Δαίμων ή «στοιχειό» της θαλάσσης υπό μορφήν γυναικός. Τα «στοιχειά» της θαλάσσης δεν έχουν σχέσιν προς τας ψυχάς των τεθνηκότων, όπως κοινώς πιστεύεται εις τας νεοελληνικάς παραδόσεις, αλλά είναι οι θαλάσσιοι δαίμονες της αρχαιότητος, με την ύπαρξιν των οποίων επλέχθησαν συγχωνευθέντες παλαιοί και νέοι θρύλοι, διασωθέντες μέχρι σήμερον με διαφόρους παραλλαγάς. Εξ αυτών διεμορφώθησαν αι.... νεώτεραι παραδόσεις περί της Γοργόνας, ήτις είναι θαλασσία θεότης κακοποιός ή και αγαθοποιός κατά τας περιστάσεις, ως εκτίθενται κατωτέρω.
Επίθετον γοργόνειος σημαίνον τον εις την Γοργόνα ανήκοντα. Το ουδέτερον γοργόνειον, λαμβανομένον ως ουσιαστικόν, σημαίνει την κεφαλήν της Γοργούς ή την ασπίδα την φέρουσαν αυτήν.
Αι νεοελληνικαί παραδόσεις περί της Γοργόνας συνεδυάσθησαν με τους περί τον Μ. Αλέξανδρον θρύλους. Ούτως η Γοργόνα (εκ της χθόνιας Δωδώνης) παρίσταται ως αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος κατώρθωσε ν’ αποκτήση το «αθάνατο νερό», κατά λάθος όμως η αδελφή του το έχυσε, ο δε Μέγας Αλέξανδρος την κατηράσθη να γίνη από το μέσον του σώματός της και κάτω ιχθύς και να πλανάται ανά τας θαλάσσας (Βλέπουμε πως άλλη μια φορά η χθόνια Δωδώνη «Αθήνα» προσπαθεί να πλανέψει θέτοντας τον Έλλην Πελασγό Αλέξαντρο ως αδελφό ενός δαίμον «γοργόνας», ξεχνώντας οι ηλίθιοι πως ο Αλέξαντρος δεν είχε αδελφή). Κατ’ άλλην παραλλαγήν, την έρριψεν ο ίδιος εις την θάλασσαν και εκεί αύτη μετεμορφώθη εις γυναικείον δαίμονα της θαλάσσης ιχθυόμορφον ή άλλως αγνοούσα την ιδιότητα του ύδατος, το οποίον είχεν ο αδελφός της, το έπιε και «εστοίχειωσεν».
Η Γοργόνα όμως, συναισθανομένη το κακόν το οποίον επροξένησεν εις τον αδελφόν της, δεν εμνησικάκησεν, αλλ’ έκτοτε ζώσα εις την θάλασσαν, όταν συναντά πλοία τα σταματά ερωτώσα «αν ζη ο βασιλιάς Αλέξανδρος». Οι ναυτικοί, αν μεν γνωρίζουν τα κατά την Γοργόναν, απαντούν εις αυτήν «ζη και βασιλεύει» ή «ζη και βασιλεύει και τον κόσμον ειρηνεύει» (ή «κυριεύει») ή «ζη και βασιλεύει και ζωή νάχετε και σείς». Τότε η Γοργόνα γίνεται ωραιοτάτη κόρη από την χαράν της, σταματά τους ανέμους, καταπαύει την τρικυμίαν, αφήνει το πλοίον να συνεχίση τον δρόμον του και τραγουδεί παίζουσα την λύραν της, οι δε ναύται μανθάνουν από αυτήν τους νέους σκοπούς τραγουδιών, τα οποία οι θαλασσινοί συνήθως γνωρίζουν. Εάν όμως, άπειροι όντες, απαντήσουν ότι δεν γνωρίζουν ή ότι απέθανε, τότε η Γοργόνα έξαλλος πετά το πλοίον υψηλά, το βυθίζει και πνίγονται όλοι οι επιβαίνοντες ή φεύγει «με κλάματα και μοιρολόγια» και από τους θρήνους της εγείρεται τρικυμία βυθίζουσα το πλοίο και πνίγουσα τους ναύτας. Κατ’ άλλας παραλλαγάς, η Γοργόνα ήτο αδελφή του Μ. Κωνσταντίνου, όστις την έπνιξεν. (Εδώ βλέπουμε τη χθόνια Δωδώνη να δημιουργεί ψεύτικους μύθους (ιστορίες) για να τεκμηριώνει της χθόνιες σκοτεινές της πράξεις και γεγραμμένα εν σχέση με Έλλην Πελασγούς και θεούς αυτών).
