Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

ΠΑΝΔΩΡΑ (Η Ελληνίδα ΕΥΑ)


Ο Μύθος της ΠΑΝΔΩΡΑΣ (Ελεύθερη Μετάφραση)

Αμ' την κρατάνε οι θεοί τη ζωή μυστικά απ' τους ανθρώπους, εύκολα αλλιώς θα μπορούσες, δουλεύοντας μόνο μιά ημέρα, να'χες για όλον τον χρόνο και πιά να περνάς ακαμάτης: θ' αφήνες πιά το τιμόνι ψηλά να καπνίζεται κι έργα, βόιδια, μουλάρια σου, καματερά, θα τα σκόλαζες όλα.

Φωτο: Ησίοδος και Μούσα (Moreau Gustave)


Όμως κρυφό το'χει ο Δίας, που χόλιασε μέσα η καρδιά του για την απάτη που του'καμεν ο πονηρός Προμηθέας και έτσι σκεδιάσε θλίψες και βάσανα για τους ανθρώπους τ' είχε κρυφή τη φωτιά που του Ιάπετου το έξυπνο τέκνο για τους ανθρώπους την έκλεψε μέσα σε κούφιο καλάμι κι ούτε την είδε ο βροντόχαρος ο παντογνώστης ο Δίας.
Τότες ο νεφοσυνάχτης εθύμωσε ο Δίας και του'πε: Ιαπετονίδη, κι ας κόβει περισσότερο απ' όλους ο νους σου κι έχεις χαρά που μ' απάτησες με την κλεψιά της φωτιάς μου, μόνο που θα κακοπάθεις για δαύτο και σύ κι οι άνθρωποι: για τη φωτιά θα τους δώσω εγώ κάποιο κακό που θ' αρέσει κι όλοι τους λαχταριστά το κακό τους αυτό θ' αγκαλιάζουν.

Είπε ξεσπώντας σε γέλια ο πατέρας θεώνε κι ανθρώπων κι έδωσε διάτα στον Ήφαιστο τον ξακουσμένον αμέσως νά'σμιγε γη με νερό για ένα πλάσμα μ' ανθρώπινη γλώσσα κι όρεξη, όμοιο την όψη μ' αιθέρια θεά και με κάλλος παρθενικό κι ερωτιάρικο στην Αθηνά να τη μάθαινε νά'κανε εργόχειρο στον αργαλιό με τα χίλια τα ξόμπλια να'χυνε επάνω της χάρη και πόθο η χρυσή η Αφροδίτη, πόθο που ανάβει καημούς, συλλογές που λιγώνουν τα μέλη νά'βαζε μέσα της νού κυνιόν και ψυχή ξεμαυλίστρα του Άργου ο φονιάς, ο αγωγιάτης Ερμής έτσι διάταξε ο Δίας κι είπε κι υπάκουσαν όλοι τον άρχοντα Δία Κρονίδη κι έπλασε ευτύς απο χώμα ο κουτσός ο περίφημος κόρη παρθενικιά, ντροπαλή κι ίδιαν όπως την ήθελε ο Δίας: ντύμα της βάζει και ζώνη η Αθηνά η θεά η γλαυκομάτα, βάλαν οι Χάρες οι θεές κι η σεβάσμια Πειθώ στα λαιμά της κρίκους χρυσούς και βραχιόλια στα χέρια κι ολόγυρα οι Ώρες οι ωριομαλλλούσες μ' ανθούς ανοιξιάτικους τη στεφανώσαν.

Μ' όλα η Παλλάδα Αθηνά το κορμί της της στόλισε ωραία. Μέσα στα στήθια της έβαλε του Άργου ο φονιάς ο αγωγιάτης ψέματα, λόγια γλυκά και ψυχή ξεμαυλίστρα, κατάπως θέλησε ο Δίας ο μεγαλοβρόντης. Ακόμα της βάζει γλώσσαν ο διαλαλητής των θεών και την είπε Πανδώρα, τ' όνομα που 'δωσαν όλοι που μένουν στον Όλυμπο, π ά ν τ ε ς δ ώ ρ ο σ' α υ τ ή ν για κακό των ανθρώπων των ψωμοθρεμμένων.
Μόλις ετοίμασε αυτόν το αψύ, τον αφεύγατον δόλο, στέλνει στον Επιμηθέα ο πατέρας τον άξιο αγωγιάτη κι αργοφονιά με το θεόσταλτο δώρον. Αμ' ο Επιμηθέας δεν εθυμήθη τον λόγο που του'χεν ειπεί ο Προμηθέας, δώρο ποτέ του απ' τον Δία να μη το δεχότανε, μόνο πίσω να το'στελνε, μήπως γινόταν κακό στους ανθρώπους. Τούτος το δέχτη και το'νιωσε αού το κακό το'χε πάθει.

Φωτο: Το κουτί της Πανδώρας

Πρώτα εζούσανε πάνω στην γην οι γενιές των ανθρώπων δίχως κακό, δίχως πόνους και βάσανα, δίχως αρρώστιες ασκήμες και φοβερές, που χτυπάν με θανή τους ανθρώπους κι άκαιρα μέσα στα βάσανα παραγερνάν οι καημένοι μα'πιασε κι έβγαλε αυτή το μεγάλο καπάκι απ' το κιούπι κι όλα τα σκόρπισε, απόλυσε λύπες βαριές στους ανθρώπους μόνο απόμεινε μέσα η Ελπίδα στ' ατσάκιστο σπίτι κάτω απ' τα χείλια του πίθου, τι πριν ξεπετάξει να φύγει, πρόφτασε κι έβαλε πάλι το κούπωμα πάνω στο κιούπι, θέλοντας ο καιροκράτης, ο νεφοσυνάχτης ο Δίας.

Τ' άλλα τα μύρια κακά τριγυρίζουν και παν στους ανθρώπους κι έχουν τη γη πλημμυρίσει, γιομίσει τη θάλασσα οι πόνοι. Άλλες αρρώστιες ημέρα πηγαίνουν να ιδούν τους ανθρώπους άλλες ακάλεστες νύχτα πηγαίνουν προσφέροντας πόνους, σιωπηλές, γιατί ο Δίας τους πήρε ο σοφός τη μιλιά τους. Έτσι κανείς δε μπορεί τη βουλή να ξεφύγει του Δία.

Ε-ΡΟΔΙΟΣ

ΠΗΓΗ: ΗΣΙΟΔΟΣ (Έργα και Ημέραι)