδοση περικλείει τα αποτελέσματα της πολύχρονης έρευνας που ξεκίνησε το 1980 της εθνολόγου Βιργινίας Ματσέλη και του αρχαιολόγου Άρη Τσαβαρόπουλου. Η επαφή με έναν μεγάλο αριθμό κασελών, που εντοπίστηκαν σε σπίτια, ακόμα και σε αχυρώνες, σε μουσεία και συλλογές, οδήγησε τους ερευνητές στην πεποίθηση ότι η κασέλα δεν έπρεπε να αντιμετωπιστεί μόνο ως ένα αντικείμενο λαϊκής τέχνης. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις σαν «ένα αρχείο ζωής». Το λαϊκό αυτό έπιπλο, εκτός της αισθητικής και της χρηστικής του αξίας, συνιστούσε επίσης ένα ιστορικό τεκμήριο.
Γιατί, όπως αναφέρουν στην εισαγωγή τους, στο εσωτερικό και εξωτερικό της, συχνά, αποτυπώνεται η ζωή των ιδιοκτητών της, εκεί καταγράφονται γεγονότα της ζωής τους, οι γεννήσεις των παιδιών ή των ζώων τους, οι θάνατοι, οι προίκες των θυγατέρων.
Οι συγγραφείς ξεκινούν τα κείμενά τους με την ιστορική διαδρομή αυτού του φυλακτικού επίπλου, από την αρχαιότητα οπότε εντοπίζονται οι ρίζες του (σε πολλές παραστάσεις αγγείων απεικονίζονται κασέλες) μέχρι στα νεότερα χρόνια και έως τα μέσα του 20ού αιώνα, οπότε επικράτησε η κάθετη ντουλάπα.

«Φύλαγε»
Συνεχίζουν με την παραγωγή και τη χρήση της κασέλας. «Φύλαγε», γράφουν, τα πολυτιμότερα κινητά αντικείμενα της οικογένειας, ρουχισμό, λευκά είδη, κοσμήματα, κεντήματα, εργαλεία, όπλα, χρήματα, ποτά και τρόφιμα. Αποτελούσε καλή «συσκευασία» και για τη μεταφορά πραγμάτων του ταξιδιώτη, του περιπλανώμενου έμπορου, του ναυτικού, του ξενιτεμένου.
Βρισκόταν επίσης στο όνειρο και τη σκέψη των κοριτσιών, αφού σ’ αυτήν αποθηκεύονταν τα προικιά, μαζί με τις προσδοκίες τους. «Να περάσουνε οι κασέλες / οι αργυροκλειδωμένες / Να περάσουνε τα προικιά έμορφα και κεντηστά», λέει ένα τραγούδι.
Η διακόσμηση της κασέλας αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο.
Είτε ζωγραφισμένες, συνήθως με μοτίβα από τη φύση, τη θρησκευτική παράδοση ή την οικογενειακή ζωή, είτε ξυλόγλυπτες είτε διακοσμημένες με πρόσθετα υλικά (όστρακα, θαλασσινά, κέρατο τράγου κ.ά.). Στις σελίδες του τόμου, με 503 έγχρωμες φωτογραφίες, βρίσκονται αποθησαυρισμένα και ταξινομημένα τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα από τις διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, όπου οι ερευνητές κατέγραψαν 1.560 κασέλες.
Οι 1.175 προέρχονται από επιτόπια έρευνα σε διάφορες περιοχές, από την Κρήτη έως τη Μακεδονία, από τις Κυκλάδες έως το Μέτσοβο και τα Τζουμέρκα, και οι 385 από συλλογές μουσείων και ιδιωτών. Η ιδέα της καταγραφής και της μελέτης της κασέλας ήταν της Ντόρης Παπαστράτου.
Η επιτόπια έρευνα καλύφθηκε με τη χορηγία της «Παπαστράτος ΑΒΕΕΣ». Το φωτογραφικό υλικό, χαμένο επί χρόνια στις αποθήκες των Παπαστράτων, είχε υποστεί πολλές αλλοιώσεις. Αποκαταστάθηκε στα ατελιέ των εκδόσεων «Καπόν», όπου ύστερα από επαγγελματική επεξεργασία «αφαιρέθηκαν» τα περιττά στοιχεία στο φόντο και οι κασέλες «τοποθετήθηκαν» στο κατάλληλο περιβάλλον (ξύλινα πατώματα κλπ.).
Η κασέλα συχνά έκρυβε μέρος και μυστικά της προσωπικής ζωής. Η στενή σχέση με τον ιδιοκτήτη ήταν συνδυασμένη με σταθμούς της ζωής του.
[Δήμητρα Ρουμπούλα, ΕΘΝΟΣ]

Το είδαμε εδώ