Η μορφή της Γοργόνας έχει συγκεντρώσει περί το όνομά της τα λείψανα των αρχαίων μύθων των Γοργονών, των Σειρήνων και της Σκύλλης, παρουσιάζεται δε εις πλείστα όσα παραμύθια του λαού, εις τα οποία αι Γοργόνες είναι συνήθως μορφαί κοινά στοιχεία έχουσαι με τας νεράϊδας, τας λάμιας και τας στρίγγλας. Αλλού η Γοργόνα μνημονεύεται ως μία, αλλού ως περισσότεραι, αι δε περί αυτής παραλλαγαί ποικίλλουσιν από τόπου εις τόπον. Και εις τα χριστιανικά συναξάρια ευρίσκομεν απηχήσεις του θαλασσίου δαίμονος της Γοργόνας, διότι πιστεύεται ότι τα «ξωτικά» προκαλούν τας τρικυμίας ή τους καταποντισμούς των πλοίων και:
«Την Τυρινή και των Βαγιώ
Ο διάβολος μπαίνει στο γιαλό».
Κύριος χαρακτήρ των Γοργονών εις τας παραδόσεις πλείστων λαών ως ιχθυομόρφων γυναικών εν τη θαλάσση, ολεθρίων συνήθως εις τους ναυτιλλομένους, είναι το μελωδικόν των άσμα και η ωραιοτάτη των μορφή, προελθών ίσως από τους περί σειρηνών μύθους. Αλλά και ως «στοιχειά» της ξηράς απαντώνται αι Γοργόνες.
Ούτω εις την Αράχοβαν της Λεβαδείας τα «Γοργόνια» είναι ωραίοι νέοι διαμένοντες εις τους αγρούς, εις τους αμπελώνας και τα καλλιεργημένα κτήματα. Αγαπούν την εργασίαν, «σκαλίζουν, ποτίζουν, σκάφτουν και οργώνουν» και αρέσκονται να βοηθούν τους φιλοπόνους και επιμελείς γεωργούς, περί των οποίων όταν θέλουν να επαινέσουν την εργατικότητα και ταχύτητα των οι εντόπιοι λέγουν «δουλεύει σαν Γοργόνι».
Αντιθέτως εις Κύθνον το δύστροπον παιδίον καλείται «Γοργόνι», εις δε την Σύμην η λέξις Λάουρα είναι συνώνυμος της Γοργόνας και «Λαουρί λέγεται το παιδίον το οποίον καθ’ ύπνον τρίζει τους οδόντας». Εις την Αμοργόν ονομάζουν Γοργόνας τας γυναίκας αι οποίαι έχουν βάσκανον βλέμμα, «ματιάζουν», εις δε την Κάρπαθον η λέξις Βοργόνα είναι υβριστική δια την ούτω προσονομαζομένην γυναίκα, ενώ αντιθέτως εις Χίον ο εραστής προσφωνεί την ερωμένην του Γοργόνα.
Κατά τας μεσαιωνικάς παραδόσεις, τας οποίας ευρίσκομεν εις το μακρόν Βυζαντινόν ποίημα «Φυσιολόγος», η Γοργόνα είναι θηρίον με μορφήν πόρνης, κόμην ξανθήν απολήγουσαν εις κεφαλάς όφεων, η δε όψις της προκαλεί των θάνατον εις τον αντικρύζοντα αυτήν, αλλά με φωνήν μελωδικήν, όταν τραγουδή. Η ούτω παριστανομένη Γοργόνα είναι πιστή εικών της αρχαίας Γοργούς. Το θηρίον τούτο κατά την εποχήν της οχείας του προσκαλεί προς μίξιν τον λέοντα και είτα τον δράκοντα, οίτινες όμως εκ φόβου δεν προσεγγίζουν, τέλος καλεί με φωνήν ανθρώπινην τον άνθρωπον, όστις, αν θέλη, δύναται να την φονεύση, απαιτών παρ’ αυτής να κλύψη την κεφαλήν της εις λάκκον, ίνα μη εκ της θέας της αποθάνη. Αύτη υπακούει και ο άνθρωπος πλησιάζων εκ των όπισθεν αποκόπτει την κεφαλήν της, την οποίαν και χρησιμοποιεί προς εκφοβισμόν παντός θηρίου. Εις τα υπό του «Φυσιολόγου» λεγόμενα διαφαίνονται οι περί Μεδούσης και Σειρήνων αρχαίοι μύθοι.
