Η προέλευση
Ο Νικήτας Χανιώτης γράφει πως όταν οι Φράγκοι πήραν την Θεοφύλακτη Πόλη κι αντίκρισαν τις Βυζαντινές Δέσποινες, έμειναν κυριολεκτικά με το στόμα ανοικτό. Για να φαίνονται «γαϊτανοφρύδες», ξύριζαν τα φρύδια τους και τα ζωγράφιζαν από πάνω. Έβαζαν μπλε σκιές στα μάτια και κόκκινο στα νύχια....
Ξεκολλούσαν τις τρίχες των ποδιών τους μ' ένα μίγμα.... καραμέλας και μαστίχας και ξάνθαιναν τα μαλλιά τους με ένα άγνωστο υγρό. Στην αγορά της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν πολλά μαγαζιά, που πουλούσαν διάφορες αλοιφές για το πρόσωπο και το σώμα.
Οι καλύτερες όμως αλοιφές ήταν εκείνες που έφτιαχναν οι γυναίκες του λαού με βότανα, γάλα, μέλι και μεδούλι. Τα παράξενα όμως καλλυντικά δεν τ' αγόραζαν μόνο παστρικιές, αλλά κι Αυτοκράτειρες, που προσπαθούσαν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την ομορφιά τους, για να μη χάσουν την αγάπη του συζύγου τους.
Ό,τι κι αν έκαναν όμως, όταν περνούσε η πρώτη τους νεότητα, δεν υπήρχε πια ελπίδα να ξαναγίνουν ωραίες· οι Αυτοκράτειρες έτρεχαν να βρουν αλλού την εσωτερική τους χαρά. Ο λαός ωστόσο, που τα παρατηρεί και τα σατιρίζει όλα, όταν έβλεπε το Βασιλιά του να πηγαίνει με άλλες γυναίκες, έλεγε ειρωνικά για τη Βασίλισσα:
«Δεν περνά πια η μπογιά της».
Δηλαδή οι αλοιφές και τα χρώματα που έβαζε, δεν την ωφελούσαν σε τίποτε.
«Δεν περνά πια η μπογιά της».
Δηλαδή οι αλοιφές και τα χρώματα που έβαζε, δεν την ωφελούσαν σε τίποτε.
ΠΗΓΗ