Αι περί της Γοργόνας παραδόσεις απετέλεσαν θέμα πολύ αγαπητόν εις την λαϊκήν τέχνην, ήτις ποικιλοτρόπως τας εξεμεταλλεύθη εις πλαστικήν, ζωγραφικήν και ξυλογλυπτικήν, κοσμούσα δια παραστάσεων Γοργονών τας πρώρας των πλοίων, τους τοίχους καπηλείων όπου συχνάζουν συνήθως ναυτικοί, τα πώματα και τας πλευράς ξυλίνων κιβωτίων, επίσης δε εχρησιμοποίησε την παράστασιν της Γοργόνας δια την στίξιν του στήθους και των βραχιόνων ιδίως των ναυτιλλομένων. Η συνήθης παράστασις της Γοργόνας είναι γυνή επί της επιφανείας της θαλάσσης, με μακράν κόμην καταπίπτουσαν επί των νότων εις βοστρύχους, κατά το κάτω ήμισυ ιχθύς, κρατούσα εις την μίαν των χειρών πλοίον και εις την άλλην άγκυραν ή εις εκάτεραν των χειρών μίαν κώπην.
Αλλά και εις τοιχογραφίας μονών ευρίσκεται η Γοργόνα, όπως η της μονής Σκαφιδιάς, (φωτο) πλησίον του ομωνύμου χωρίου εν τη Ηλεία. Ακόμη, και ως οικόσημον ιταλικών οίκων ευγενών, όπως της οικογενείας Αμάρι εις το Δρέπανον της Σικελίας, εχρησιμοποιήθη η παράστασις της Γοργόνας και εις ψηφιδωτά, όπως εν Γαέταν και Ραβένναν, και εις σήματα τυπογράφων, όπως του εν Βενετία τυπογράφου του 17ου αιώνος Ηπειρώτου Νικολάου Σάρρου, του Ιταλού Αντωνίου Βόρτολι και του Σικελού Γ. Φραγκίσκου Καρράρα. Η τοιαύτη χρησιμοποίησις της Γοργόνας προήλθεν από την πρόληψιν ότι η εικών αυτής εξουδετερώνει την επίδρασιν της βασκανίας από το «κακό μάτι». Αι παραστάσεις αύται εν τη νεοελληνική τέχνη διήκουσαι δια μέσου της Βυζαντινής περιόδου φθάνουσιν εις τους αρχαιοτάτους χρόνους και αποτελούσι συνταύτισιν με τας παραστάσεις των αρχαίων θαλασσίων δαιμόνων και θεοτήτων, των οποίων αι απεικονίσεις κατά την Αρχαιότητα είναι όμοιαι προς τας της νεοελληνικής Γοργόνας.
Των περί Γοργόνων μύθον επραγματεύθησαν και άλλοι, ιδίως όμως συστηματικώς ο Ν. Πολίτης εις το περιοδικόν «Παρνασσός» (τομ. Β’ σελ. 259 – 275), εις δε τας «Παραδόσεος του ελληνικού λαού» (τομ. Α’ σελ. 260 κ.έ. και 307 κ.έ.) του αυτού ευρίσκει τις συγκεντρωμένας όλας περίπου τας εις τα διάφορα μέρη απαντωμένας παραλλαγάς των περί Γοργόνων παραδόσεων. Επίσης πολλάς πληροφορίας περί Γοργόνων παρέχει και και ο Σ. Κυριακίδης εις την «Ελληνικήν Λαογραφίαν» του (τομ. Α’ σελ. 178 κ.έ.). Τον μύθον δια την Γοργόναν εχρησιμοποίησεν εις τα θέματά της και η νεοελληνική λογοτεχνία, όπως ο Καρκαβίτσας («Λόγια της πλώρης», «Γοργόνα») και άλλοι.
ΑΠΟ: «Ήλιος Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό»
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: http://www.omada-epsilon.com